Μα θάτανε τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Απάνω στο βαρύ μας ύπνο κάτι ξαφνικό συνέβη και μας εξύπνησε όλους. Ποίος διάολος είναι; Οι λύχνοι ανάψανε, τα παραθύρια ανοίξανε και τα κεφάλια πεταχτήκανε περίεργα όξω για ν’ ακούσουμε και να δούνε είντα συμβαίνει.
-Ποίος είναι που βαταλαλεί τέτοιαν ώρα, μπρε Ποθετή;
-Μακάρι νάξερα. Τραγουδεί. Μεθυσμένος θάναι.
-Σώπα ν’ ακούσουμε…
Σωπάσαμε όλοι και σηκώσαμε τ’ αυτία ν’ ακούσουμε το τραγούδι του νυχτοπερπάτη.
Αμάν, αμάν και τιριρί
κι αχλαδοκοντυλέα,
την έδωκα, μανούλα μου,
γερή την κουτουλέα.
Επήγα κι ερωτεύθηκα,
που να μην είχα σώσει,
μίανε που δε στέκεται,
δε θέλει να μου δώσει.
Δε βλέπω άλλην γύρω μου,
αυτή μ’ έχει μαγέψει.
Κάμε τη, Θέ μου, μονομιάς
φιλί να μου γυρέψει.
Να μου γυρέψει αγκαλές,
κάμε τηνε να θέλει,
αλλοιώς θα πα να κρεμαστώ
στο κούρβουλο στ’ αμπέλι.
Ο Μαστρο-Σταμάτης πήγε να κόψει τον τραγουδιστή, που ξεφώνιζε εκείνη τη στιγμή αποκάτω από το παράθυρό του.
-Ως φαίνεται όμως, μπρέπει νάσουνα κρεμασμένος στον πίρο του βαρελιού πλέο πριν. Ποίος είσαι;
Αντίς για απάντηση ο άγνωστος τροβαδούρος συνέχισε το τραγούδι του.
Αλλοιώς θα πάω να πνιγώ,
στο χαραμπό θα πέσω,
αν το φιλί τση Καλυψώς
να πάρω δεν μπορέσω.
-Ποιανής λέει; Τση Καλυψώς; Τση κόρης μου, μπρε θεομπαίχτη; Ποίος είσαι, τρισκατάρατε;
Ο Μαστρο-Σταμάτης κατάλαβε καλά πως ο μεθυσμένος είχε στο μάτι το αδύναμό του. Εγίνει οξωφρενών. Ποίος κερατάς είναι; Γινήκανε τα μάτια σαν τση σκλόπας, μπας και τονε ξεχωρίσει μές στο σκοτάδι, αλλά ναι δα, δεν εξεχώριζε τίοτα. Ο ρωτοχτυπημένος δεν εφανερωνότανε. Συνέχιζε μόνο το χαβά του.
Τα κάλλη σου τα φανερά
τα έχω μετρημένα.
ʼχου και να μου έδειχνες
και τ’ άλλα, τα κρυμμένα.
-Βρε, αϊ στο διάολο, μπάσταρδε. Ποίος είσαι, βρε, μολόγα, μην πάρω τη μπροστούρα και σε κάμω κόσκινο από πίσω.
Αμάν, αμάν και τιριρί
κι αχλαδοκοντυλέα,
αν δεν μου δώσ’ ό,τι ποθώ,
ζωή δε θέλω πλέα.
Πάνω που έλεγε την τελευταία λέξη της μαντινάδας του ένα γκουπ ακούστηκε, ύστερα ένα ωχ και σαν να κυλούσανε γλαστρία στο δρόμο.
Πεταχτήκανε οι πιο περίεργοι στο δρόμο μ’ αναμένα τα λιγδοφάναρα. Στη μέση του πλακόστρωτου ήτανε μάκρου-ξάπλου ο μαντιναδολόγος κι ολόγυρά του οι πλάκες ήτανε βρεγμένες. Δεν προκάμαμε ν’ απορήσουμε περισσότερο, γιατί η φωνή τση Καλυψώς ακούστηκε από το αποπάνω παράθυρο:
-Εγώ του τ’ αμόλυσα το βικί .Να μάθει να με ξεφτυλίζει με τσι μαντινάδες του.
Όλοι νομίζαμε ότι την εζμία την έκαμε ο πατέρας, αλλά πέσαμε ολουσδιόλου όξω. Η κόρη την είχε κάμει. Το θύμα ήτανε ο κοντοχωριανός μας ο Παναγιωτάκης, ένα καλό παιδί και σε ηλικία γάμου, αλλά η Καλυψώ αγάπα το Φίλιππα, τον καπετάνιο κι ούτε που στρεφότανε άλλονε. Τόνε περίμενε να ξαμπαρκάρει και να ρθει να τηνε γυρέψει. Ο Παναγιωτάκης που την είχε δαγκάσει μαζί της άσκημα, ένεκα της αδιαφορίας της, τα έτσουζε κάθε βράδυ κι εντονέ τώρα μάκρου-ξάπλου στο καλντερίμι.
Ώσπου να τονε συνεφέρουμε από το μεθύσι και τη βικέα, έπιασε ένα αστραποβρόντι δυνατό κι ετοιμεζότανε ο ουρανός να ρίξει τουλούμια. Ο ερωτιάρης εκείνη την ώρα εξύπνα από το λήθαργό του κι όπως είδε τσι αστραπές κι άκουσε τσι βροντές, άλλα έβαλε ο νους του.
-Ώχω, Παναγία μου, κεραυνό φαίνεται έφαγα στην κεφαλή!
-Μωρέ κεραυνός ήτανε κι αστροπελέκι, τον αρχίσανε οι άλλοι στο δούλεμα, μόνο που δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά από το παραθύρι τση Καλυψώς.
-Δηλαδής;
-Το βικί σου αμόλυσε, κακομοίρη. Είντα κεραυνός να πέσει παδά χάμω στο ίσιωμα;
-Δηλαδής δε με θέλει η Καλυψώ
-Όχι, δε σε θέλει, ακούστηκε η αγριοφωνάρα του Μαστρο-Σταμάτη από το μπότζιο, μόνο να σηκωθείς απάνω και να πάεις στα κομμάτια σου. Και μη τηνε ξαναπειράξεις ανέ θέλεις να ξεχωρίζει η μύτη σου από το στόμα σου.
Ο Παναγιωτάκης αντίς για απάντηση έβαλε ένα κλάιμα, που τονε λυπηθήκανε κι οι οχελόπλακες, που απάνω τους ήτανε ακόμα ξαπλωμένος. Σηκώθηκε κι επήρε το δρόμο για το χωρίο του. Μαύρα χάλια.
Αλλά ως φαίνεται ο πόνος του έρωτα του πέρασε πιο γλήγορα από τον κούσκουνα που του είχε κάμει το βικί. Διότι δεν επέρασε βδομάδα και μία νυχτέα ακουστήκανε πάλι μαντινάδες κάτω από παραθύρι τση Καλυψώς.
Αμάν, αμάν και τιριρί
κι απάνω στο λεμόνι,
που να σου μπούνε μέσα σου
’κατό λογιώ δαιμόνοι.
Θαρρείς κι αν δε μου έκατσες
πως θα ποθάνω πλέα;
Την Πασχαλίτσα είχα ψες
μέσα στη σκιναρέα.
Ο Παναγιωτακής εγλάκισε γλήγορα αυτή τη φορά για ν’ αποφύγει κανένα νέο βικί κι ούτε που ξαναπέρασε βέβαια απ αυτό το στενό. Τα έσιαξε, όπως καταλάβατε με την Πασχαλιώ, που από καιρό ελόγου της τονε λιγουρευότανε και περίμενε μ’ υπομονή πότε θα τονε διαολοστείλει η άλλη κι η σκιναρέα του Παναγιωτάκη τσι επόμενες μέρες είχε δόξες μεγάλες κι ούτε που την έγνοιαζε τη λεγάμενη, που ο Παναγιωτάκης τηνε ονομάτιζε στι μαντινάδες του. Είχε καλό σκοπό στο νου της.
Σε πεντέξε μήνες η Πασχαλιά τον αποτράβηξε από τη σκιναρέα και τονε κουβάλησε στην εκκλησία κι ο δάσκαλος ο μπάρμπας του, του τράβηξε με δύναμη μία κουφέτα στο κούτελο και του φώναξε κιόλας:
-Αμέεε…!Έρως ανίκατε μάχαν, όπως έλεγαν και οι σοφοί ημών πρόγονοι. Αμεεεέ…!
Καλά του τόλεγε. Σ’ όλα δίκιο είχαν αυτοί οι αρχαίοι ημών. Ειδικά για τον έρωτα, πολύ καλά τα λένε. Ανίκητος είναι κι ούτε πρόκειται να νικηθεί ποτέ, αφού πάντα μετά από μία Καλυψώ θα μπορεί να βρεθεί μία Πασχαλίτσα. Από σκιναρές δα όσες θέλει μπορεί να βρει ο καθένας.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 92 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1996