Ο Παναγιώτης Λεοντσίνης, ο μπαμπάς μου

Μαίρη Λεοντσίνη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΤΕΑΠΗ - ΕΚΠΑ

775

Εν μέσω κορονοϊού, με το βλέμμα όλων μας στον εγκλεισμό και το ζόφο του μέλλοντος, ο Παναγιώτης Λεοντσίνης, ο μπαμπάς μου, έφυγε από τη ζωή, στις 26 Μαρτίου 2020.

Ο μπαμπάς μου ήταν δάσκαλος. Δάσκαλος μέχρι το τέλος.  Δε σκεφτόταν τον εαυτό του εκτός της δουλειάς του. Δεν μπορώ να τον φανταστώ να κάνει κάτι άλλο στη ζωή του. Μέχρι το τέλος μου μάθαινε. Μου μάθαινε να αλλάζω.

Παιδί πολυμελούς οικογένειας από τα Κύθηρα, φεύγει από το νησί στην αρχή της δεκαετίας του 50. “Τότε οι φίλοι μου γίνονταν ναυτικοί. Ποτέ δε θα μάθω αν εγώ έκανα καλά που πήγα στη Μαράσλειο. Αυτό, δε θα το μάθει ποτέ κανείς”.

Λίγα χρόνια μετά διορίζεται στα Αντικύθηρα, “στην άκρη του Θεού”, νέος δάσκαλος σε “ένα ερειπωμένο σχολείο που έσταζε όταν έβρεχε”. Έπρεπε κάτι να κάνει… και η ιδέα της ανέγερσης του σχολείου μπαίνει στο μυαλό του. Τα επόμενα πέντε χρόνια η ιδέα γίνεται πράξη. Συγκεντρώνει χρήματα, συνεργάζεται με ανθρώπους που πίστεψαν στο σχέδιό του και δε φεύγει από τα Αντικύθηρα μέχρι να τελειώσει το σχολείο, στο οποίο δε δίδαξε ποτέ. Άλλωστε, οι άλλοι το χρειάζονταν… Ένα από αυτά τα καλοκαίρια  που επιτηρεί τις εργασίες ανέγερσης, φτάνει στο νησί η Άννα Αλεβιζάκη, νέα γαλοθρεμμένη δασκάλα στα ιδιωτικά σχολεία του Πειραιά. Εκεί ερωτεύονται και αρχίζουν να ονειρεύονται τη ζωή τους μαζί. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, παντρεύονται στον Πειραιά. Τα Αντικύθηρα χάνονται από το τοπίο. Συζητούν ατελείωτες ώρες για τις κατάλληλες μεθόδους διδασκαλίας, για τα προβλήματα των παιδιών και τις ενδεχόμενες λύσεις. Δάσκαλοι που νοιάζονταν για την εκπαίδευση, για τον κλάδο, για τις ευκαιρίες που “όφειλαν” να δώσουν… Μέχρι το τέλος αγαπήθηκαν με σεβασμό και αμοιβαία αφοσίωση.

Στον Άλιμο συνάντησαν την Ελένη και το Νικήτα Φιλοσοφώφ, τους ακριβούς φίλους τους, που μας άφησαν νωρίς. “Οι απώλειες άρχισαν με το θάνατο του Νικήτα”, μου έλεγε. Όταν πέθανε η Ελένη, δεν μπορούσε πια να πει ούτε αυτό. Μόνο δάκρυζε, όταν την αναφέραμε.

Ο μπαμπάς μου ήταν δάσκαλος. Πίστεψε στη σημασία της εκπαίδευσης, στη δύναμη που έχει να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Στα Αντικύθηρα φτιάχνει στο σχολείο. Στα τέλη της ζωής του, εκεί που οι απουσίες και η φθορά τον οδηγούσαν στους λαβυρίνθους της άνοιας, με έβαζε να του υποσχεθώ ότι θα μεσολαβήσω να αναλάβει δράση το Πανεπιστήμιο Αθηνών για την εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων. “Κάτι πρέπει να κάνετε… Μην περιμένετε από τους πολιτικούς. Έχετε ευθύνη. Τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο”.

Σε όλες τις στιγμές της ζωής μου, εύκολες και δύσκολες, χαρούμενες και θλιβερές, στις ρήξεις και στις κατακτήσεις,  ήταν εκεί για να με κάνει να σκεφτώ, άλλοτε με αυστηρότητα, άλλοτε με επιείκεια και πάντα με τρυφερότητα. Απαλός, τρυφερός και διδακτικός, αγκάλιαζε μέχρι το τέλος την Ιφιγένεια, το “σεμνωμά” του. Έλαμπε με τα παιδικά καμώματά της και της έδειξε  το δρόμο της ανεξαρτησίας, με την εγγύηση της άνευ όρων στοργής και της αδιάλειπτης δοτικότητας. Με τα χρόνια άλλαζε, σκεφτόταν συνεχώς τους άλλους, νοιαζόταν, ανησυχούσε και δε μίλαγε συχνά. Όταν μίλαγε, με εξέπληττε. “Δεν ξέρεις πώς το σκέφτηκε… ίσως…” Η πλευρά των άλλων, – αυτή που δε θα μάθουμε ποτέ –  ήταν το παράθυρο που έπρεπε να παραμείνει ανοιχτό, τόσο ανοιχτό που να μην αφήνει χώρο σε κρίσεις και χαρακτηρισμούς.

Όπως έλεγε κι εκείνος: “στη ζωή, παιδί μου, κάνουμε ό,τι μπορούμε, όχι ό,τι θέλουμε”. Στο τέλος του, κάναμε αυτό που μπορούσαμε γι αυτόν: τον κηδέψαμε σε στενό κύκλο, ήμασταν εκεί όσοι μπορέσαμε, άνθρωποι που τον αγαπήσαμε, γιατί μας αγάπησε, γιατί σε όλους μας είχε πει κάτι, κάτι μας είχε διδάξει, κάτι που θα θυμόμαστε πάντα. Ούτε ο Νίκος μπόρεσε, αφού η  πανδημία τον κράτησε στο Λονδίνο. Ο Αντρέας, ο Κωνσταντίνος  (που του έφερε σεμπερβίβες για να τις πάρει μαζί του), η Λίνα, ο Κούλης κι η Αντιγόνη, μπόρεσαν να είναι εκεί, μέχρι το τέλος: Δεν πήγε εκεί που ήθελε, στο νεκροταφείο του Κεραμωτού, αλλά εκεί που μπορούσαμε: στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας.

Δεν μπόρεσα να διαβάσω στην κηδεία το απόσπασμα του ποιήματος του Κίπλινγκ, όπως μου είχε ζητήσει:

Αν μπορείς να ‘σαι ατάραχος όταν τριγύρω οι άλλοι,

σε σένα ρίχνουν τ’ άδικο μέσα στην παραζάλη.

Αν μπορείς όταν δισταγμούς για σε θα ‘χουν εκείνοι,

Να ‘χεις στη δύναμή σου εσύ κρυφή εμπιστοσύνη.

Αν μπορείς να σαι ακούραστος όταν προσμένεις κάτι,

Με ψέμα να μην απαντάς στων άλλων την απάτη,

Αν σε μισούν να μη μισείς κι ας είσαι πληγωμένος

Να μην είσαι ευκολόπιστος μήτε πονηρεμένος.

 

Μπαμπά, σ’ ευχαριστώ.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο