Advertisement

Η Αυστραλέζα

 ΤΟΥ Γ. Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ –ΣΚΙΤΣΟ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

1.540

Η θεία η Αργυρώ, μπορεί μέχρι τα εβδομήντα της να μην είχε μπει ποτέ σε παπόρι, όμως οφέτος βρέθηκε ξαφνικά να μπαινοβγαίνει σ’’ αεροπλάνα και να σώνει μέχρι την Αυστρλία. Τρεις γιούς είχε δα εκειά πέρα και θυγατέρες, ου, δεν εθυμότανε πόσες. Το μαστρ’’ Αλέκο δεν τον επήρε μαζί της. Τον άφησε να ταΐζει τσι κόττες και ν’’ αχερίζει τα χτήματα, γιατί δεν είχε σκοπό να μείνει όλη της τη ζωή εκειά κάτω, έπρεπε άμα γύριζε να τα βρει όλα στην εντέλεια.

Έκατσε που λέτε τεσσεράμισι μήνες στο εξωτερικό κι ύστερα ξαναπήρε τα μπρος-οπίσω και νάσουν τηνε ένα απόγεμα ντυμένη στα παρδαλά αριβάρισε με το “ΜΑΡΙΛΕΝΑ” αυτή τη φορά.

Όξω στο μώλο τηνε περίμενε ο Αλέκος μετά βαΐων και κλάδων, γιατί αλήθεια του έλειψε πολύ.Τόσο καιρό με παξιμάδια και τυρί την έβγανε και είχε αλαφρώσει οχτώ οκάδες, ματο Θεό. Μα και της Αργυρώς της είχε λείψει ο γέρος της.

Εκρεμάστηκε λοιπόν στην κουπαστή και μόλις τον ανάδιασε να λαμπαρώνει στο μώλο, έβγαλε ένα μαντήλι μεταξωτό και του το εκούνιε. Έβγαλα κι ο Αλέκος το μυξομάντηλο και του εκούνιε κι αυτός και, πούσου, πίσω μου σ’’ έχω σατανά, έβραζε το αίμα του σα νάτανε είκοσι χρονών. Μόλις αμόλυσε πλέα κάβο το παπόρι η γραία τούβαλε τσι φωνές:

-Αλό Αλέκος, αλό μάι Αλέκος.

-Καλώσμουτηνε, καλώς ήρθες Αστραλέζα μου, ω καλώς τα, τα μάτια μου.

Και να αγκαλές και φιλία μόλις επάτησε το πόδι της στη στεριά. Δεν εξεκόλλα ο ένας από τον άλλονε. Πήρανε ταξί και ξεκινήσανε για το χωρίο, που τηνε περιμένανε όλοι οι χωριανοί.

Όπως περνούσανε όξω από τον Ποταμό ένα κοπάδι κοράκοι πεταχτήκανε κι η Αργυρώ τους ξάνοιξε με απορία:

-Ω ʼΑλεξ, τι πουλιά’ ναι τούτα;

-Έλα δα, μη μου πεις πώς τα ξέχασες.

-Ω γες, τόσο καιρό που ήμουν αλλάργου, τα έχω ξεχάσει όλα, μάι Αλέκος.

-Κοράκοι είναι, μπρε, δες τσοι γνωρίζεις;

-Ω, γες, κοράκοι, οράιτ, τώρα που μου το λες τσοι θυμήθηκα.

Παρακάτω είδε μια ζούλα, που είχε σηκώσει τα μπροστινά της απάνω σε μία ελαία και τηνε ρήμαζε κι η Αργυρώ πετάχτηκε από το κάθισμά της.

-Ω ʼΑλεξ, καγκουρώ, καγκουρώ. Ω μάι Αλέκος, σαν Αστραλία γίνηκε το Τσιρίγο.

Ο γέρος εξινήστηκε. Μωρέ, μα το Θεό, δεν είναι με τα καλά της ετούτη, εσκέφτηκε, αλλά άστηνε, φρέσκια είναι, θα τση περάσει.

-Είδες μπρε καμμία κερατσάτη καγκουρώ στην Αστραλία; Ζούλα είναι και ξεμπούτζιαστη μάλιστα.

-Ω, γες, ζούλα, τα μπέρδεψα η κακοντέλα. Στην Αστραλία τόσον καιρό γλέπεις, μόνο καγκουρώ έγλεπα. Δεν είχε εκεί ζούλες, μάι Αλέκος.

Αλλά η μεγάλη πλάκα έγινε όταν έφτασε στο χωριό της η “Αυστραλέζα” και πήγανε όλοι οι γειτόνοι να την υποδεχτούνε. Για όλους είχε φέρει κι από ένα μικρό δωράκι, μόνο που δυσκολευότανε να τους εξηγήσει τι είναι, γιατί βλέπεις τα είχε ξεχάσει τελείως τα Ελληνικά και κάθε τόσο ερώτα να της θυμίσουνε πως το λένε ετούτο και πως το άλλο.

Επήγε κι η γειτόνισσά της η Μπετίνα να την εχαιρετήσει και δεν επερίμενε ελόγου της δώρο, γιατί τα είχανε ψιλοτσουγκρίσει, πριν φύγει η Αργυρώ, θα εσουσούμιαζε όμως και θα είχε να πει τίοτα για δαύτηνε το βράδυ στην πεζούλα. Η Αργυρώ τηνε καλοδέχτηκε και παρά τις αντίθετες προβλέψεις της, της είχε φέρει και δώρο. Έλα όμως που δεν το έβρεσκε.

-Ω, Μπετίνα, σου έχω φέρει ένα μικρό πραματάκι, μα μπερδεύτηκε μες στα μπαγκάζια μου και δεν το βρέσκω, που να παρ’’ η χάμαρη, ω, γες, που στο διάολο το έβαλα;

-Ε…, δεν χρειαζότανε τίοτα, Αργυρώ, της απάντησε η Μπετίνα και τηνε κύτταζε που ανακάτευε τσι βαλλίτσες, γεμάτη περιέργεια. Ίντα να της είχε φέρει;

-Δεν ήτανε τίοτα σπουδαίο, να, μία τέτοια ήτανε…πώς το λένε εδώ; Να, μία τέτοια, πέστηνε…

Της έκανε νόημα κουνώντας το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Της Μπετίνας της γυρίσανε τα μάτια ανάποδα. Ίντα τέτοια, μαθές; Όπου να τηνε πάρει ο διάολος, δεν εξέχασε τον τσακωμό, τίοτα πρόστυχο μου έφερε για να με ξεφτυλίσει, εσκέφτηκε.

-ʼΑστο κερ’’ Αργυρώ, μου το δίνεις άλλην ώρα.

-Ω, γες, κάτσε ένα μομέντο να το βρω. Δεν είναι τίοτα σπουδαίο, μα θα σου χρειάζαται, να μωρέ μια τέτοια…πως το λένε Ελληνικά;

Της έκανε πάλι νόημα για να τηνε βοηθήσει να καταλάβει κουνώντας το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού ανάμεσα σε δύο δάχτυλα του αριστερού της.

Μα η Μπετίνα άλλα κατάλαβε .Πήρε δρόμο κι ούτε που τηνε χαιρέτησε. Πήγε ντουγρού στον άντρα της και του διηγήθηκε τα καθέκαστα και τις άσεμνες χειρονομίες που της είχε κάμει η Αστραλέζα.

Ο Μηνάς εβγήκ’’ από τα ρούχα του Ακούς εκεί, την παλιόγρια! Επήρε ένα ραβδί και τράβηξε ολοδράμουντος κατά το σπίτι της για να της αγριέψει. Πάνω στην ώρα έβγαινε όξω η Αργυρώ κι ήρθανε μούρη με μούρη. Πριν προκάμει να του μιλήσει, ασηκώνει ο Μηνάς το ραβδί του και της το κατέβασε στην καρκάλα.

Εκείνη τάχασε. Δεν ήξερε γιατί της τηνε κοπάνησε, έτριβε την κεφαλή της και μέσα στη ζαλάδα της άπλωσε το χέρι και τούδωκε ένα μικρό περιποιημένο κουτάκι.

Ο Μηνάς παραξενεύτηκε με την αντίδρασή της. Πήρε το κουτάκι κι όπως το άνοιγε, όλος του ο θυμός εγίνηκε ξαφνικά γέλιο. Γέλιο τρανταχτό, ξελίγωμα, κόντεψε να λυθεί, ο αφαλός του.

-Όπ’’ ανάθεντά σε, μπρε, συχώρα με, μα ίντα φταίω εγώ που εν εθυμόσουνα ινταλώς  λένε τη δαχτυλήθρα; Όπου να μη σε πω…

Τα μάζεψε η Αργυρώ και χώθηκε στο σπίτι της, της ήρθανε όλα τα Ελληνικά στη θέση τουνε κι ούτε γες δεν ξαναείπε.

Ο μαστρ’’ Αλέκος τηνε παρηγορούσε και της έβανε πάγο στον κούσκουνα.

-Τα  έχεις  ξεχάσει, αλήθεια τα Ελληνικά, Αργυρώ μου, αλλά ε, έχε πάντα το νου σου, γιατί όλοι εποδιά έχουνε κι από μία φορφωτήρα στο σπίτι τουνε.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ  ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 56 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο