Μία σταλιά χωρίο, είντα ψυχή νάχει; Κι όμως, είχε τότες ψυχή, θερία ψυχή, που ξεχώριζε κάτι τέτοιες μέρες, σαν τις Απόκριες. Τότες όλοι γινόντουσαν ένας, ακόμα κι οι τσακωμένοι ξεχνούσανε τις κακίες τους και πολεμούσανε όλοι μαζί να στήσουνε το πιο όμορφο καρναβάλι, τα πιο ξακουστά μασκαρέματα. Τούτες οι γιορτές, οι καθαρά Ελληνικές, δίνανε άλλην όψη στο χωρίο. Από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισσαίου βάνανε όλοι κάτω το ξερό τους και το στίβανε για να κατεβάσει ιδέες. Και της Τυρινής οι ιδέες είχανε πλέα όλες υλοποιηθεί κι ήτανε όλα έτοιμα για το μεγάλο γλέντι.
Ήτανε στα 195τόσο, τότες που οι Περαχωρίτες σκαρώσανε το παπόρι. Παπόρι της στεριάς, με ρόδες από κάτω. Καπετάνιος, όρθιος δίπλα στο κατάρτι, ήτανε ο Κοσμάς ο Ρέκος, που είχε και την ιδέα και μούτσος με μούρη κατάμαυρη, αφού την είχε τρίψει με τον πάτο του τηγανιού του, ο Θοδωρής ο Κουβέρνος. Στη μέση δύο σωλήνες όρθιες, που από κάτω τους καιγόντουσαν ξερές γαϊδουροκαβελλίνες κι έτσι είχαμε καράβι με διπλά φουγάρα. Για μηχανή είχε μερικούς, που το σπρώχνανε από πίσω. Ο Γιάννης ο Νταλεκουβίας, ο Κατάσκοπος, ο Νίκος ο Ρέκος και δεν θυμόμαι ποίοι άλλοι. Όλοι τους μασκαρεμένοι. Ο Αντώνης ο Καπετάνιος εβάστα τη μπουρού κι εσφύριζε συνέχεια. Απάνω στο καράβι αυτός και δίπλα του ο Γιακουμής με τους δυναμίτες στο χέρι. Ο Γιάννης ο Μάγερας ήτανε ο γραμματικός του καραβιού κι ο Μεταξάς έκανε το λοστρόμο. Από πίσω όλοι οι άλλοι, άντρες, γυναίκες και παιδία, ακλουθούσανε μασκαρεμένοι και συνοδεύανε τον Φρατζέσκο τον Κουβέρνο στα ριζίτικα τραγούδια του, που ήτανε άφθαστος.
Στο πώδε χωρίο είχε μαθευτεί η ιδέα κι οι Περαχωρίτες ετοιμάζανε το λιμάνι. Στο Μάρκο που είχε λιγάκι άπλα κι έμοιαζε ετσά, σαν πλατεία, οι Ελληναίοι με τους Καφετζήδες και τους Μαστόρους σηκώσανε την Ελληνική και με σανίδια σιάξανε ένα μώλο έτοιμο να δεχτεί το παπόρι της στεριάς. Πιο κει ο Μήτσος ο Γναφέας είχε ανάψει φωτία κι ετοιμαζότανε να ψήσει. Είχε βγάλει τις χατζάρες κι είχε τεμαχίσει αρνία και γουρούνια και κοκκόρους κι ό,τι άλλο είχανε κουβαλήσει οι χωριανοί κι ας έλεγε ο παπάς πως την Τυρυνή δεν τρώεται το κρέας. Ο Πιπέρης κι ο Βασίλης εγιομίζανε τις καράφες μα κρασί κι ο Κοσμάς ο Γεράκης, που είχε τα ρακατζία, εκουβάλιε κάτι πεντάρες γιομάτες τσιπούρα. Τα Κασιματάκια, πέντε οικογένειες ζωή νάχουνε, τεμαχίζανε τους αθοτύρους και τα κεφαλοτύρια κι είχανε βάλει τις γυναίκες τους να κάμουνε καλλισούνια και τουλουμοτύρια και ρυζόγαλα κι ό,τι άλλο γίνεται από γάλα. Οι Χλάπηδες κουρδίζανε τα βιολιά και τα λαούτα κι ο Γιούργης, που ήτανε και πρόεδρος, έστερνε μηνύματα σε Καλοκαιρνιάτες, σε Πιτσινιάτες και Καλησπεριάνους, ανέ θέλουνε να ρθούνε κι αυτοί.
Κατά τις δύο το μεσημέρι ξεκίνησε το τσούρμο από το Πέρα Χωρίο. Μπροστά το παπόρι κι από πίσω ο λαός. Μόλις σώνανε στην Ψαρόιδενα, ανάμεσα στα δυο χωρία, αρχίνιξε ο Αντώνης μπου-μπου με τη μπουρού κι ο Γιακουμής μπαμ και μπουμ τους δυναμίτες.
-Έρχονται οι κουρσάροι, είπε ο Έλληνας.
-Οι κουρσάροι, οι κουρσάροι, έρχονται οι κουρσάροι αρχινίξαμε ν’ αλλαλάζουμε όλα τα παιδία μαζί και να τρέχομε από δω κι απ’ εκεί για να κρυφτούμε τάχατες. Φόβος και τρόμος παραδομένος και σε μας.
Οι κουρσάροι μ’ αγριοφωνάρες και με σφυρίγματα, χτυπώντας γκαζοντενεκέδες και τραγοκούδουνα, όλο και πλησιάζανε. Σαν εσώνανε απ’ όξω από το κοτέτσι της Πασχαλιώς, ο μούτσος ο Θοδωρής πέταξε μέσα μία πετονέα, που στο αγκίστρι της είχε βάλει καλαμπόκι κι εψάρεψε ευτύς μία κόττα.
-Καταστροφή, καταστροφή, φωνάζανε οι από δω.Μας τρώνε τις κόττες οι κουρσάροι!
Μαύροι-κατάμαυροι οι περισσότεροι, από τους πάτους των τηγανιών, μας είχανε κάμει, τα παιδία, να τρομάξομε στ’ αλήθεια κι ας ξέραμε πως είναι οι Περαχωρίτες.
Αλλά σαν έσωσε πλέα το παπόρι στο λιμάνι κι είδαμε πως στο κατάρτι είχε την Ελληνική σημαία, όλοι ηρεμήσαμε.
-Α…,δικοί μας είναι μπρε και μη φοβάστε, είπαν οι μεγάλοι και τότε τρέξαμε όλοι και κάμαμε κύκλο γύρω από το καράβι και πολεμούσαμε να σκαρφαλώσομε πάνω. Τι σπουδαίο που μας φαινότανε!
Αρχίσανε αμέσως τα φιλία και τα χρόνια πολλά, καλή Σαρακοστή και του χρόνου με υγεία και χίλιες άλλες ευχές. Πού να τις θυμώμαι όλες!
Το κρασί άρχισε να ρέει ποταμός και τα ψητά, τα καλλισούνια, τα τυρία και τ’ άλλα τα φαγώσιμα, όλα μαζί είχανε φράξει τα στόματα και προχωρούσανε ακάθεκτα προς τις κοιλίες. Κι όσο ο οίνος κατέβαινε, τόσο το γλέντι ανέβαινε. Τα βιολία και τα λαγούτα ανάψανε κι ο Μπομπότης ο Καρτσούρης, τ’ αηδόνι της Μερτιδιώτισσας, άρχισε να τραγουδεί ο τραγούδι, που ο ίδιος είχε φτιάξει για το χωρίο του.
Η Ελενάρα, με το επιβλητικό παρουσιαστικό της, πέταξε το μαντήλι και μπήκε πρώτη στο μπουρδάρη κι από πίσω όλο το χωρίο χοροπήδαγε τρελά.
Κάθε λογίς μασκαράδες γλεντούσανε, πειράζανε, γελούσανε, ένα ξέφρενο γλέντι γινότανε.
Ο Μανώλης του Γναφέα είχε φορέσει μία προβέα κι έκανε την αρκούδα κι ο Θοδωρής τον αρκουδιάρη κι ούτε που άφηνε άνθρωπο ήσυχο .Ο Διονύσης, που είχε ντυθεί σκύλος, εβάβλιζε συνέχεια και δάγκανε όποιον έβλεπε μπροστά του κι ο Νίκος εφόρειε φουστάνια, είχε βάλει και αχυρόβυζα ‘πο μέσα και παράσταινε την πρόστυχη, τόσο καλά, που σαν ερίχτηκε του Νικόλα, τον έκαμε κι εκοκκίνησε.
Το γλέντι κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Σαν είδανε πως κόντευε πλέα Καθαρή Δευτέρα, που τα γλέντια τελειώνουνε κι αρχίζουν οι μετάνοιες, βάλανε μπρος την κάθαρση.
-Φωτία στο κουρσάρικο, φώναξε μία δόση ένας.
-Φωτία, φωτία, αρχίσανε να φωνάζουνε όλοι μαζί.
Το παπόρι λαμπούδιασε μονομίας, αφανός μέγας, κι απάνω πέσανε όλα, όσα πασχαλινά είχανε περισσέψει.Τέρμα τα μασκαρομασκαρέματα.
Μπορεί και να μην έγινε και ακριβώς ετσά εκείνο το Δρυμωνιάτικο καρναβάλι. Μπορεί να τ’ αλατοπιπέρισα λιγάκι και νάδωσα υπερβολή στα όσα γίνηκαν, μπορεί όμως νάτανε και καλλίτερο απόό τι όπως το περιγράφω. Κι όμως, δεν ξαναγίνηκε. Πέντε χρονών ήμουνα τότες! Τώρα όλοι μας τις Απόκριες απολαμβάνομε τηλεορασοκονσέρβα. Εμ, βέβαια, πού να βρεις πλέα μουτζουδεμένο τηγάνι;
Σημ. Οι φωτογραφίες είναι εκτός κειμένου, από το αρχείο της ΕΡΤ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 70, ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1994