Advertisement

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης

«Οταν µπήκαν τα τουρκικά στρατεύματα μέσα στη Σμύρνη και άρχισαν και σκοτώναν και λεηλατούσαν, στα Ταμπάχανα επαρουσιάσθη μια πυρκαγιά. Ετρεξαν οι αντλίες να την σβήσουν αλλά, δυστυχώς, αντί να τη σβήσουν την άναβαν περισσότερο· έριχναν πετρέλαια και βενζίνες» | ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ

449

»Η φωτιά προχωρούσε. Ο κόσμος, που ήταν χωμένος μέσα στα σπίτια, εξαναγκάστηκε και βγήκε στους δρόμους και τραβήξαν όλοι στην παραλία. Στο λεγόμενο Κορδόνι συγκεντρώθηκε όλος ο πληθυσμός. Και εκεί έφταξε η φωτιά.

»Από τη μια μεριά και την άλλη του δρόμου είχαν βάλει φωτιές. Οταν έφταξε η φωτιά κι εκεί, ο κόσμος προσπαθούσε να βγει όξω από την πόλη, πηγαίνοντας στην φρουρά κοντά. Οι φρουροί τούς σκοτώναν και δεν τους άφηναν να σπάσουν την ζώνη, να βγούνε όξω και να φύγουν από κει.

»Από την άλλη μεριά ήταν η φωτιά, δεν μπορούσαν να περάσουν, να φύγουν. Τότε όσοι ξέραν μπάνιο πέφταν στην θάλασσα. Αν τους βλέπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους βλέπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια που ήταν αραγμένα και υποστήριζαν τους Ελληνες. Τους άφηναν και σκαρφάλωναν απάνω στα καράβια και μόλις μπαίναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα. Αλλοι πνιγόντουσαν κι άλλοι έβγαιναν πάλι όξω. Οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και Ιταλοί καθόντουσαν στα καφενεία και γλεντούσαν» («Η έξοδος», τόμ. Α΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2016, σ. 11-12).

Αυτή είναι η μαρτυρία του Παν. Μαρσέλου για όσα έγιναν στην προκυμαία της Σμύρνης. Τη συμπληρώνει η αφήγηση του Εϊσα Τζένιγκς, του Αμερικανού πάστορα που πίεσε ώστε να σχηματιστεί ένας στολίσκος πλοίων ο οποίος θα παραλάμβανε όσους βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην προκυμαία της Σμύρνης αναζητώντας διαφυγή. Ξημερώνοντας η 24η Σεπτεμβρίου, ο στολίσκος έφτανε στο λιμάνι της πόλης: «Ισα μπροστά μας φάνταζαν οι σκελετοί των κάποτε θαυμάσιων οικοδομών, που υψώνονταν μέσα από τα μαυρισμένα ερείπια, τα σπαρμένα στο έδαφος. Ηταν η πιο απελπιστική, η πιο φοβερή σκηνή που είδα ποτέ μου. Και στην άκρη της θάλασσας, απλωμένο μίλια ολόκληρα, ήταν κάτι που έμοιαζε με μαύρο σύνορο. Και όμως, ήξερα ότι δεν ήταν σύνορα θανάτου μα σύνορα από ζωντανά πλάσματα που υπέφεραν, πρόσμεναν, έλπιζαν και προσεύχονταν για πλοία, πλοία, πλοία! Καθώς πλησιάζαμε και η παραλία ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας, λες και κάθε πρόσωπο της προκυμαίας αυτής ήταν γυρισμένο καταπάνω μας, κάθε χέρι απλωνόταν για να μας τραβήξει μέσα στο λιμάνι. Συλλογίστηκα στ’ αλήθεια ότι η παραλία ολόκληρη κινούνταν για να μας αρπάξει. Ο αέρας πλημμύρισε από τις κραυγές των χιλιάδων αυτών ανθρώπων, κραυγές τέτοιας υπέρτατης χαράς, ώστε ο αχός τους διαπέρασε όλα τα κόκαλά μου, ώς το μεδούλι» (M. Housepian Doblin, «Σμύρνη 1922 – Η καταστροφή μιας πόλης», Παπαδόπουλος, 2014, σ. 279).

Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης;

Το οδυνηρό τίμημα των πολιτικών χειρισμών
Του Σταύρου Ανεστίδη

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-1

Η καταστροφή της Σμύρνης άρχισε με την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία και την είσοδο του τουρκικού στρατού στην πόλη. Υπήρξε λανθασμένα η εντύπωση ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα είχαν επιτηρηθεί από το συμμαχικό ναυτικό. Στην απερίγραπτη σύγχυση που επικράτησε προστέθηκε και η φρίκη της πυρκαγιάς, που εκδηλώθηκε στην αρμενική συνοικία και εντέλει κατέκαψε την πρωτεύουσα της Ιωνίας, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή περιοχή. Οσοι προσπάθησαν να γλιτώσουν από τις φλόγες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να στραφούν προς την προκυμαία της Σμύρνης, η οποία μετατράπηκε σε αυτοσχέδιο προσφυγικό καταυλισμό υπό συνθήκες εξαθλίωσης.

Το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών πιστοποιεί πως το ξερίζωμα του μικρασιατικού Ελληνισμού είχε αρχίσει αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και συνεχίστηκε με βιαιότερες μεθόδους στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως απόρροια της νεοτουρκικής εθνικιστικής πολιτικής.

Η αιματηρή τραγωδία και ο βίαιος αφανισμός συνθέτουν τη μοίρα των ελληνορθοδόξων πληθυσμών στις δυτικές περιοχές της μικρασιατικής χερσονήσου, που βρέθηκαν στον κυκεώνα της ελληνοτουρκικής πολεμικής αναμέτρησης και πλήρωσαν οδυνηρό τίμημα, όπως εξιστορούν οι μαρτυρίες. Με τη μορφή και τη συγκινησιακή φόρτιση με τις οποίες τις παρέδωσε η προφορική παράδοση, οι μαρτυρίες αυτές δεν καταγράφουν απλώς τις συνθήκες και τα περιστατικά του δράματος, αλλά συνιστούν τεκμήρια του ψυχολογικού κλίματος που σημάδευσε την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα. Μέσα από το πρίσμα αυτής της εμπειρίας διαθλάται η ανάμνηση της καταστροφής και του ξεριζωμού, αλλά και η νοσταλγία του ειρηνικού παρελθόντος στις χαμένες πατρίδες. Αυτή η διάσταση άλλωστε προσδίδει στις μαρτυρίες τον χαρακτήρα του μνημείου της Ιστορίας του μικρασιατικού Ελληνισμού. Οι αφηγήσεις των ανθρώπων που βίωσαν τα γεγονότα αναδεικνύουν την άλλη πλευρά, την πλευρά αυτών που δέχθηκαν τον άμεσο αντίκτυπο. Οι αφηγητές πλήρωσαν τις τραγικές συνέπειες των πολιτικών χειρισμών και αυτοί περισσότερο από κάθε άλλον είναι σε θέση να περιγράψουν αυθεντικά αυτόν τον αντίκτυπο. Η ιστορική αξία των κειμένων αυτών οφείλεται στο ότι κανένας μεταγενέστερος δεν μπορεί να αναλάβει με ίση αρμοδιότητα και αυθεντικότητα το έργο του μάρτυρα. Στο είδος της κάθε μαρτυρία είναι και ένα unicum.

Παραθέτουμε, ενδεικτικά, δύο μαρτυρίες. Πρώτα αυτή του Αλέξη Αλεξίου:

«Τα πρώτα μηνύματα της καταστροφής μάς ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο που ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημά τους.

Ενα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι βάλαν φωτιά στη συνοικία της Αρμενίας.

Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς.

Δεν θυμούμαι αν την ίδια μέρα ή έπειτα από μερικές μέρες ο κόσμος άρχισε να φεύγει από τη Σμύρνη, γιατί η φωτιά όλο μεγάλωνε. Από κει φύγαμε· πήγαμε και μείναμε στο σπίτι της αδελφής της νενές μου, που ήταν στην Πούντα, γιατί εκείνη ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό και βέβαια η οικογένειά της σαν ιταλική που ήταν, ήταν εξασφαλισμένη.

Τη μέρα του Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, μέρα σημαδιακιά, μας πήρε ο πατέρας, περπατήσαμε κάμποσο και μπήκαμε στο μπουλούκι για να μπαρκάρουμε. Μόλις περάσαμε τα συρματοπλέγματα –ήταν μαζί μας τούτη τη φορά η νενέ και ο παππουλής– οι Τούρκοι χώριζαν τα γυναικόπαιδα από τους άνδρες. Στο σημείο αυτό ήταν και στρατιωτικοί ξένης υπηκοότητας, όχι Τούρκοι. Πιάσαν τον μπαμπά μου και τον παππουλή μου και τους χώρισαν από μας. Εγινα έξαλλος, αγανάκτησα και τράβηξα τον πατέρα μου να τον φέρω μαζί μας. Εκεί ένας Αμερικάνος ναύτης –τους γνώριζα από το καπελάκι που φορούσαν– δεν πρόκανα και μου ‘δωσε μια στο λαιμό μ’ ένα σιδερένιο μπαστούνι που κρατούσε, από κείνα που χρησίμευαν για ν’ αλλάζουν τις ράγες των τραμ. Τελικά ο πατέρας μου κι ο παππουλής μείναν, κι εμείς τα παιδιά με τη μητέρα μας και τη νενέ μας μπήκαμε στο βαπόρι “Ισμίντι”.

Μόλις ξεκίνησε το βαπόρι, η μητέρα μου από την απελπισία της ήθελε να πέσει στη θάλασσα και τη συγκράτησαν οι άλλοι πρόσφυγες. Εμένα πρήστηκε ο λαιμός μου και πονούσα αβάσταχτα· και μ’ όλα αυτά έβλεπα τη φλεγόμενη Σμύρνη μέσα από το καράβι που σιγά σιγά απομακρυνόταν».

Ακολουθεί η μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη:

«Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. “Μη φοβούστε, είναι μακριά”, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο· φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκότωναν.

Εβγαλαν μετά ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα 20% δεν επήραν.

Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου! Και την είχε προβλέψει ο πατέρας μου. Οταν βγήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, κατάλαβαν το Διοικητήριο. Ενας τσολιάς πείραξε μια Τουρκάλα. Ο Ελληνας αξιωματικός του διέταξε να τον σκοτώσουν παραδειγματικά. Τον σκότωσαν. Ο πατέρας μου που το είδε, μας είπε στενοχωρημένος: “Είδατε τι έγινε; Με το ίδιο τους το αίμα βάψανε το σπαθί τους. Τώρα να δεις τι θα γίνει. Δε θα πάμε καλά. Θα καταστραφούμε. Πάλι, ας περιμένομε. Ισως μας λυπηθεί ο Θεός”. Δε μας λυπήθηκε. Η καταστροφή μας ήταν φανερή».

* Ο κ. Σταύρος Θ. Ανεστίδης είναι υποδιευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-2
Εκατοντάδες Ελληνες στην προκυμαία της φλεγόμενης Σμύρνης με ό,τι μπόρεσαν να περισώσουν από τα υπάρχοντά τους. Φωτ. ΚΕΝΤΡΟ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ
1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-3
Πρόσφυγες στην προβλήτα του σιδηροδρόμου της Σμύρνης, περιμένοντας να επιβιβαστούν στα πλοία. Φωτ. ALAMY/VISUAL HELLAS.GR
1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-4
Εικόνα πλήρους καταστροφής στην αρμενική συνοικία της Σμύρνης. Η φωτιά που κατέκαψε την πρωτεύουσα της Ιωνίας ξεκίνησε από εκεί. Φωτ. ALAMY/VISUAL HELLAS.GR
1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-5
Eλληνες της Σμύρνης στις βάρκες που τους μεταφέρουν στα πλοία. Οι περισσότεροι στην προκυμαία ήσαν γυναίκες και παιδιά. Οι άντρες είχαν κρατηθεί για τα τάγματα εργασίας. Φωτ. ALAMY/VISUAL HELLAS.GR

 

Χιλιάδες εγκλωβισμένοι δίχως νερό και φαγητό
Του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-6

Το απόγευμα της Τετάρτης 13 Σεπτεμβρίου 1922, ο ηγέτης των Τούρκων εθνικιστών Μουσταφά Κεμάλ αναπαυόταν σε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά προάστια της Σμύρνης, στο Κορδελιό, στο σπίτι μιας από τις ευπορότερες τουρκικές αστικές οικογένειες της πόλης. Το σκηνικό ήταν κινηματογραφικό. Στη βεράντα της λευκής έπαυλης, με συντροφιά τη γοητευτική Λατιφέ χανούμ, κόρη της οικογένειας, ο Κεμάλ απολάμβανε το ποτό του ενώ στο βάθος η «αρχόντισσα της Ιωνίας» καιγόταν. Ηταν εμφανές ότι οι μέρες της αμφισβήτησης και της ταλαιπωρίας είχαν περάσει γι’ αυτόν. Μακριά από την αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα πυκνά σύννεφα καπνού και από τη δυσοσμία των εκατοντάδων πτωμάτων που καίγονταν, ο Μουσταφά ρώτησε τη Λατιφέ αν υπήρχαν και σπίτια που ανήκαν στην οικογένειά της στις περιοχές όπου μαινόταν η φωτιά. Η Λατιφέ αποκρίθηκε θετικά, εκφράζοντας όμως ταυτόχρονα τη λατρεία της για τον ίδιο με τα εξής λόγια: «Πασά μου, ας καούν όλα, αρκεί που είστε εσείς καλά στην υγεία σας. Τι αξία έχει η ιδιοκτησία για τους ανθρώπους αυτές τις μέρες της ευτυχίας; Η χώρα μας είναι ελεύθερη. Αργότερα θα ξαναχτίσουμε όλα αυτά τα κτίρια και θα είναι ομορφότερα». Η απάντησή της ικανοποίησε τον Κεμάλ. «Ναι! Ας καούν κι ας γκρεμιστούν τα πάντα», είπε, «όλα αυτά μπορούν να αντικατασταθούν».

Οι μεταβολές που υπαινίχθηκε η Λατιφέ και επιβεβαίωσε ο Κεμάλ, είχαν ξεκινήσει λίγες ημέρες νωρίτερα με πρωτοβουλία των Ελλήνων. Το απόγευμα της Παρασκευής 26 Αυγούστου / 8 Σεπτεμβρίου εγκατέλειψαν τη Σμύρνη όλες οι ελληνικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Τελευταίος αναχώρησε, υπό τις αποδοκιμασίες του πλήθους, ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης. Ετσι ο χριστιανικός πληθυσμός, που διαβιούσε στην πόλη ή είχε προσφυγοποιηθεί εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου, βρέθηκε εξ ολοκλήρου έκθετος. Μοναδική του παρηγοριά είχε απομείνει ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, ο οποίος είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει το ποίμνιό του.

«Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σ’ εμάς. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στον δρόμο· φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση και σφάζαν και σκότωναν».

Μια ημέρα μετά, το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου, οι πρώτες τουρκικές δυνάμεις εισήλθαν στη Σμύρνη. Επρόκειτο για άντρες του τουρκικού ιππικού, ντυμένους στα μαύρα. Στο πέρασμά τους οι χριστιανοί της πόλης πανικοβλήθηκαν. Αντίθετα, στην τουρκική συνοικία σήμανε γενικός ξεσηκωμός. Στις 5.00 το απόγευμα της Κυριακής 10 Σεπτεμβρίου 1922 ο Μουσταφά Κεμάλ μπήκε στην πόλη της Σμύρνης. Πλήθος κόσμου είχε ξεχυθεί στους δρόμους για να τον υποδεχτεί. Ο Κεμάλ κατευθύνθηκε πρώτα στο Διοικητήριο, το Κονάκι, όπου είχε συνεργασία με τον Νουρεντίν πασά, φρούραρχο της πόλης.

Σχεδόν ταυτόχρονα στις γειτονιές της Σμύρνης, και παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις των κεμαλικών πως δεν επρόκειτο να συμβεί το παραμικρό, ξεκίνησαν οι σφαγές και οι λεηλασίες πρώτα στην αρμενική συνοικία και ακολούθως στην ελληνική. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ξαφνικά ξέσπασαν εστίες φωτιάς στην αρμενική γειτονιά. Τα πρώτα λεπτά κανείς δεν ανησύχησε. Επρόκειτο για συνηθισμένο φαινόμενο, ιδιαίτερα τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. Ομως, μέχρι το απόγευμα η φωτιά είχε δυναμώσει. Το μήκος της ξεπερνούσε ήδη το ενάμισι χιλιόμετρο, ενώ νέες εστίες άναψαν και στις ελληνικές συνοικίες. Οσο περνούσε η ώρα γινόταν αντιληπτό ότι εκείνη η φωτιά δεν είχε καμία σχέση με τις προηγούμενες, καθώς έτεινε να γίνει ανεξέλεγκτη. Ανθρωποι έβγαιναν έντρομοι από τα σπίτια τους, απειλούμενοι από τις φλόγες που διαρκώς πλησίαζαν και μαζί με τους πρόσφυγες, που κατά χιλιάδες συνέρρεαν από το εσωτερικό, κατευθύνονταν προς τη θάλασσα. Η προκυμαία της Σμύρνης πρόβαλε ως η μοναδική διέξοδος σωτηρίας για τους χριστιανούς, αφού στα σοκάκια οι δολοφονίες, οι βιασμοί και οι λεηλασίες από τα άτακτα σώματα Τσετών είχαν πολλαπλασιαστεί. Εκεί στο κοσμοπολίτικο «Quay» μήκους περίπου τριών χιλιομέτρων, το οποίο άλλοτε έσφυζε από ζωή, οι ναύτες από τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν ήδη ξεκινήσει την επιχείρηση απομάκρυνσης των υπηκόων τους. Ο ήλιος πάνω από τη Σμύρνη είχε χαθεί μέσα σε ένα πέπλο μαύρου καπνού, που διαρκώς μεγάλωνε.

Σύμφωνα με αξιόπιστα στοιχεία, στην προκυμαία της Σμύρνης κατέφυγαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αναζητώντας σωτηρία στη θάλασσα. Και όταν η φωτιά γιγάντωσε καίγοντας ακόμη και τα παραλιακά καταστήματα, τα ξενοδοχεία και τα αρχοντόσπιτα, σε μια στενή λωρίδα της προκυμαίας, σε συνθήκες αφόρητης ζέστης, εγκλωβίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι δίχως φαγητό και νερό –καθώς οι Τούρκοι είχαν κλείσει τους φούρνους και είχαν διακόψει την παροχή νερού– εκλιπαρώντας τους ναύτες των ξένων πολεμικών και εμπορικών πλοίων να τους σώσουν. Κάποιοι έπεφταν απελπισμένοι στη θάλασσα προκειμένου να σωθούν, υπό τους πυροβολισμούς Τούρκων στρατιωτών που δεν τους άφηναν να διαφύγουν. Αλλοι ούρλιαζαν και θρηνούσαν, την ίδια στιγμή που Τούρκοι ιππείς περνούσαν ανάμεσά τους ληστεύοντάς τους και αρπάζοντας νεαρές κοπέλες. Αρκετοί έφτασαν στα όρια της παραφροσύνης. Οι πύλες της κολάσεως είχαν ανοίξει. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσοι ακριβώς έχασαν τη ζωή τους στην προκυμαία της Σμύρνης. Πόσοι αποσπάστηκαν από τις οικογένειές τους, αφού, σύμφωνα με τις εντολές του Κεμάλ, όλοι οι άντρες ηλικίας 18 έως 50 χρονών διαχωρίστηκαν και στάλθηκαν σε πορείες θανάτου στο εσωτερικό. Στο ιστορικό «Quay» ξεδιπλώθηκαν αναρίθμητα ανθρώπινα δράματα, που κατατάσσονται στις πιο μελανές σελίδες της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Διαπράχθηκαν εγκλήματα και ιστορίες βίαιου αποχωρισμού. Σημειώθηκαν όμως και σπουδαίες πράξεις ηθικού μεγαλείου από άντρες και γυναίκες ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους διέσωσαν πάμπολλους πρόσφυγες, όπως ο Αμερικανός μεθοδιστής πάστορας Εϊσα Τζένιγκς και η Εστερ Πολ Λάβτζοϊ, επικεφαλής της αμερικανικής Ενωσης Νοσοκομειακών Γιατρών.

Απέναντι, από τα καταστρώματα των πολεμικών πλοίων των Μεγάλων Δυνάμεων, οι ναύτες κοιτούσαν αποσβολωμένοι όσα διαδραματίζονταν στην προκυμαία. Την ίδια στιγμή ανάμεσα στους αξιωματικούς πραγματοποιούνταν συζητήσεις, συχνά έντονες, για το τι έπρεπε να πράξουν. Κάποιοι από αυτούς παρέμεναν ασυγκίνητοι, επικαλούμενοι λόγους ουδετερότητας, ενώ κάποιοι άλλοι ήθελαν να αναλάβουν δράση μπροστά στο συντελούμενο έγκλημα. Βρετανοί, Σουηδοί και Ιάπωνες ξεκίνησαν πρώτοι να διασώζουν πρόσφυγες ενώ οι Αμερικανοί παρέμειναν αρχικά αμήχανοι, αλλά λίγο αργότερα ανέλαβαν και αυτοί δράση. Υστερα από τρεις ολόκληρες ημέρες και αφού η φωτιά είχε κατακαύσει μεγάλο μέρος της πόλης, στις 16 Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι ήρθαν σε συμφωνία με αξιωματούχους των Μεγάλων Δυνάμεων, επιτρέποντας την απομάκρυνση των προσφύγων από την προκυμαία της Σμύρνης έως την 1η Οκτωβρίου 1922. Τότε ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές επιχειρήσεις στην Ιστορία της ανθρωπότητας, αρχικά από πλοία άλλων χωρών και μετά την 23η Σεπτεμβρίου και από ελληνικά.

* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

«Κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα οι γυναίκες ούρλιαζαν»
Του Θάνου Μ. Βερέμη

1922 – Τα Αναπάντητα Ερωτήματα της Καταστροφής: Πώς ξεκίνησε η τραγωδία στην προκυμαία της Σμύρνης-7

Με την τουρκική γενική επίθεση στις 26 Αυγούστου 1922 κατά των ελληνικών δυνάμεων της Μικράς Ασίας, οι επιτιθέμενοι διέσπασαν το μέτωπο και ανάγκασαν τους αμυνόμενους να υποχωρήσουν. Οι ελληνικές μονάδες, άλλες συντεταγμένες και άλλες σε κατάσταση διάλυσης, έφτασαν στις δυτικές ακτές της Τουρκίας και από εκεί, όσοι κατάφεραν να επιβιβαστούν στα πλοία, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Ετσι οι Ελληνες του Αϊδινίου και της Σμύρνης εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους.

Η πρόταση του Ιωάννη Μεταξά προς τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη και τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη το 1921 να οχυρώσουν τη Σμύρνη για να προστατέψουν τον ελληνικό πληθυσμό, δεν εισακούσθηκε ούτε τότε ούτε αργότερα. Αντ’ αυτού σχηματίστηκε ένα μέτωπο με συνολική έκταση 713 χιλιόμετρα. Το βόρειο άκρο στηριζόταν στην Προποντίδα, από εκεί έφτανε στην περιοχή του Εσκί Σεχίρ, περνώντας από αυτό ανατολικά, κάλυπτε νότια το Αφιόν Καραχισάρ και εκτεινόταν έως τον άνω ρου του Μαιάνδρου ποταμού, καταλήγοντας στις εκβολές του. Είναι φανερό ότι το τεράστιο σε έκταση αυτό μέτωπο ήταν δυνατό να υποστεί διάσπαση στα πιο αδύνατα σημεία του.

Η απόσταση του μετώπου από τη Σμύρνη ήταν περίπου 400 χιλιόμετρα. Τα φτωχά δίκτυα συγκοινωνιών και επικοινωνιών έκαναν τις αργοπορημένες ειδήσεις ξεπερασμένες από τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών. Οταν ο στρατηγός Ν. Τρικούπης κυκλώθηκε και παραδόθηκε στις τουρκικές δυνάμεις, τα νέα έφτασαν στη Σμύρνη αφού το κέντρο πήρε την αρχιστρατηγία από τον Γεώργιο Χατζανέστη και την έδωσε στον Τρικούπη.

Οταν η πόλη πέρασε στην κατοχή των Τούρκων, ο στρατιωτικός διοικητής Νουρεδίν πασάς παρέδωσε τον μητροπολίτη της Σμύρνης, Χρυσόστομο, σε εξαγριωμένο όχλο. Λέγεται ότι από το φρικτό του μαρτύριο τον έβγαλε ένας Τουρκοκρητικός με πυροβολισμούς. Η χειρότερη πράξη του διοικητή ήταν η συγκέντρωση όλων των ανδρών της πόλης και η αποστολή τους σε καταναγκαστικά έργα στα βάθη της Ανατολής. Από 120.000-150.000 ομήρους, λίγοι επέστρεψαν από τη δοκιμασία. Ο ίδιος ο Κεμάλ βρέθηκε εκείνο τον καιρό στη Σμύρνη, αλλά δεν αναμείχθηκε στο έργο των υφισταμένων του, ούτε καν εμφανίστηκε.

Το μαρτύριο των γυναικών, που υπέστησαν τα πάνδεινα στην προκυμαία της Σμύρνης, περιγράφει με τον δικό του τρόπο ο γνωστός Αμερικανός λογοτέχνης Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ο οποίος βρέθηκε εκεί ανταποκριτής εφημερίδων. Στο άρθρο του με τον τίτλο «Στην εποχή μας», έγραφε:

«Κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα ούρλιαζαν. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν εκείνη την ώρα. Εμείς βρισκόμασταν στο λιμάνι και αυτοί όλοι στην αποβάθρα και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Ρίχναμε από τη θάλασσα επάνω τους προβολείς για να τους ησυχάσουμε. Αυτό έκανε πάντοτε τη δουλειά του». Πρέπει να εξηγηθεί ότι οι περισσότεροι στην προκυμαία ήταν γυναίκες και παιδιά. Οι άντρες είχαν κρατηθεί για τα τάγματα εργασίας. Και συνεχίζει ο Χέμινγουεϊ: «Στην παραλία δεν πρόσεχες πια τις γυναίκες με τα πεθαμένα μωρά, αλλά εκείνες που γεννούσαν. Τις σκεπάζαμε με κάτι και αυτές προχωρούσαν στη γέννα. Πολλές έβρισκαν το πιο σκοτεινό μέρος για να γεννήσουν. Φαινόταν σαν να μην τους ένοιαζε τίποτα άλλο […]».

Η Μάρτζορι Χουσεπιάν Ντόμπκιν, στο βιβλίο αναφοράς για τη φωτιά της Σμύρνης («Σμύρνη 1922 – Η καταστροφή μιας πόλης», Παπαδόπουλος, 2014), περιγράφει πολλές αγριότητες, αλλά και κάποιους από τους Τούρκους στρατιώτες με μπιτόνια βενζίνης να τρέχουν στις γειτονιές των Αρμενίων και των Ελλήνων. Ανάλογη περιγραφή προέρχεται και από τη Μίνι Μιλς, κοσμήτορα του Αμερικανικού Κολεγιακού Ινστιτούτου. Είδε τους στρατιώτες να έχουν μπει μέσα στα σπίτια και αμέσως μετά τις φλόγες να πετάγονται από τα παράθυρα. Η φλεγόμενη Σμύρνη ανάγκασε τον πληθυσμό όσων απόμειναν στην πόλη να συγκεντρωθεί στην προκυμαία για να σωθεί. Πολλοί έπεφταν στο νερό και πνίγονταν.

Ο Βρετανός πλοίαρχος Μπέρτραμ Θέσιγκερ του πλοίου «Γεώργιος V» διηγήθηκε την προσπάθειά του να σώσει κάποιους, συνήθως γυναίκες με μικρά παιδιά, αλλά πολύ λίγους σε σχέση με όσους έμεναν μέρες στην προκυμαία έχοντας υποφέρει τα μαρτύρια από τους Τούρκους.

Ο πραγματικός ευεργέτης όσων έμεναν στην προκυμαία ήταν ο Αμερικανός πάστορας Εϊσα Τζένιγκς, επικεφαλής της ΧΑΝ Σμύρνης. Με δική του πρωτοβουλία έλαβε την άδεια να κινητοποιήσει ελληνικά πλοία για να μεταφέρουν τους τελευταίους επιζήσαντες στην Ελλάδα. Και όχι μόνο από τη Σμύρνη.

* Ο κ. Θάνος Μ. Βερέμης είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο