Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ψηφίστηκε από τη Γαλλική Συντακτική Συνέλευση στις 26 Αυγούστου του 1789, κατοχύρωνε ρητά για την νεοδιαμορφωθείσα τότε αστική τάξη ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα που ως τότε είχαν καταπατηθεί βίαια από την εξουσία του απολυταρχικού μοναρχικού καθεστώτος. Η Διακήρυξη μαζί με το πρώτο βραχύβιο Σύνταγμα της Γαλλίας το 1791 αναμόρφωσαν και προώθησαν με επαναστατικό τρόπο τις κανονιστικές απαιτήσεις της έννομης τάξης εντός ενός αξιακού κράτους δικαίου.
Η επίκαιρη διαδραστικότητα των σχέσεων πολίτη – κράτους και των δικαιωμάτων με δημόσιο συμφέρον
Στις 26 Αυγούστου του 1789 ψηφίστηκε από τη Γαλλική Συντακτική Συνέλευση η Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ένα ιστορικό κείμενο-σταθμός για τον Συνταγματισμό των Δικαιωμάτων με παγκόσμια πολιτικοκοινωνική επίδραση (κατά τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη παρά τις όποιες ιστορικές ενστάσεις, οι επαναστατικές εξελίξεις στη Γαλλία προώθησαν ενισχυτικά ακόμα και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα ενάντια του απολυταρχικού Οθωμανικού ζυγού).
Απότοκο της Γαλλικής Επανάστασης που ξέσπασε στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους με την κατάληψη των φυλακών της Βαστίλης, η Διακήρυξη ανέδειξε τις ανάγκες και τα αξιακά κεκτημένα του ανθρωπισμού εντός της οικοδόμησης του κράτους δικαίου και του δημοκρατικού πολιτεύματος, με την αντίστοιχη πτώση της απόλυτης μοναρχίας στην Ευρώπη και τον παράλληλο διαχωριστικό επανακαθορισμό του ρόλου της Εκκλησίας στα κρατικά – δημόσια πεπραγμένα.
Με μεστές και λιτές διατάξεις στη Διακήρυξη διακρίνεται η διεκδικητική και ριζοσπαστική, κανονιστικά αυτοτελής, θέση – αξίωση του ατόμου σε θεσμική αντιπαραβολή από το γενικότερο κοινωνικό σύνολο και το κράτος. Παράλληλα, όμως, συντίθεται με τον ίδιο δυναμισμό η θεσμική έκφραση του κοινού καλού υπέρ της ενοποιημένης έννοιας του έθνους και του λαού με αυτοαναφορικό επίσης διακριτό και αιτιώδη τρόπο, διάφορο ακόμα και από την βασιλική – εξουσιαστική βούληση.
Το τρίπτυχο του επαναστατικού διακυβεύματος, που προσέδωσε το συστατικό στίγμα και στον πρωτόλειο γαλλικό Χάρτη των Δικαιωμάτων, στηριζόταν στις πολιτικά απαιτητές και πλέον έννομες αξιώσεις για Ελευθερία – Ισότητα και Αδελφοσύνη. Αξίες που όσο σωρευτικά και αν παρατίθενται κρύβουν ρεαλιστικές, συγκρουσιακές αντιφάσεις που αποζητούν την αρμονία τους μέσα από τη ρυθμιστική αποδοτικότητα του Δικαίου.
Η κατοχύρωση θεμελιωδών δικαιωμάτων
Η Διακήρυξη, βασισμένη στις ιδέες του Διαφωτισμού και το φιλελεύθερο ρεύμα (J. Locke, J.J. Rouseau) της ελιτίστικης μεν ως σύλληψη, εκλαϊκευμένης δε ως ανταπόκριση, διανόησης αλλά και σε αντιστοιχία με τις κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και πιέσεις της εποχής κατοχύρωνε ρητά για την νεοδιαμορφωθείσα τότε αστική τάξη ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα που ως τότε είχαν καταπατηθεί βίαια από την εξουσία του απολυταρχικού μοναρχικού καθεστώτος.
Αναγνωρίστηκαν ειδικότερα θεμελιωδώς, το δικαίωμα της ελευθερίας, της ισότητας, της ανεξιθρησκίας και το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, υπό τις εγγυήσεις της λαϊκής κυριαρχίας, καταργώντας τους τίτλους ευγενείας αλλά και προάγοντας την αξιοκρατία για την ανέλιξη των πολιτών σε δημόσιες θέσεις, αξιώματα και υπηρεσίες ανάλογα με τις ικανότητές τους. H ανερχόμενη πολυσύνθετη αστική τάξη, με το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη», ήταν ο κεντρικός εκφραστής της Επανάστασης ως ο κύριος τροφοδότης της «δημόσιας», αντιεξουσιαστικής του status quo, σφαίρας.
Η έννοια της δημόσιας σφαίρας και η λειτουργική της εφαρμογή
Ο σύγχρονος σπουδαίος φιλόσοφος του δικαίου J. Habermas προσεγγίζοντας τις αιτίες και τα αποτελέσματα της Γαλλικής Επανάστασης ανέπτυξε, μεταξύ άλλων, στο έργο του την θεμελιώδη (αλλά και διαχρονική, έως σήμερα έστω και με άλλες αναγνώσεις) έννοια και λειτουργικότητα της προαναφερθείσας «δημόσιας σφαίρας» (Öffentlichkeit) για το δομικό μετασχηματισμό της κρατικής και κοινωνικής οργάνωσης των Ευρωπαϊκών κρατών τον 18ο αιώνα. Η επίδραση της «δημόσιας σφαίρας» αντικατέστησε την κυριαρχία της φεουδαρχικής εποχής των «αναπαραστάσεων», όπως χαρακτήριζε την προηγούμενη χρονική περίοδο και η μαρξιστική θεωρία.
Η νέα καταρχήν εξωθεσμική βάση της «δημόσιας σφαίρας» προκάλεσε (έστω περιορισμένα) έναν ζωντανό (“lebenswelt”) κοινωνικό έλεγχο προς την καθεστηκυία εξουσία, συμβάλλοντας στο σταδιακό εξορθολογισμό, εξανθρωπισμό και εκδημοκρατισμό του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η εκ φύσεως αέναη αμφίδρομα ενεργητική διαδραστικότητα δράσεων και αντιδράσεων στη διαχείριση και τις επιλογές εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα θεσμικό πλέον αξιακό μεν κεκτημένο, υπό συνεχή δε πρακτική διεκδίκηση.
Η λειτουργική της εφαρμογή μέσα από την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος και την αναπόφευκτη διάχυση της ελευθερίας της έκφρασης, του Τύπου και των ιδεών ανέδειξαν την πρακτική διάδοση και την έννομη διεκδικησιμότητα των ανθρωπιστικών αξιών, των θετικιστικών δικαιωμάτων, του κρατικού εκδημοκρατισμού και της σύνθεσης της κοσμικής κοινωνίας.
Η αξιολόγηση και η κριτική, αφενός στην αβεβαιότητα και στην έκρηξη ακραίων οικονομικών κρίσεων αλλά και αφετέρου στην προσβάσιμη πλέον εναλλακτική προοπτική της οικονομικής ευημερίας κατά μία γενικευμένη προσδοκία διευρυμένης κατανομής του πλούτου με άξονα την συνολική κοινωνική ευμάρεια, μετέτρεψαν την αντίληψη της κανονικότητας σε μία απαίτηση προς το δέον, τόσο σε σχέση προς το άτομο – ιδιώτη – πολίτη, όσο και προς την ισόρροπη δημόσια ωφέλεια – κοινωνία των πολιτών.
Η ευρύτερη συμβολή της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το πρώτο βραχύβιο Σύνταγμα της Γαλλίας το 1791αναμόρφωσαν και προώθησαν με επαναστατικό τρόπο, παρά τις ατέλειες τους (λ.χ. διάκριση μεταξύ «ενεργών και παθητικών πολιτών» με περιουσιακά κριτήρια, πρόδηλη ανισότητα ως προς το φύλο), τις κανονιστικές απαιτήσεις της έννομης τάξης εντός ενός αξιακού κράτους δικαίου. Παγιώθηκε πως ο πυρήνας του δημοσίου δικαίου δεν είναι αποκλειστικά η συγκυριακή επιβολή του κυρίαρχου μέρους της Εξουσίας αλλά η παγιωμένη βούληση της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Ο κυρίαρχος Λαός, παρά την πραγματιστική του υπαναχώρηση σε επιμέρους κέντρα συμφερόντων, διαθέτει έως και σήμερα τη «δυναμική των εγγυήσεων του», για τον έλεγχο και τον περιορισμό ανεπιθύμητων, παράνομων ή δυσανάλογων επιβαρύνσεων της δίκαιης ελευθερίας του, κυρίως με βάση τον αιτιώδη αντικατοπτρισμό μεταξύ του «κοινού καλού» και του αδιαπραγμάτευτου πλέον πυρήνα της προστατευόμενης ατομικότητας σε μία ευνομούμενη πολιτεία. Έτσι, η νομιμοποίηση της σκοπιμότητας μεταμορφώνεται συνολικά στη δικαιοκρατία των αξιών σε μία εξελισσόμενη απόδειξη και αιτιώδη διερεύνηση της αποδοτικότητας της, σκιαγραφώντας μία κατάκτηση υπό το βάρος όμως ατέρμονων… μαχών.
Αναφορικά με τη διαδραστική λειτουργία της έννοιας του πολίτη, παρότι καταδείχθηκαν τα ατομικά χαρακτηριστικά του ως ιδιώτη σε σχέση με μία σαφώς ατομικιστική αντίληψη για την προστασία των συμφερόντων και της ευημερίας του, συνεπώς και των απαιτήσεων του προς την εξουσία και τους εκπροσώπους του σε αυτή∙ αναπτύχθηκε σε μία παράλληλη θεσμική εξισορρόπηση η οριοθετημένη εφαρμοστικότητα του δημοσίου συμφέροντος, αρκετά πιο ριζοσπαστική σε σχέση με τις Αριστοτελικές αντιλήψεις περί «ευβουλίας» ή την θεώρηση του Rouseau περί δημοσίου συμφέροντος. Ως ενεργητικότερη θεώρηση στο τελευταίο, συμπεριλήφθηκε εγγενώς και η ρυθμιστική αξιολογική παράμετρος των έννομων αξιώσεων του πολίτη ενάντια και σε αντίβαρο από την καθεστηκυία κυρίαρχη εξουσία (“lèse –majeste”).
Καταδείχθηκε έτσι στη πράξη, πως τα θεσμικά αντίβαρα που επιβάλλεται να συνεκτιμώνται σε κάθε αξιολόγηση πρέπει να προάγουν ποιοτικά την αιτιώδη συνάφεια της δημοκρατίας και των εξελισσόμενων ανταποκριτικά εγγυήσεων της δικαιοσύνης. Η συγκεκριμένη αντίληψη μπορεί να επιτευχθεί, τόσο λειτουργικά, με την κανονιστική ενίσχυση της θέσης, των αξιώσεων και των ρόλων του πολίτη, όσο και οργανωτικά, με την ουσιαστική αναβάθμιση της διάκρισης των λειτουργιών κατά τις διδαχές του Montesqieu.
Μάλιστα, αν και η θέση του πολίτη στο εκλογικό σύστημα που καθιερώθηκε στο Σύνταγμα του 1791 κατά τα πρότυπα του Τ. Hobbes (Leviathan) είχε εκλάβει στην ουσία μία περιοριστική διάσταση «αντιπροσωπευτικής εξουσιoδότησης», επίσης σταδιακά απέκτησε μία περισσότερο ηθικοπολιτική βαρύτητα με θεσμικό περίβλημα που ενδυνάμωσε σημαντικά τη δημοκρατική συνείδηση για την επιδίωξη του κοινού καλού κατά την θωράκιση του Κοινωνικού Συμβολαίου.
Εξελικτικά λοιπόν, μέσα σε δύο χρόνια από το πρώτο Σύνταγμα, οι Γάλλοι επαναστάτες συνειδητοποίησαν ότι η έννοια του πολίτη είναι το αιτιωδέστερο μέρος της εξουσίας και του ελέγχου της με εγγενή και διευρυμένο θεσμικό ρόλο προς αυτή. Για αυτό και κατευθύνθηκαν γρήγορα προς την οριστική εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο πολίτης με μία συστηματική απόδοση των δικαιοκρατικών του κεκτημένων κατέστη γρήγορα αποδοτικό μέρος του «Όλου».
Γίνεται συμπερασματικά αποδεκτό, πως η ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, τα όρια και η διάκριση των εξουσιών ή ορθότερα των λειτουργιών του κράτους δικαίου, τα φυσικά και τα συνταγματικά δικαιώματα και η αδιαίρετη, αποκλειστική και αναπαλλοτρίωτη λαϊκή κυριαρχία ανέδειξαν νομικά το άτομα ως προσωπικότητα και δημιούργησαν αθροιστικά μία νέα έννομη αποτίμηση του κοινού, γενικού και δημοσίου συμφέροντος στο όνομα του λαού – έθνους.
Αντιπροσωπευτικές διατάξεις της Γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Για την πληρέστερη κατανόηση της συνάφειας μεταξύ πολίτη – ατόμου και δημοσίου – γενικού συμφέροντος παρατίθεται αντιπροσωπευτικές διατάξεις από άρθρα-αρχές της Διακήρυξης:
«Άρθρο 3– Το Έθνος είναι η αποκλειστική πηγή κάθε εξουσίας. Καμία ομάδα ανθρώπων και κανένα άτομο δεν μπορεί να ασκεί εξουσία που δεν απορρέει από το Έθνος.
Άρθρο 4 – Ελευθερία σημαίνει το να μπορεί να πράττει το κάθε άτομο οτιδήποτε δε βλάπτει ένα άλλο άτομο. Έτσι, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου θέτει σαν όριο το σημείο εκείνο από το οποίο αρχίζει η άσκηση των ίδιων δικαιωμάτων για το άλλο άτομο. Το όριο αυτό δεν καθορίζεται παρά μόνον από το νόμο.
Άρθρο 5 – Ο νόμος μπορεί να απαγορεύσει μόνο ό,τι είναι επιζήμιο για την κοινωνία. Ό,τι δεν απαγορεύεται από το νόμο θεωρείται επιτρεπτό και δεν μπορεί σε κανέναν να επιβληθεί να κάνει κάτι που δεν ορίζεται από το νόμο.
Άρθρο 6 – Ο νόμος αποτελεί έκφραση της κοινής βούλησης. Όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα, προσωπικά ή με αντιπροσώπους τους, να μετέχουν στη θέσπισή του. Ο νόμος πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους, ανεξάρτητα αν προστατεύει ή τιμωρεί. Εφόσον όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο, μπορούν όλοι να μετέχουν το ίδιο και στα δημόσια αξιώματα, στις θέσεις και τις υπηρεσίες ανάλογα με τις ικανότητές τους και χωρίς καμία άλλη διάκριση παρά αυτή που πηγάζει από την αρετή τους και το ταλέντο τους.
Άρθρο 16 – Κάθε κοινωνία η οποία δεν έχει εξασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών της και δεν έχει καθορίσει με ακρίβεια τη διάκριση των εξουσιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί οργανωμένη.»
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, σε αυτό ακριβώς το μείγμα και τη σύζευξη μεταξύ πολίτη – κράτους γεννάται η ανάγκη και η απαίτηση της έννομης προστατευτικής εναρμόνισης μεταξύ του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου υπό τις εγγυήσεις της αιτιολογημένης δημόσιας απόφασης. Μία δημόσια απόφαση που σχηματοποιείται ως αντιπροσωπευτικός πλειοψηφικός κανόνας (νόμος) υπό τις οριοθετήσεις όμως, παγιωμένων και επαγόμενων κανονιστικών αρχών, που λειτουργούν ερμηνευτικά για την αιτιολογία και τον έλεγχο της τυπικής ευνομίας.
Επαναπροσδιορισμοί στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού των έννομων τάξεων
Κατά μία συνολικότερη διαπίστωση – έμπνευση, πρέπει να γίνει θεσμικά και κανονιστικά συνειδητό πως η ελευθερία και ισότητα εξισορροπούνται και εκφράζονται συνδυαστικά από την αδελφοσύνη. Η τελευταία έννοια του επαναστατικού αυτού θεσμικού τρίπτυχου για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου και την πληρέστερη θέση πολίτη, στις μέρες μας μεταφέρεται με την νομική αποτύπωση της αρχής της αλληλεγγύης και αποκωδικοποιείται κατά τον κανονιστικό της αναλυτικό έλεγχο με την αναλογικότητα και το μέτρο που επιδιώκουν την τεκμηρίωση του έννομα βέλτιστου της ισόρροπης απελευθέρωσης του ατόμου (ακόμα και το κράτους σε διεθνή κλίμακα) με όρους δικαιοσύνης εντός ενός αλληλεπιδρόμενου κοινωνικοοικονομικού συσχετισμού.
Η εναρμονιστική Αλληλεγγύη ταυτόχρονα απαιτεί σήμερα για την έκφραση της, ισχυρούς και διακριτούς, ακόμα και υπερεθνικούς, δικαιοκρατικούς θεσμούς στη βάση της διάκρισης των εξουσιών και των δοτών αρμοδιοτήτων, καθώς και μία νέα ηθικοπολιτική και ενεργητική βάση της Κοινωνίας των πολιτών για την γόνιμη αλληλεπίδραση της σύγχρονης δημόσιας σφαίρας.
Υπό αυτό το πρίσμα, το τυποποιημένο κράτος δικαίου μπορεί να μετουσιωθεί σε ένα δίκαιο κράτος στο συνεργειακό καταρχήν πλαίσιο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Οι σύγχρονες έννομες τάξεις προς αποφυγή του δικαίου της ανάγκης οφείλουν να αποδεχτούν τους αλληλέγγυους μηχανισμούς που προσφέρει η αναγκαιότητα του δικαίου κατά την επαναφορά της κανονιστικότητας στην αναβαθμιστική προοπτική της πραγματικότητας ως ένα αποτελεσματικό εναρμονιστικό ρυθμιστικό σύνολο.
Κρίνεται δηλαδή επίκαιρα απαραίτητο η έννομη τάξη να υπεισέλθει κατά πλήρη αιτιώδη συνάφεια στην ευρύτερη βελτιστοποιητική εναρμόνιση των έννομων κεκτημένων με πίστη στην αιτιώδη αποτελεσματικότητα του δικαίου ακριβώς ως προς την ολιστική σύγχρονη θεσμική ανάδειξη της πιο πλουραλιστικής από ποτέ, δημόσιας σφαίρας.
Σήμερα εξαιτίας του παγκοσμιοποιημένου συνταγματισμού, της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του διεθνοποιημένου οικονομικού επεκτατισμού στο όνομα της ελευθερίας και των μη (άνισων) διακρίσεων για την εξισορροπητική διαφύλαξη, σε υπερεθνική έννομη κλίμακα, αφενός του ατόμου και αφετέρου των κοινών διακρατικών συμφερόντων, οι αιτιολογικές βάσεις τις γαλλικής επανάστασης καθίστανται πιο επίκαιρες από ποτέ.
Η νομιμοποιητική παρουσία του επικουρικού κράτους δικαίου κρίνεται επίκαιρα αναγκαίο να ισορροπήσει αλληλέγγυα ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα, την ενότητα και τον πλουραλισμό. Για αυτό και το σύγχρονο συνταγματικό δίκαιο ως προς την ευρύτερη διεθνική αποτίμηση του πρέπει να επαναπροσδιορίσει την κανονιστικά εναρμονισμένη αποτελεσματική διαφύλαξη των ανθρωπιστικών κεκτημένων του πολίτη πέρα από τις στρεβλώσεις που παρεισφρέουν, αφενός από τις επιμέρους πρακτικές των αγορών και αφετέρου από τις επιλογές των σχετικοποιημένων πλειοψηφικών τάσεων μίας λαϊκίστικής δήθεν δημοκρατικής βούλησης, ικανής να επηρεάσει αρνητικά από «μέσα προς τα έξω» ακόμα και το υπερεθνικό γίγνεσθαι.
Πρέπει συνεπώς, να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πολίτη με τέτοιο τρόπο, ώστε από την ιδιωτική ωφελιμιστική προστασία και την συμφεροντολογική εκάστοτε ανέλεγκτη κυβερνητική παρεμβατικότητα, να περάσουμε στην ορθολογικά αιτιολογημένη και κοινωνικά εγγυημένη αναζήτηση της ευημερίας υπό την κατευθυντήρια και διεθνοποιημένη δικαιϊκή έκφραση κοινών ρυθμιστικών αρχών, δικαιωμάτων και συμφερόντων.
Εν τέλει με την ωρίμανση και τον εκσυγχρονισμό των έννομων τάξεων κρίνεται επιβεβλημένο ουσιαστικά να επαναπροσδιοριστεί ο αλληλέγγυος ρόλος του κράτους και η συνεργατική αλληλεπίδραση του με τον παγκοσμιοποιημένο συνταγματισμό και την κοινωνία των πολιτών κατά την πραγματική εκπλήρωση της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αλληλεγγύης.
Μιχάλης Θ. Παπαγεωργίου
Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Νομικής Αθηνών
V.R. Fellow Wolfson College University of Cambridge (Faculty of Law)