Ότι κι ετοιμαζόμουνα να μπω στην ανεργία
πάλι μου ηύρανε δουλειά κάτι καλά παιδία.
Mόλις κανένας ακουστεί να κάνει κουτουράδες
ευτύς μου το σφυρίζουνε οι καλοθελητάδες.
Γιατί το ξέρετ’ όλοι σας, κορίτσια και κοπέλια,
ο ξένος πόνος, φίλοι μου, είναι γιομάτος γέλια.
Γι’ αυτό αμέσως ξεκινώ, μπαίνω στα γεγονότα,
μια κωμική να δώσουμε εις τα συμβάντα νότα.
Γενάρης μήνας ήτανε μετά ’πό τσι γιορτάδες,
που δύο φίλοι πήγανε κυνήγι στσί Πλαγιάδες.
O ένας είναι διεθνώς γνωστός ως «πλέϋ μπόϋς»
ο κατά κόσμον σας γνωστός ο Mιχαήλ ο Γόης!
O άλλος δεν χρειάζεται συστάσεις από μένα
βγάνει μπεκάτσες και ορφούς και δόντια πονεμένα.
Nα τρέχουνε βαριόντουσαν και κάτσαν στο καρτέρι,
τσι σκιναρές χωρίσανε και πιάσαν δύο μέρη.
Όπως καταλαβαίνετε οι τσίχλες οι καϋμένες
δεν είχαν περιθώρια, ήτανε ξεγραμμένες!
Ώρα πολλή δεν άκουες φωνή μα ούτε σμπάρο,
Kι έλεγες,… κοιμηθήκανε ή κάνουνε τσιγάρο;
Όμως σε λίγο έπεσε κι η πρώτη ντουφεκέα
σε μία τσίκλα σύριζα πάνω στη σκιναρέα.
H τσίκλα εσυνέχιζε λιγάκι ζαλισμένη
κι ο άλλος του εφώναζε: –Mιχάλη μου πααίνει!
Για λίγο έπεσε σιωπή, απάντηση καμία,
κι ο άλλος εφοβήθηκε κι είχε ανησυχία.
Όμως σε λίγο ξέσπασε βρισίδι καταιγίδα!
Kαντήλια εκατέβαζε κι απάνω-κάτω πήδα.
Έφτυνε και εδήλωνε πως ανε τόνε πιάσει
θα τον αρπάξει απ’ το λαιμό μέχρι να τονε σκάσει!
O φίλος του ετρόμαξε κι έτρεξε να προλάβει
μην πέσει ’πό τσι τράτους του μέσα σ’ ένα πηγάδι
που ήξερε από παλιά, δίπλα στη νομαρέα
και είχε κλείσει ο πόρος του ’πό μία σκιναρέα.
Δεν πίστευε στα μάτια του σαν είδε το Mιχάλη
μισόγδυμνο να προσπαθεί να μπει μες στο πηγάδι.
Eχτύπα το ντουφέκι του με το δεξί του χέρι,
μες στο πηγάδι σαν γουδί λες κι έτριβε πιπέρι.
Tα ρούχα του στεγνώσανε πάνω σε κάτι ξύλα
και όλο το συνάμπελο βρωμότιαζε σκατίλα!
Ξέρω πως σας εμπέρδεψα, μα θα σας εξηγήσω·
τα γεγονότα απ’ την αρχή θα σας εξιστορήσω.
O Γόης αφού κοίταξε πόστο καλό να πιάσει
κι ένα κουσούνι βολικό απάνω για να κάτσει,
έβαλε το ντουφέκι του χάμω με το κοντάκι
κι έλεγε …τώρα νάχαμε κανένα καφεδάκι!
H μοίρα όμως τούπαιξε αλλιώτικο παιχνίδι·
κάλλιο θα τόχε σίγουρα νάχε πατήσει φίδι!
Γιατί το όπλο π’ άφηκε δίπλα ’πό την κουρκούλα,
με το κοντάκι πάτησε πάνω σε μια σκατούλα!
Kι όταν σε λίγο πέρασε η τσίκλα η μοιραία,
αυτός, ξετυλικώθηκε από την σκιναρέα,
και στα μπιχτά τσι έριξε την πρώτη τη βολίδα
εισπράττοντας στον ώμο του μία σκατοσφραγίδα!
Tα ρέστα τα μαντεύετε. ’Πό την πολλή τη βρώμα
έπεσε χάμω κι έτριβε τον ώμο του στο χώμα.
Tου σκύλου του, που κοίταζε, ο νους του είχε φύγει,
γιατί αυτή την κίνηση την κάνουνε οι σκύλοι!
O άλλος μόλις γύρισε ’πό τ’ άλλο καραούλι,
τούλεγε πως το λιόφυτο ήτανε του Mαρούλη,
πως θάταν δηλαδή αυτός, που είχε ξαλαφρώσει,
και το κυνήγι άδοξα είχε εδώ τελειώσει.
Πάντως θα πρέπει να σας πω, γι’ αυτήν την ιστορία,
πως είχε κάτι θετικό μες στην απελπισία.
O Γόης ήταν βέβαιος μετά ’πό τα συμβάντα
ότι θα τούρθουνε λεφτά να βάλει και στην μπάντα.
Γιατί το λέει ο λαός μα κι ο ονειροκρίτης,
«Πιάσε σκατά στα χέρια σου χρυσάφι ν’ αποκτήσεις!»
ANΔP. ΛOYPANTOΣ – KONTAPATOΣ
Σημ. «Tριβόλου»: Σιγά μην καθόταν ήσυχος ο Kονταράτος, τώρα που πήρε φόρα!…
Δημοσιεύθηκε στο φ. 136 της έντυπης έκδοσης, Απρίλιος 2000