Advertisement

Οι ονομασίες των οικισμών στα Κύθηρα. Ποίων οικισμών οι ονομασίες είναι παλαιότερες και η ιδιαιτερότητα των καταλήξεων σε –ιανικα, -αδικα.

του Ε.Π. Καλλίγερου

3.561

Μία εντελώς πρόχειρη ματιά στις πινακίδες με τις ονομασίες των οικισμών που έχουν τοποθετηθεί στις εισόδους τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κυριαρχούν οι καταλήξεις -ιάνικα και -άδικα.

Μία προσεκτικότερη μελέτη του συνόλου των χωριών και των οικισμών στο νησί δείχνει μία διαφορετική κατάσταση, με τους οικισμούς, των οποίων οι ονομασίες δεν έχουν τις παραπάνω καταλήξεις, να επικρατούν αριθμητικά. Μέσα στα μεγαλύτερα χωριά υπάρχουν συνοικίες με την παραπάνω κατάληξη. Π.χ. στο Λειβάδι έχουμε τους οικισμούς Βρουχιάνικα, Τζιάνικα, Κατσουλιάνικα, Κατελουζιάνικα, Τραβασαριάνικα, Σκουλιάνικα, Μαζαρακιάνικα, Σαμιάδικα, Βρανάδικα, Βλαστιάνικα, Λουραντιάνικα, Σεμιτεκολιάνικα, Ρουσιάνικα κ.α. Στα Φράτσια έχουμε αντίστοιχα, Πετροχειλιάνικα, Ραϊσιάνικα, Ραφτακιάνικα, Λενταρακιάνικα, Κεντρωτιάνικα κ.ά. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα μεγάλα χωριά.

Πότε όμως δημιουργήθηκαν αυτές οι ονομασίες και ποιες είναι οι παλαιότερες; Πριν δούμε τον τρόπο και το χρόνο σχηματισμού των ονομασιών των χωριών και των οικισμών θα επιχειρήσουμε μία απλή αναφορά των κυριότερων από αυτούς. Πρώτα αυτοί, των οποίων οι καταλήξεις δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτών με την κατάληξη -ιάνικα[1], τους οποίους θεωρούμε παλαιότερους.

Κάλαμος, Πούρκο, Μανιτοχώρι, Λειβάδι, Κούτσακας, Κατούνι, Σπανοχωριό, Άγιος Ηλίας, Αλεξανδράδες, Τσικαλαρία, Κεραμουτό, Καρβουνάδες, Φράτσια, Δόκανα, Δρυμώνας, Καλοκαιρινές, Δρυμωνάρι, Κυπέρι, Αβλέμονας, Μυλοπόταμος, Μητάτα, Παλιόκαστρο, Πιτσινάδες, Κουσουνάρι, Μαγγουνάδες, Πλάτανος, Καλαμουτάδες, Καψοχειλάδες, Ποταμός, Καραβάς, Αρέοι, Μεσοχωριό, Καλύβια, Πλατεία Άμμος, Αγία Πελαγία, Φρεάτσι, Θολάρι, Γωνία, Κάτω Χωρίο, Γουρία, Κολοκυθιά, Γερακάρι, Πετρούνι, Δέσποινα (Βουνό), Διακόφτι κ.ά.

Και οι οικισμοί με την κατάληξη -ιάνικα, -άδικα:

Σκουλιάνικα, Τραβασαριάνικα, Γουδιάνικα, Κοντολιάνικα, Βιαράδικα, Αρωνιάδικα, Φριλιγκιάνικα, Ντουριάνικα, Περλεγκιάνικα, Λογοθετιάνικα, Κατσουλιάνικα, Βαμβακαράδικα, Ζαγλανικιάνικα, Τριφυλλιάνικα, Μελιτιάνικα, Καστρισιάνικα, Κυπριωτιάνικα, Σταθιάνικα, Καλησπεριάνικα, Πιτσινιάνικα, Λουραντιάνικα, Φατσάδικα, Μαυρογιωργιάνικα, Μαζαρακιάνικα κ.ά.

Σύμφωνα με μία παλαιά παράδοση πολλοί από τους οικισμούς της δεύτερης κατηγορίας δημιουργήθηκαν μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα (1537) και την επιστροφή πολλών από τους κατοίκους της, που δημιούργησαν τους νέους οικισμούς[2] οι οποίοι έλαβαν τα ονόματα των οικιστών τους. Η παράδοση αυτή έχει μεγάλη δόση αληθείας, για όλες όμως τις περιπτώσεις υπάρχουν ιδιαιτερότητες, τις οποίες θα εξετάσουμε, όταν αναφερόμαστε σε έναν έκαστο από τους οικισμούς αυτούς. Υπάρχουν, πάντως, και γενικές παρατηρήσεις που αναφέρονται εδώ, καθώς αφορούν τις πλείστες των περιπτώσεων που εξετάζονται.

Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι οι οικισμοί με την κατάληξη -ιάνικα (το ίδιο ισχύει και γι’ αυτήν εις -άδικα, αλλά θα αναφερόμαστε μόνο στην πρώτη, αφού αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα) είναι νεότεροι και άρχισαν να εμφανίζονται στον 17ο αι. και μάλιστα προς το τέλος του, ενώ το φαινόμενο γενικεύεται κατά το 18ο αι. Από την εποχή αυτή αρχίζει να παρατηρείται, αφ’ ενός σημαντική αύξηση του πληθυσμού στο νησί[3], αφ’ ετέρου οι αγροτικές οικογένειες, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία του, νιώθουν σταδιακά μεγαλύτερη ασφάλεια και δεν ζουν κοντά στις οχυρές και φρουρούμενες τοποθεσίες, αλλά βελτιώνουν τα αγροτόσπιτα, στα οποία ούτως ή άλλως περνούσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους και μένουν μόνιμα σε αυτά. Τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια αποτέλεσαν τους πυρήνες των οικισμών αργότερα, αφού οι περιοχές στις οποίες χτίζονταν ήταν κοντά στα χωράφια και τις καλλιέργειες των κατοίκων.

Στην αρχή, λοιπόν, δεν ήταν τίποτα άλλο, από απλοί σπιτότοποι, στους οποίους η μία κατοικία έγινε δύο και οι δύο τρεις, ανάλογα με τους ανθρώπους που αποφάσιζαν να χτίσουν τα σπίτια τους δίπλα στις κατοικίες των γονιών τους, τις οποίες αρχικά μοιράζονταν. Επειδή όλα αυτά τα σπίτια χτίστηκαν μέσα ή τριγύρω από την περιουσία της αρχικής οικογένειας, πήραν σιγά σιγά την ονομασία της οικογενείας ή το παρωνύμιο, αν υπήρχαν πολλοί με το ίδιο επώνυμο. Είναι γνωστό ότι η κατάληξη -ιάνικα θεωρείται ότι προήλθε από πελοποννησιακή επίδραση[4], κάτι απόλυτα φυσικό, όχι μόνο λόγω της γειτνίασης με την Πελοπόννησο, αλλά και των εποίκων που έφθασαν από αυτήν στο νησί, ειδικά μετά την καταστροφή του Βαρβαρόσσα. Η τελευταία αυτή είναι βέβαιο ότι επέδρασε θεαματικά προς την κατεύθυνση αυτή, αφού οι οικογένειες, που σώθηκαν τότε ή επέστρεψαν αργότερα έπειτα από εξαγορά, εγκαταστάθηκαν σε νέες τοποθεσίες, οι οποίες έλαβαν την ονομασία τους από τους ίδιους, κατά την ίδια διαδικασία που αναφέραμε παραπάνω.

Θα αναφέρουμε για παράδειγμα δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο οικισμός Μαζαρακιάνικα στο Λειβάδι δημιουργήθηκε αρχικά από την εγκατάσταση εκεί και γύρω από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, μίας οικογενείας Κασιμάτη με το παρωνύμιο Μαζαράκη, προς το τέλος πιθανόν του 17ου αι. Η οικογένεια αυτή ανιχνεύεται από τα μέσα του 16ου αι. περίπου και στο γενεαλογικό δένδρο των Κασιμάτη[5], οικογένειας που βρισκόταν στο νησί από τις αρχές του 14ου αι. και ήδη πολύκλαδης την εποχή αυτή. Υπήρχαν, λοιπόν, όλες οι προϋποθέσεις να δοθεί στη νέα εγκατάσταση η ονομασία από το παρωνύμιο της οικογενείας, αφού το επώνυμο ήταν κοινότατο και μία ονομασία Κασιματιάνικα π.χ. δεν θα έλεγε τίποτε. Επίσης είχε εγκατασταθεί σε περιοχή, όπου ήταν η περιουσία της, στην οποία το ένα σπίτι αρχικά έγινε δύο και αργότερα περισσότερα. Όταν στον 18ο αι. έφθασε στην περιοχή εφημέριος με το επώνυμο Φατσέας, από τα γειτονικά Φατσάδικα, έλαβε κι αυτός το παρωνύμιο Μαζαράκης[6], προφανώς εξαιτίας της εγκατάστασής του εκεί και, αργότερα, όταν χάθηκε ο αρχικός κλάδος των Κασιμάτη, έμεινε αυτός των Φατσέα που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Κάτι αντίστοιχο πρέπει να έγινε και στις περιοχές Αρωνιάδικα, Ζαγλανικιάνικα και Τριφυλλιάνικα. Εδώ έχουμε πιθανότατα επιβεβαίωση της παράδοσης με κατοίκους από την Παλιόχωρα να εγκαθίστανται σε γειτονικές περιοχές και να λαμβάνουν αυτές τα ονόματα των οικιστών, δύο από τα οποία (Αρώνης και Τριφύλλης)[7] είναι μετά βεβαιότητος παλαιά βυζαντινά επώνυμα, ενώ το Ζαγλανίκης είναι πιθανότατα παρωνύμιο του, επίσης βυζαντινού, επωνύμου Τσαγκάρης. Ασφαλώς ανάλογες περιπτώσεις έχουμε και στα Καστρισιάνικα, Κομηνιάνικα, Λογοθετιάνικα και πολλές άλλες, αν και στην πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις έχουμε την ονομασία Καλαμουτάδες για τον οικισμό πριν αναφερθεί η ονομασία Καστρισιάνικα, εφ’ όσον θεωρηθεί ακριβής η αναφορά στον Καστροφύλακα.

Ένα πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό για τον τρόπο δημιουργίας τέτοιου είδους οικισμών. Στο Ν τμήμα της οροσειράς Μερμηγκάρι υπάρχει ένας οικισμός με δύο-τρία σπίτια, που ονομάζεται Λαζαριάνικα. Ο οικισμός αυτός δημιουργήθηκε κατά τον 20ό αι., όταν στην περιοχή εγκαταστάθηκε ένας κάτοικος από την Καρβουνάδα με το επώνυμο Μαρσέλος και το παρωνύμιο Λάζαρος. Η οικογένειά του είχε κτήματα και βοσκοτόπους στην περιοχή και με την πάροδο των ετών οι πρόχειρες εγκαταστάσεις έγιναν μία μικρή οικία και αργότερα μία μόνιμη εγκατάσταση, που έλαβε την ονομασία Λαζαριάνικα[8], ενώ εγκαταστάθηκε εκεί και μία οικογένεια Φατσέα. Σήμερα ο οικισμός έχει δύο-τρεις κατοικίες και κανέναν πλέον μόνιμο κάτοικο, μπορούμε, όμως, εύκολα να υποθέσουμε τη μελλοντική του πορεία σε περίπτωση εγκατάστασης εκεί και άλλων οικογενειών. Παρόμοια πιστεύουμε υπήρξε η πορεία της πλειονότητας των οικισμών, οι οποίοι σήμερα φέρουν την κατάληξη -ιάνικα.

Τώρα, γιατί χάθηκαν τα προηγούμενα ονόματα των χώρων αυτών και αντικαταστάθηκαν από τα νέα; Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Η διεύρυνση των σπιτότοπων και η δημιουργία μεγαλύτερων οικισμών με τις ονομασίες των οικιστών που ήταν η πλειονότητα σε αυτούς ή, συνηθέστατα, οι μοναδικοί κάτοικοί τους, οδήγησαν με την πάροδο των χρόνων να ξεχαστούν οι παλιές ονομασίες, όπου υπήρχαν. Και το τονίζουμε αυτό, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι εγκαταστάσεις έγιναν σε περιοχές που δεν υπήρχε οργανωμένη κατοίκηση, όπως είπαμε στην αρχή (π.χ. Σκουλιάνικα, Αλοϊζιάνικα κ.ά.).

Είναι άξιο παρατηρήσεως, που επιβεβαιώνει τον παραπάνω συλλογισμό, ότι στις περιοχές που δεν είχαμε την κυριαρχία μίας οικογένειας, ή σε παλαιότερους, κυρίως, οικισμούς, δηλαδή σε αυτούς που προϋπήρχαν του 17ου αι., δεν παρατηρείται το φαινόμενο της μεταβολής της ονομασίας ή παρατηρείται πολύ αργότερα. Τα παραδείγματα των Φριλιγκιανίκων και των Κυπριωτιανίκων είναι χαρακτηριστικά. Ο πρώτος οικισμός ονομαζόταν Κυπέρι και ο δεύτερος Δρυμωνάρι. Οι ονομασίες αυτές επικράτησαν για μεγάλο διάστημα ακόμα και μέχρι το τέλος του 18ου αι. ή και αργότερα και μόνο όταν στα χωριά αυτά έμειναν σχεδόν μοναδικές οικογένειες αυτές με τα επώνυμα Φριλίγκος και Κυπριώτης, μόνο τότε έλαβαν την ονομασία Φριλιγκιάνικα και Κυπριωτιάνικα, για μεγάλο δε χρονικό διάστημα είχαν, παράλληλα, και τις δύο ονομασίες.

Ο ναός της Αγίας Τριάδος στα Φριλιγκιάνικα, όπως είναι σήμερα. Είναι μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις οικισμών, που άλλαξε ονομασία σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφουμε στο σχετικό άρθρο. Παλαιά αναφέρονται δύο οικισμοί, Απάνω Κυπέρι με το ναό της Αγίας Τριάδος και Κάτω Κυπέρι με το ναό της Παναγίας Κυπεριώτισσας.

Αντίθετα στα μεγάλα χωριά, Ποταμός, Μητάτα, Λειβάδι, Φράτσια και Μυλοπόταμος ή στα Καρβουνάδες, Δρυμώνας, Κεραμουτό και άλλα, καμία μεταβολή της ονομασίας δεν έγινε, αφού οι οικογένειες σε αυτά ήταν πολλές και με διαφορετικά επώνυμα, καμία δε δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί κυρίαρχη. Εξαίρεση αποτελούν τα χωριά Καλοκαιρινές και Στραπόδι, τα οποία από τον 16ο αι μέχρι σήμερα κατοικούνται ουσιαστικά από μία οικογένεια, αυτήν των Βλαντή και των Καλλίγερων αντίστοιχα, δεν άλλαξαν όμως ονομασία ποτέ, ούτε αναφέρθηκε σε κάποια χρονική στιγμή αντίστοιχη απόπειρα αναφοράς άλλης ονομασίας.

Όσον αφορά οικισμούς, όπως τα Αρωνιάδικα, τα Τριφυλλιάνικα κ.ά., η άποψή μας είναι ότι και αυτοί ιδρύθηκαν σε χώρους όπου δεν υπήρχαν πριν οικισμοί ή είχαμε απλά σπιτότοπους-αγροικίες. Αυτό προκύπτει από την έλλειψη αναφοράς των οικισμών αυτών, όπως και αρκετών άλλων της ίδιας κατηγορίας στις πηγές. Αντίθετα, στα Λογοθετιάνικα είχαμε σημαντικές μεταβολές. Εκεί χάθηκαν οι αρχικές ονομασίες Μαγγουνάδες και Πλάτανος και αντικαταστάθηκαν με τα Περλεγκιάνικα και Κομηνιάνικα το πρώτο και με τα Λογοθετιάνικα το δεύτερο, αφού κυριάρχησαν στους οικισμούς αυτούς οι οικογένειες με τα επώνυμα Κομηνός και Λογοθέτης και το παρωνύμιο Περλεγκής ή Περλέγκος αργότερα. Στη συνέχεια, με την ίδια διαδικασία που αναφέραμε παραπάνω, είχαμε και άλλους οικισμούς, όπως Χριστοφοριάνικα, Λιανιάνικα, Κατσουλιάνικα κ.ά.

Περλεγκιάνικα. Η Βυζαντινή ονομασία του οικισμού, ο οποίος κάλυπτε σίγουρα και τα Ντουριάνικα, κατά μία άποψη δε και όλα τα Λογοθετιάνικα, ήταν Μαγγουνάδες. Το σημερινό όνομα προέρχεται από παρωνύμιο Κομηνών ή Σαμίων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και δύο περιπτώσεις οικισμών, οι οποίοι, ενώ αρχικά εντοπίζονται σε μία περιοχή, αργότερα και με το ίδιο όνομα εντοπίζονται σε άλλην! Εδώ έχουμε μεταφορά της ονομασίας για διαφορετικούς λόγους. Τα σημερινά Λουραντιάνικα αναφέρονται σε παλαιότερες πηγές ως Κάτω Χωρίο, ενώ τότε Λουραντιάνικα λέγονταν οι σημερινοί οικισμοί Καλησπεριάνικα και Πιτσινιάνικα. Ο λόγος είναι ότι και στα Καλησπεριάνικα κατοικούσαν Λουράντοι και στα Λουραντιάνικα επίσης. Έτσι, τα αρχικά Λουραντιάνικα έγιναν Καλησπεριάνικα, από το παρωνύμιο Καλησπέρης κλάδου των Λουράντων, το δε Κάτω Χωρίο έγινε Λουραντιάνικα για να αποφευχθεί μία σίγουρη σύγχυση.

Άλλη πορεία είχαμε στα Τσικαλαρία. Ο οικισμός αυτός ήταν αρχικά τμήμα του οικισμού Μανιτοχώρι, στον οποίο κατοικούσαν κάτοικοι με το επώνυμο Δευτερέβος και το παρωνύμιο Μαγονέζος ή Τσικαλάς. Αυτοί μετώκησαν αργότερα (μάλλον πριν από τον 16ο αι.) στη θέση όπου είναι σήμερα τα Τσικαλαρία και έδωσαν το όνομα που είχε πριν ο οικισμός τους και στον νέο οικισμό. Αργότερα, στον 18ο αι. ο οικισμός ονομάζεται Μαγονεζιάνικα από το παρωνύμιο Μαγονέζος της ίδιας οικογένειας. Στον επόμενο αιώνα επικρατεί και πάλι η ονομασία Τσικαλαρία, όταν το όνομα αυτό χάνεται στην ουσία από το Μανιτοχώρι, όπως χάθηκαν από εκεί και οι Δευτερέβοι-Τσικαλάδες – Μαγονέζοι! Η παραπάνω περίπτωση είναι χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα, καθώς αποδεικνύει τις αλλαγές που συνετελέσθησαν στις ονομασίες των οικισμών των Κυθήρων στην πορεία των αιώνων. Ο μεγάλος αριθμός των παρόμοιων περιπτώσεων είναι ένα πρόσθετο στοιχείο σε ενίσχυση αυτού του συλλογισμού.

Ακόμη να αναφέρουμε ότι είχαμε και περιπτώσεις οικισμών, οι οποίοι χάθηκαν από τις αναφορές στις πηγές σε μεταγενέστερο χρόνο από τον αρχικό εντοπισμό τους και ο λόγος είναι, είτε ότι εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους (π.χ. Παλιόκαστρο), είτε καταστράφηκαν από φυσικές καταστροφές (π.χ. Θολάρι, Γωνία). Υπάρχει, τέλος, ακόμα μία κατηγορία οικισμών, αυτών που ενώ έχουν εντοπισθεί στις πηγές δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση τους ή τη σημερινή τους ονομασία. Τέτοιοι είναι οι οικισμοί Σπανοχωριό στην ευρύτερη περιοχή Λειβαδίου και Μεσοχωριό στην ευρύτερη περιοχή Μυλοποτάμου.

Συμπερασματικά, από τις παραπάνω αναφορές προκύπτει με ασφάλεια ότι παλαιότεροι οικισμοί είναι αυτοί της πρώτης κατηγορίας, πολλοί εκ των οποίων αναφέρονται στα Κύθηρα από τον 14ο αι. και τα ονόματα πολλών εκ των οποίων έρχονται από τα Βυζαντινά χρόνια (π.χ. Αβλέμονας, Κούτσακας, Δόκανα κ.ά.). Από τους οικισμούς της κατηγορίας αυτής, δεν έχουμε παλαιές αναφορές στις πηγές για το Κατούνι, ενώ ο Καραβάς είναι νεότερος οικισμός (τέλος 18ου αι.), όπως και οι Πλ. Άμμος και Αγία Πελαγία, που είναι ακόμα νεότεροι, καίτοι ο πρώτος αναφέρεται στις πηγές από τον 14ο αι. και η Αγία Πελαγία από τον 17ο, δεν κατοικούνται όμως από τότε, αλλά πολύ αργότερα.

[1] Για τα κυθηραϊκά τοπωνύμια, βλ. και Νικ. Κοντοσόπουλος, «Τα τοπωνύμια των Κυθήρων», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 124, Μάρτιος 1999, σ. 8.
[2] Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά και σύγχρονη…, σ. 81.
[3] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία στα Κύθηρα, Αρχειακές μαρτυρίες, Αθήνα 1991, σ. Θ 157.
[4] Νικ. Κοντοσόπουλος, «Το γλωσσικόν ιδίωμα των Κυθήρων», εις περιοδ. Αθηνά, τόμ. 78, σ. 133.
[5] Δ. Ανδριτσάκη-Φωτιάδη – Μ. Πετρόχειλος, Κυθηραϊκά Μελετήματα, σ. 67
[6] Εμμ. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα, Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, β΄ έκδοση, Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα 2006, σ. 447
[7] Ό.π., σσ.121 επ. και 679 επ.
[8] Η περιοχή απέκτησε αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αφού έχουν εντοπισθεί πρόσφατα ίχνη εγκαταστάσεων της αρχαιότητος. Είναι αλήθεια ότι στην άλλη πλευρά του όρους Μερμηγκάρι και στη σπηλιά Καταφυγάδι είχαν εντοπισθεί από παλαιά διάφορα αρχαία αντικείμενα, καθώς και ανθρώπινα οστά, δεν έχει γίνει, όμως, συστηματική αρχαιολογική έρευνα, όπως δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα ούτε στη θέση που αναφέραμε πριν. Τα ευρήματα, πάντως, δείχνουν κατοίκηση της περιοχής κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. Για τα αρχαία στο Μερμηγκάρι Βλ. Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα από την προϊστορική εποχή ως τη Ρωμαιοκρατία, Ιωάννινα, 1984, σσ. 63, 64.

Το παραπάνω κείμενο είναι μέρος από την Εισαγωγή του βιβλίου ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, Ιστορική, Γεωγραφική και Γλωσσική προσέγγιση. Επειδή αποτελεί απλά απόσπασμα της εισαγωγής, για πληρέστερη εικόνα όσοι ενδιαφέρονται πρέπει να ανατρέξουν στο βιβλίο, το οποίο το πρώτο μέρος αφορά τη σύντομη ιστορία όλων των χωριών στα Κύθηρα και το δεύτερο ένα κατάλογο των τοπωνυμίων του νησιού μαζί με ξεχωριστό κατάλογο αγιωνυμίων. (Το βιβλίο διατίθεται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών).

Κυπριωτιάνικα. Άλλη μία απόλυτα χαρακτηριστική περίπτωση με αλλαγή ονομασίας από το κυρίαρχο ή μοναδικό επώνυμο των κατοίκων. Παλαιά ονομαζόταν Δρυμωνάρι.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο