Advertisement

9 Νοεμβρίου 1866: Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου

του Μιχάλη Στούκα

1.126

Η ιστορία της Μονής Αρκαδίου – Η Κρητική Επανάσταση 1866-1869 – Η ηρωική αντίσταση των πολιορκημένων στο Αρκάδι – Η ανατίναξη της Μονής – Ο διεθνής αντίκτυπος από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου

Μια από τις λαμπρότερες και ενδοξότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, είναι το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου της Κρήτης, στις 9 Νοεμβρίου 1866. Η Μονή και η ανατίναξη των πολιορκημένων σ’ αυτή, έγιναν σύμβολα ηρωισμού και αυτοθυσίας και προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση σε Ευρώπη και Αμερική, ενισχύοντας το φιλελληνικό ρεύμα

Η ιστορία της Μονής Αρκαδίου

Η μονή Αρκαδίου βρίσκεται σε απόσταση 22 χιλιομέτρων από το Ρέθυμνο και σε υψόμετρο 500 μέτρων, στη βορειοδυτική πλευρά του Ψηλορείτη. Ο τετράγωνος φρουριακός της περίβολος καλύπτει έκταση 5.400 μέτρων και η είσοδος πραγματοποιείται από τη «Ρεθεμνιώτικη ή Χανιώτικη Πόρτα», στη δυτική πλευρά και την «Καστρινή Πόρτα», στην ανατολική πλευρά.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε η μονή, πιθανότατα όμως ιδρύθηκε μεταξύ 961 και 1204 ή στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας (12ος αι.). Ιδρυτής της θεωρείται κάποιος μοναχός Αρκάδιος.

Το τοπωνύμιο Αρκάδι βρίσκεται σε κατάλογο απελεύθερων παροίκων του 1298, στο οποίο αναφέρεται ως πρώην πάροικος του στρατιωτικού φέουδου του Αρκαδίου ο Νικόλαος Μιτσογιάννης.

Σε επιγραφή που βρέθηκε μισοσπαμένη από τον αρχαιολόγο Κ. Καλοκύρη, φαίνεται ότι ο ναός της μονής ήταν αφιερωμένος στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Οι επόμενες πληροφορίες που έχουμε για τη μονή, χρονολογούνται από το 1587, όταν στην θέση του πρώτου ναού οικοδομήθηκε νέος μεγαλύτερος, με δύο κλίτη, το βόρειο από τα οποία ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και το νότιο στους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη.

Ανακαινιστής του ναού, ήταν ο ηγούμενος Κλήμης Χορτάτζης, όπως μαρτυρεί ή επιγραφή που βρίσκεται στη βάση του καμπαναριού με συντετμημένο το όνομά του (ΚΛΜ ΧΤΖ). Ο Κλήμης Χορτάτζης, ήταν πιθανότατα συγγενής με τον ποιητή της «Ερωφίλης», του «Κατσούρμπου» και της «Πανώριας».

Στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, γνώρισε μεγάλη ακμή, όμως μετά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους (1669), δοκιμάστηκε σκληρά.
Γύρω στο 1730, είχε αποκτήσει ξανά την παλιά του αίγλη και σύμφωνα με την έκθεση του Γάλλου πρόξενου στο Ηράκλειο, θύμιζε «την αρχοντιά των μοναστηριών της Γαλλίας» και είχε εκατό μοναχούς.
Το 1822, εξοντώθηκε στο Αρκάδι ο περιβόητος επιδρομέας Γετιμαλής με τους άντρες του που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτό για να επιτηρούν την περιοχή.

Η επανάσταση του 1866 στην Κρήτη

Το 1861, διορίστηκε στην Κρήτη ως διοικητής, ο Ισμαήλ πασάς, εξισλαμισμένος Έλληνας, που είχε διατελέσει προηγούμενος υπουργούς Εμπορίου της Υψηλής Πύλης. Η κατάσταση στο νησί επιδεινώθηκε και οι Κρητικοί έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν στη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούσαν, παρά μόνο με επανάσταση.

Στις 14 Μαΐου 1866, περίπου εκατό πληρεξούσιοι από διάφορες περιοχές της Κρήτης συγκεντρώθηκαν κοντά στα Χανιά και συνέταξαν αναφορά προς τον σουλτάνο, από τον οποίο ζητούσαν βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του δικαιώματος του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντες και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης.

Επίσης, έστειλαν μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και τους καλούσαν να ενεργήσουν για ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα ή τουλάχιστον να μεσολαβήσουν να χορηγηθεί στο νησί «πολιτικός οργανισμός» που θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα του λαού.

Ανάμεσα στους Κρητικούς που συγκεντρώθηκαν, ήταν και ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης, από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης, ενώ το Αρκάδι είχε γίνει κέντρο της επαναστατικής κίνησης της περιοχής.

Ο Ισμαήλ πασάς, όταν διαπίστωσε ότι οι διαταγές του για τη διάλυση της επαναστατικής επιτροπής που βρισκόταν στη Μονή Αρκαδίου δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, έστειλε στις 29 Ιουλίου στρατιωτική δύναμη από το Ρέθυμνο και ενώ οι επαναστάτες απομακρύνθηκαν, οι Τούρκοι προκάλεσαν καταστροφές, τις οποίες κατήγγειλε ο ηγούμενος Γαβριήλ την 1η Αυγούστου στον πρόξενο της Ρωσίας στο Ρέθυμνο.
Η δράση των Τούρκων, τεκμηριώνεται και από αναφορά του Γ. Καλοκαιρινού προς τον πρόξενο της Ελλάδας στην Κρήτη Ν. Σακόπουλο.

Η Πύλη εν τω μεταξύ, για να καταπνίξει την επανάσταση στην Κρήτη, έστειλε στη μεγαλόνησο τον Μουσταφά Ναϊλή πασά, που είχε το προσωνύμιο «Γκιριτλής» (Κρητικός), επειδή είχε πάρει μέρος και στην κατάπνιξη της Επανάστασης στην Κρήτη το 1821. Ο Μουσταφά, αφού έφτασε στην Κρήτη στις 30 Αυγούστου, προσπάθησε να πείσει τους επαναστάτες να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Όταν όμως είδε ότι αυτό δεν ήταν εφικτό, έθεσε σε εφαρμογή τα στρατιωτικά του σχέδια.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Μουσταφά

Στις 24 Αυγούστου, οι επαναστάτες είχαν πετύχει μεγάλη νίκη στις Βρύσες του Αποκόρωνα.
Το αξιοσημείωτο είναι, ότι οι Τούρκοι ήταν ενισχυμένοι και από αιγυπτιακές δυνάμεις.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1866 ο τουρκοαιγυπτιακός στρατός στο νησί, έφτανε τις 42.000 – 45.000, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Αιγύπτιοι. Επιπλέον, είχαν στρατολογηθεί 8.000 – 10.000 άτακτοι Τουρκοκρητικοί, ενώ μεγάλος ήταν ο αριθμός των πυροβόλων και των πολεμικών πλοίων.
Στα μέσα Οκτωβρίου, ο Μουσταφά πέτυχε πύρρειο νίκη εναντίον την επαναστατών στο Βαφέ, καθώς οι επαναστάτες έχασαν, 80 άνδρες (κατ’ άλλους είχαν 15 νεκρούς και 12 τραυματίες), ενώ οι Τούρκοι έχασαν 300 – 700 άνδρες.

Στις 21 Οκτωβρίου, οι Σφακιανοί αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή στον Μουσταφά. Η άφιξη στην Κρήτη του Π. Κορωναίου, ανανέωσε τις ελπίδες των επαναστατών. Μετά τη μάχη στα Βρύσινα όμως, νότια του Ρεθύμνου στις 20 Οκτωβρίου, στις οποίες οι Τούρκοι επικράτησαν και ο Π. Κορωναίος λίγο έλειψε να συλληφθεί, το ηθικό των Ρεθυμνιωτών κλονίστηκε.

Εισβολή του Μουσταφά στο Ρέθυμνο – Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου

Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του στον Αποκόρωνα, ο Μουσταφά με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του προχώρησε προς το Ρέθυμνο, ενώ άφησε στον Αποκόρωνα τις υπόλοιπες δυνάμεις για να απασχολεί τους επαναστάτες του δυτικού τμήματος. Οι Τούρκοι είχαν στείλει επιστολή στον ηγούμενο της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκη, ότι αν δεν υποτασσόταν, θα βάδιζαν με όλες τους τις δυνάμεις εναντίον του μοναστηριού, που είχε γίνει κέντρο των επαναστατών και φιλοξενούσε πολλά γυναικόπαιδα και γέροντες από τα γειτονικά μέρη.

Ο Ν. Σακόπουλος, γράφει ότι μέσα στη Μονή, βρίσκονταν 966 άτομα, από τα οποία μπορούσαν να πολεμήσουν μόνο 250. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου, ήταν ο ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού Ιωάννης Δημακόπουλος, που είχε έλθει στην Κρήτη μαζί με άλλους εθελοντές και ο ηγούμενος Γαβριήλ. Ο Π. Κορωναίος, συμβούλευσε τον Γαβριήλ να εγκαταλειφθεί η Μονή και να οργανωθεί αλλού η άμυνα, όμως ο ηγούμενος δεν δέχτηκε. Στην έκκλησή του για εθελοντές, έσπευσαν μόνο μερικοί Μυλοποταμίτες που κατέλαβαν τους λόφους γύρω απ’ το Αρκάδι.

Στις 6 ή στις 7 Νοεμβρίου 1866, ο Μουσταφά επικεφαλής 15.000 ανδρών (Τούρκων, Αιγυπτίων, Αλβανών και Τουρκοκρητικών), ξεκίνησε την επίθεση εναντίον του Αρκαδίου. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν από τους γενναίους υπερασπιστές της Μονής. Το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου, οι Τούρκοι κατέλαβαν τον ανεμόμυλο και τους στάβλους της Μονής, με αποτέλεσμα να σφίξει ο κλοιός γύρω απ’ τους αμυνόμενους.
Πριν το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, έφτασαν από το Ρέθυμνο πυροβόλα, ανάμεσά τους και η «μπουμπάρδα κουτσαχείλα», μήκους 2-2,5 μέτρων και οι Τούρκοι άρχισαν επίμονο πυρ εναντίον της Μονής.

Σύμφωνα με τον αοίδιμο Μητροπολίτη Κρήτης Τιμόθεο Βενέρη στο βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των Αιώνων», οι Τούρκοι εκείνη  τη μέρα, έκαναν τρεις εφόδους. Στη δεύτερη, φαίνεται ότι γκρεμίστηκε από τον βομβαρδισμό η δυτική πύλη.
Αμέσως, άγρια στίφη αλαλάζοντα μπήκαν στο προαύλιο του Αρκαδίου, ενώ οι υπερασπιστές της Μονής τους χτυπούσαν προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Όσα γυναικόπαιδα γλίτωσαν απ’ τη σφαγή, άλλα έτρεχαν προς τα κελιά της ανατολικής πλευράς και άλλα έσπευδαν να ασφαλιστούν στην πυριτιδαποθήκη.

Σύντομα όλο το προαύλιο της μονής καλύφθηκε από πτώματα Ελλήνων και Τούρκων, ενώ νέα στίφη πατώντας πάνω στους νεκρούς, έμπαιναν στο μοναστήρι.
Με το σάλπισμα της τρίτης εφόδου, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης (ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Εμμανουήλ Σκουλάς) ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη της Μονής.

Στην εφημερίδα «Αιών» της 2ης Μαρτίου 1867, αναφέρεται ότι πυρπολητής της πυριτιδαποθήκης, ήταν ο Ηρακλειώτης Δράκος Τζιμπραγάς, γνωστότερος ως Ντελής Δράκος.

Με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης, σκοτώθηκαν όσα γυναικόπαιδα βρίσκονταν εκεί αλλά και σε γειτονικά κελιά, αλλά και πολλοί Τούρκοι σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόξενο Stillman… Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν κρυφτεί στο ηγουμενείο και σε άλλα σημεία που δεν είχαν γκρεμιστεί από την ανατίναξη ενώ άλλοι έκαψαν το ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια. Όπως έγραψε ανώνυμος Άγγλος «ουδ’ αυτή η έξαλλος φαντασία ημπόρει να συλλάβει την φρικαλεότητα της διαδραματισθείσης σκηνής. Οι Αλβανοί και Κρήτες Μουσουλμάνοι απέκαμον φονεύοντες». Όταν αργότερα έφτασε ο Π. Κορωναίος όλα είχαν τελειώσει. Η δε βροχή που έπεφτε, η οποία μετατράπηκε σύντομα σε χιονοθύελλα, αχρήστεψε τα όπλα των επαναστατών.

Από τα 966 άτομα που είχαν κλειστεί στο Αρκάδι μόνο 3 ή 4 κατάφεραν να ξεφύγουν, 114 αιχμαλωτίστηκαν ενώ οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν. Ο ηγούμενος Γαβριήλ είχε σκοτωθεί πριν την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης ενώ ο Δημακόπουλος και άλλοι εθελοντές που αιχμαλωτίστηκαν, βρήκαν τραγικό θάνατο με λογχισμό. Και οι Τούρκοι όμως είχαν βαρύτατες απώλειες καθώς 1.500 ήταν οι νεκροί και τραυματίες τους, ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό τους στους 3.000. Ο Ν. Σακόπουλος κάνει λόγο για «καδμεία νίκη» των Τούρκων αφού η θυσία στο Αρκάδι ήταν γεγονός «εφάμιλλον άλλων αξιομνημονεύτων επεισοδίων της εθνικής ημών ιστορίας, άξιον να εγείρει τον θαυμασμόν και την συμπάθειαν…».

Ο αντίκτυπος του ολοκαυτώματος σε Ελλάδα και εξωτερικό

Τεράστια ήταν η απήχηση που είχε στην υπόλοιπη Ελλάδα το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Πύρινα άρθρα υπέρ των Κρητικών και της επανάστασης, άρχισαν να γράφονται παντού. Όταν η είδηση έφτασε στο εξωτερικό υπήρξε γενική κατακραυγή εναντίον της τουρκικής βαρβαρότητας. Ενθουσιώδη ήταν τα άρθρα του ρωσικού τύπου ενώ στη Γαλλία ξύπνησαν μνήμες από το 1821. Στις 18 Δεκεμβρίου 1866, βαρυσήμαντο άρθρο στους «Times» του Λονδίνου το οποίο συσχέτιζε το Μεσολόγγι με το Αρκάδι, συνέχιζε:
«… δεν αμφιβάλλομεν ότι ο Κρητικός αγών θα δρέψει τους καρπούς του φρικαλέου τούτου κατορθώματος… Καίπερ διαρκώς ποθούντες την όσον το δυνατόν επί μακρότερον χρόνον αναβολήν του Ανατολικού ζητήματος πάντες ουχ ήττον ημείς οι εν Αγγλία είμεθα φιλέλληνες μάλλον ή φιλότουρκοι και ουδείς ημών εύχεται να παραταθεί αιωνίως η τουρκική κυριαρχία…».

Διαπρεπείς Ευρωπαίοι όπως ο Γαριβάλδι, ο Τομαζέο και ο Ουγκό ύμνησαν τους Κρητικούς και τους αγώνες τους. Ξένοι εθελοντές και δημοσιογράφοι έσπευσαν στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους επαναστατημένους κατοίκους της. Οι H. Skinner, E. Desmaze, G. Flourens, J. Ballot, G. Perrot και πολλοί Ούγγροι, Σέρβοι και Γαριβαλδινοί ήταν ανάμεσά τους.

Μεγάλη βοήθεια πρόσφεραν τα φιλελληνικά κομιτάτα: του Λονδίνου, με επικεφαλής τον γνωστό μας και από το 1821, R. Church, 90 χρονών πλέον, που ανέλαβε την περίθαλψη 4.600 προσφύγων της Κρήτης. Σημαντική ήταν η δράση των φιλελληνικών κομιτάτων της Γαλλίας και της Ελβετίας όπου ιδρύθηκε και δεύτερο κομιτάτο(“Comite des Dames”), με επικεφαλής τη χώρα του Εϊνάρ. Σημαντικές ήταν οι χρηματικές προσφορές από τη Ρωσία όπου οργανώθηκαν θεατρικές παραστάσεις για ενίσχυση του κρητικού αγώνα.

Στην Αμερική, ο γνωστός μας επίσης από το 1821, Samuel Howe, πρωτοστάτησε στην ίδρυση φιλοκρητικών κομιτάτων. Μάλιστα, τον Μάιο του 1867 πήγε στην Κρήτη με χρήματα και τρόφιμα για τον χειμαζόμενο κρητικό λαό.
Υπό την προεδρία του ιδρύθηκε και ελληνοαμερικανική επιτροπή στην Αθήνα, σκοπός της οποίας ήταν όχι μόνο να συνεισφέρει στην περίθαλψη των γυναικόπαιδων αλλά και να βοηθήσει στην τόνωση του φιλελληνικού φρονήματος στην Αμερική υπέρ του αγώνα των Κρητικών.

Κλείνουμε το άρθρο αυτό με ένα απόσπασμα από επιστολή του V. Hugo που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Κλειώ» της Τεργέστης:
«Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικότερα το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον».

Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΓ’ ,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ
 ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, Εκδόσεις ΜΥΣΤΙΣ, 1990.

 

 

Πηγή Πρώτο Θέμα
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο