Advertisement

Φιλότιμο και πονηριά μαζί; Ναι, βαθύτατα μέσα μας

Γράφει ο  Γιώργος Ι. Κωστούλας *

537

Το “The Washington Oxi Day Foundation”, ελληνικό μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, που ασχολείται με την προβολή της ελληνικής ιστορίας στις ΗΠΑ, δημιούργησε προ καιρού ένα βίντεο για να συστήσει στο διεθνές κοινό το “ελληνικό φιλότιμο”.

Μια πλειάδα επωνύμων Ελληνοαμερικανών, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών, πολιτικών, παραγόντων των ΜΜΕ κ.λπ. προσπαθούν στο βίντεο να ορίσουν το φιλότιμο και, ούτε λίγο ούτε πολύ, να το παρουσιάσουν περίπου σαν το καθοριστικό εθνο-λαϊκό χαρακτηριστικό του φυλετικού μας potiosioning. Μακάρι, ωστόσο, το φιλότιμο να ήταν το μόνο που μας χαρακτηρίζει και μας περιγράφει…

Το Φιλότιμο, λοιπόν.

Είχα την ευκαιρία παλιότερα να το δω σαν σημαία της ελληνικής εργασιακής κουλτούρας. Συστατικό στοιχείο της καθημερινότητας των Ελλήνων γενικώς, αλλά και διευθυνόντων και διευθυνομένων, κατεξοχήν.

Έλεγα τότε, ότι αν είναι αληθινό ότι ο Έλληνας μάνατζερ είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός, αυτό οφείλεται περισσότερο στη φιλοτιμία των υφισταμένων του, παρά στις δικές του διευθυντικές επιδεξιότητες.

Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, από γενιά σε γενιά, συνεχώς, αρχίζοντας από το σπίτι και συνεχίζοντας στο σχολείο, στο στρατό κ.λπ.: Απλοϊκές νοικοκυρές, αγαθοί δημοδιδάσκαλοι, αστοιχείωτοι καραβανάδες έχουν, με ευκολία, διαπρέψει στη διοίκηση Ελλήνων, τόσο ευάλωτων στην προσβολή της ιερότερης και πιο χειροπιαστής έκφρασης της ατομικής αξιοπρέπειας: του φιλότιμου.

Σήμερα και σαν συνέχεια του βίντεο που ανέφερα στην αρχή, ας περιοριστούμε να ορίσουμε το, ομολογουμένως, δύσκολο να ορισθεί φιλότιμο, καθώς όπως λένε, αυτό πιο εύκολα το νιώθεις, παρά το περιγράφεις. Πολλές οι δυσκολίες περιγραφής, λίγοι οι ορισμοί. Ένας απ’ αυτούς, ίσως ο καλύτερος, από τον Κ.Ε. Τσιρόπουλο. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου “Ο χαρακτήρας των Ελλήνων”.

Ο ορισμός: “Φιλότιμο είναι η συνείδηση της ανωτερότητας των πνευματικών αγαθών, μπροστά στα υλικά συμφέροντα του βίου, μύχια φωνή της αυθεντικής ανθρωπιάς, που έχει τη δική της λογική. Η προσωπική αξιοπρέπεια είναι, όχι μόνο η συνείδηση της πλήρους ιερότητας του προσώπου του ανθρώπου, αλλά για τον Έλληνα, ειδικά, η αρχοντιά που προσπορίζει η ιστορία”.

Στο “Εγχειρίδιο μοναδικών λέξεων”, προϊόν μιας πανευρωπαϊκής συνάντησης νέων προ ετών στην Έδεσσα, η ελληνική ομάδα έδωσε επίσης ένα αξιόλογο ορισμό: “Φιλότιμο είναι να βάζεις τους άλλους και τις ανάγκες τους πάνω από σένα και να τις ικανοποιείς χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα”.

Για να βάλουμε και τους φιλόσοφους στην παρέα μας, μια ενδιαφέρουσα πτυχή του φιλότιμου έχουμε μέσα από τη διεισδυτικότατη επισήμανση του Στ. Ράμφου. Έχει αναμφιβόλως τη σημασία της: “Φιλοτιμία είναι ο κερδισμένος σεβασμός και η αναγνώριση  εκ μέρους του άλλου της αξίας της πράξεώς μας. Μοιάζει σαν το φιλότιμο να  αποτελεί τη θετική  όψη της  ματαιοδοξίας.  Συνεπώς, το φιλότιμο δεν είναι και τόσο ανιδιοτελές, όσο το νομίζουμε”.

Παράλληλα με το φιλότιμο, σημαιοφόρος επίσης των θετικών αναφορών στην Ελληνικότητα και ένα άλλο, επίσης δύσκολο σε ανάλυση, ελληνικό λαϊκό γνώρισμα: η Λεβεντιά. Με τη δική της μυθολογία κι’ αυτή. Διάβασα κάπου ότι: “αν ο Νίτσε, που πάσχιζε σ’ όλη του τη ζωή να καταγράψει σε κώδικα ήθους την πρόσχαρη κατάφαση στην τραγωδία της μοίρας, ήξερε τον ελληνικό όρο ‘λεβεντιά’, ίσως θα κουράζονταν λιγότερο στις αναζητήσεις του…

Καυχιόμαστε, είναι γνωστό αυτό, ότι σε καμία άλλη γλώσσα του κόσμου δεν υπάρχουν οι λέξεις φιλότιμο και λεβεντιά, υπονοώντας – με βάση το αξίωμα: “όπου δεν υπάρχει η έννοια δεν υπάρχει και η λέξη”- ότι είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να κατανοήσουμε και να βιώσουμε το νόημα που οι λέξεις αυτές ενσωματώνουν. Με δικαιολογημένη υπερηφάνεια, βεβαίως.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη λέξη που επίσης δεν υπάρχει σε άλλες γλώσσες του κόσμου. Γι’ αυτήν όμως δεν μιλάμε καθόλου: η λέξη κουτοπονηριά, η πονηριά, έστω: “Η ιδιάζουσα  φαυλότητα  που παρουσιάζεται ως ξεχωριστή μορφή της φυλετικής μας εξυπνάδας και η οποία, στον αντίποδά του, αλλοιώνει την έννοια του φιλότιμου, του ιδιότυπου  αυτού κοσμήματος του λαού μας”. (Νομίζω, πάλι από τον Στ. Ράμφο).

Ή, κατά τον Ε. Λεμπέση, η πονηριά: “Κύριο όπλο των απανταχού μετρίων όλων των εποχών. Η μετεξέλιξη της επιτηδειότητας, η οποία  δεν είναι  παρά το πρώτο στάδιο της απάτης. Ο ικανός άνθρωπος  δεν  έχει ανάγκη της επιτηδειότητας, όπως δεν έχει ανάγκη και της απάτης”.

Πιστεύω ότι, αυτή, η πονηριά είναι, γονιδιακά θα έλεγα, υπεύθυνη για τα τέσσερα δομικά, ανατολίτικα στοιχεία που έχω επισημάνει ότι μας συνιστούν αρνητικά σαν λαό, καθορίζουν τον τρόπο της ζωής μας, διαμορφώνουν τις σχέσεις μας με τους άλλους και στοιχειώνουν, σωρευτικά, την υπανάπτυξή μας. Σε τεχνοκρατικό επίπεδο: Αμοιβαίως καχύποπτη, εσωστρεφής συμπεριφορά, συναισθηματική αντιμετώπιση προβλημάτων και σχέσεων, αμυντική διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας και ευκαιριακή -και πάντα βραχυπρόθεσμη-, πυροσβεστική δράση.

Ας μην απομακρυνόμαστε όμως από την κυτταρική βλάβη που, όπως φαίνεται, μας έχει προξενήσει η πονηριά. Μνημείο πονηριάς, αξεπέραστο, το όνειρο της “δούλας” τους Μαριγώς, όπως το έχει καταγράψει ο Γ. Τσαρούχης. Μαριγώ: “Είδα την Αγία Κυριακή και ήταν καταματωμένη με πληγές και τη ρώτησα, πώς είσαι έτσι σ’ αυτό το χάλι Αγία Κυριακή;” κι αυτή μου απάντησε:” Όταν σας βάζουν τα αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή, το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα, το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε, ξεμερδιέται η σάρκα μου. Γι’ αυτό δεν πρέπει να δουλεύουμε την Κυριακή…

 

* Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο