Advertisement

Τα τελευταία Χριστούγεννα του Μόρτη

Χριστουγεννιάτικο Τσιριγώτικο διήγημα του Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ

1.741

Η μάνα μας, που ήτανε πάντα η πιο ζωντανή της οικογενειακής μας παρέας, είχε ξυπνήσει από τις τρεις το πρωί κι επολέμα να ετοιμάσει τ’ ό,τι είχαμε χρεία για να ξεκινήσει το καραβάνι μας. Σε μία ώρα ήτανε να φύγομε για την Αγία Ελέσα. Μικρό το χωρίο μας, μεραζότανε τον παπά με πεντέξε άλλα κι έτσι μία στις πέντε χρονές ελάχαινε νάχομε εμείς λειτουργία τη νύχτα των Χριστουγέννων. Τσι χρονές που δεν είχαμε παπά, κανονίζαμε να εκκλησιαστούμε στα κοντινά μοναστήρια.  Αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε  Χριστούγεννα. Οι γραίες, από τ’ Αγιού Φιλίππου, που αρχινούσανε τη νηστεία, αρχινούσανε και τα παρακαλετά στον Κύριο, να τους  εκάμει καλό καιρό ανήμερα Χριστουγέννων, για να μπορέσουνε να κουβαληθούνε στα Μοναστήρια, να λειτουργηθούνε. Βέβαια εκείνος δεν τσι άκουε πάντα, τσι πιο πολλές φορές χιονιά και τσικνοβόρι τουν εφύλαε και τουν έβγαινε ο αδόξαστος να πάνε μία ώρα δρόμο με τα πόδια ή με το γαϊδαρο και μία για να γυρίσουνε οπίσω. Αλλά πααίνανε και πααίναμε πάντα.

-Μπομποοοό, ακούστηκε η φωνή τση μάνας, ξύπνα τα παιδία, πρέπει ν΄ αριβάρομαι σε λιγάκι.

Η λαλά μας είχε ξυπνήσει ήδη κι εκείνη κι επολέμα με μία μισοφαγωμένη βρούτσα να βάψει τσι μύτες των παπουτσιών της. Λυπότανε να τα βάψει ολόκληρα γιατί θα τση τέλειωνε γλήγορα το Κάμελ. Αλλά οι μύτες γυαλίζανε πάντα σαν καθρέφτης. Την ακούαμε που χαρχάλευε στο δωμάτιό της και την βλέπαμε με την άκρη των ματιών μας, γιατί πολύ πριν φωνάξει η μάνα μας εγερτήριο, εμείς τα είχαμε ανοίξει τα ματάκια κι ονειρευόμασταν ξύπνιοι τη μαγεία της νυχτερινής διαδρομής, το σκαρφάλωμα στο βουνό της Αγίας Ελέσας, το μεσημεριανό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι με όλα τ’ αγαθά του Αβραάμ απάνω του, ονειρευόμασταν όλη την ομορφιά της μέρας που ερχότανε. Χουζουρεύαμε κάτω από τσι μπατανίες και τα μαλινοσέντονα,   ακούγοντας το άγριο σφύριγμα του βοριά στα κάγκελα τση εξώπορτας και τη μελωδία από τσι ψιλές σταγόνες τση βροχής στο φεγγίτη τση ταράτσας κι όσο κι αν ήταν άγριος και βάναυσος ο καιρός, το αίσθημα του φόβου μαλάκωνε απ’ τη γλυκιά μυρωδιά του χριστόψωμου , που επίτηδες το είχε βάλει από εψές η μάνα μας στον καναπέ,  στο παιδικό δωμάτιό μας.

Στα καλά καθούμενα, την ώρα που ερχότανε ο πατέρας να μας σηκώσει, ο Μόρτης, ο αγαπημένος μας σκύλος, έσυρε ένα μακρύ βαβλητό, ένα παράξενο κλάμα, που κατέληξε σ’ ένα θλιμμένο ουρλιαχτό. Κάπου ήταν κρυμμένος σε κάποια γωνία της αυλής κι από τον τρόπο που έκλαιγε, καταλάβαινες πως έτρεμε κιόλας.

– Ξου μωρέ, φώναξε ο πατέρας, ξου κι είναι γρουσουζία να κλαίεις. Ανάραχο είδες πανάθεντά σε!

Δεν πρόκαμε να τελειώσει την κουβέντα του. Μία εκτυφλωτική αστραπή κι αμέσως ένα δαιμονισμένο μπουμπουνητό συντάραξαν ολόκληρο το σπίτι κι έκοψαν το ουρλιαχτό του Μόρτη στη μέση.

– Μερτιδιώτισσά μου ξεφώνησε η γιαγιά, αστροπελέκι ήτανε, ποδιά ‘πό πάνω έπεσε, το τράβηξ’ η Μεγάλη Πέτρα. Καλά που υπάρχουνε κι αυτοί οι βράχοι και λούζουνται αυτοί, για λογαριασμό των σπιτιώνε μας τη φωτία του Θεού.

Η μάνα είχε περιορίσει προς στιγμή την έντονη κινητικότητά της και με αργές κινήσεις έβανε μες στο στράιστρο το χριστόψωμο και τ’ άλλα καλούδια που θα παίρναμε μαζί μας.

-Μεγάλη τραβάγια, παραμίλησε. Να ντυθούνε γερά τα παιδία. Κι ο Μόρτης; Κακό όνειρο έβλεπε; Είντα χάμαρι έκλαιγε ετσά; Φύλαέ μας Παναγία μου κι Αγία μου Ελέσα!

– Λαλείτε! Ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς. Πρέπει να ξεκινούμε. Πρέπει να φτάσομε στην εκκλησία πριχού προσκομίσει ο παπάς τ’ άγια δώρα.

– Λαλούμε , είπε ο πατέρας. Τυλιχτείτε με τσοι μποξάδες και τσοι γαμπάδες και να φορτώσομε τσοι γαϊδάρους. Πάρτε και ομπρέλες κι ας τον έχει πάρει ο διάολος τον αέρα. Ρίχνει ψιλό-ψιλό, μα δε θέλει και πολύ να τηνε φέρει τη χοντρή, μη γεννούμε παπία.

– Αγία μου Ελέσα μου, πάαινε μπροστά στο δρόμο μας, ακούστηκε να ψιθυρίζει η μάνα την ώρα που ξεκινούσαμε, στις τέσσερες το πρωί ακριβώς.

Οι κουβέντες στο δρόμο ήταν λιγοστές. Σκοτάδι Άδης και ξεροβόρι άγριο, δεν άφηναν περιθώρια διαλόγων και μόνο μονόλογοι γινόντουσαν στις σκέψεις ολωνών μας, περιστρεφόμενοι κυρίως γύρω από τους κινδύνους του νυχτερινού ταξειδιού με κόντρα τον παλιόκαιρο, κόντρα και το κακοτράχαλο βουνό με τους κρεμάμενους βράχους πάνω από το ελικοειδές μονοπάτι που έπρεπε να διασχίσομε για να σκαρφαλώσουμε ως το Μοναστήρι, στη κορυφή του βουνού, στο μικρό οροπέδιο που σχηματιζόταν εκεί πάνω.

Καθόμουνα στην καπούλα του μεγάλου μας γαϊδάρου, κρατώντας με τα παγωμένα μου δάχτυλα σφιχτά  τα σκαρβέλια κι ακούγοντας μόνο την ανάσα μου που μπαινόβγαινε από την πλέξη του μποξά, που με τύλιγε μέχρι τη μύτη. Που και που ακουγόντουσαν και κάποιες στριγκιές του Μόρτη, που πάντα προπορευόταν στα ταξίδια μας.

– Αφού ήταν τόσο ζόρικα τα Νικολοβάρβαρα, δεν θάπρεπε μπρε μάνα νάναι καλός ο καιρός τα Χριστούγεννα;

Η γιαγιά δεν έδωσε άμεση απάντηση στον πατέρα. Φαίνεται πως η σκέψη μέσα στο σκοτάδι και στο φόβο λειτουργεί πιο αργά, γι΄ αυτό πέρασαν ίσως δυο λεπτά μέχρι π’ ακούστηκ’ η φωνή της.

– Ετσά συνήθως γίνεται. Μα δε βλέπεις που οφέτος τον ετάραξε το γλυκί του!

– Και μ’ αυτή την υγρασία μη κυλήσουνε τίοτα βράχοι από τα ψηλά, μουρμούρησε ο πατέρας. Τσοι ξάνοιγα από το καλοκαίρι κι εκειά στην απάνω στροφή, πριν αναδιάσομε το μοναστήρι, οχτακόσοι κρεμόντουσαν έτοιμοι να πάρουνε τα κάτω.

-Αυτοί κατρακυλήσανε με τσι πρώτες βροχές, είπε η γιαγιά.

– Έλα χριστέ μου, πάντα υπάρχουνε κι άλλοι έτοιμοι, ο Θεός να βάλει το χέρι του, είπε με τρόμο η μάνα και σταυροκοπήθηκε κάτω από το γαμπά της.

Πραγματικά, όλοι οι πρόποδες και μπροστά ανατολικά, μα πιο πολύ από την πίσω πλευρά του βουνού, ήταν σπαρμένοι με τεράστιους βράχους, που κατά καιρούς είχαν ξεκολλήσει από τα ψηλά και είχαν πάρει ανεξέλεγκτοι την κατηφόρα. Μα φύλαε ο Θεός και ποτέ δεν είχε ακουστεί ατύχημα, ποτέ δεν είχανε βλαφτεί άνθρωποι και ζώα. Ισορροπούσανε μετά την κατρακύλα σε κάποιο επίπεδο σημείο και τρουλαρίζανε εσαεί εκεί, σαν αγαθοί γίγαντες που δεν είχανε πλέα όρεξη για μάχη. Πάντα όμως στα ψηλά απομένανε κάποιοι μάχιμοι κι αυτούς φοβότανε η μάνα.

Είχαμε προσπεράσει πια τα Γερακιάνικα κι ανηφορίζαμε στην πλαγιά του βουνού. Ένα ελαφρύ φως είχε αρχίσει να έρχεται από την ανατολή και ξεχωρίζαμε τώρα ανατολικά το  Στραπόδι και τους Αγίους Ακινδύνους και ψηλά προς τα ουράνια τους κρεμάμενους μαύρους βράχους, που ορθωνόντουσαν άγριοι λίγες δεκάδες μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η μπόρα είχε σφίξει κι ο βοριάς δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να φυσά μανιασμένα. Ωστόσο το ταξείδι μας συνεχιζότανε βουβό, ανηφορικό και μόνο ένα τέταρτο της ώρας θέλαμε για να καβαντζάρουμε τους βράχους και να εισέλθουμε στην αγιωτική ηρεμία του μοναστηριού. Ο Μόρτης προπορευότανε πάντα, μπροστοφύλακας της οικογένειας, με βήμα σταθερό και βλέμμα ανέκφραστο, που μόνο όταν έστρεφε το κεφάλι προς τα πίσω κι έβλεπε πως όλοι ήμασταν καλά αναγάλλιαζε προς στιγμή και συνέχιζε ύστερα την αποστολή του.

Έτσι προχωρούσαμε κι εκείνη τη στιγμή, που τίποτα δεν έδειχνε το κακό που θα ακολουθούσε. Μία στροφή χρειαζότανε για ν’ αναδιάσουμε το μοναστήρι, να μπούμε στο ίσιωμα του οροπεδίου, πέντε λεπτών υπόθεση ήταν, όταν ο Μόρτης ούρλιαξε ξαφνικά, ξεστράτισε απ’ το δρόμο, βγήκε απάνω στην πλαγιά, σήκωσε τα μπροστινά του πόδια πάνω σ’ ένα κρεμάμενο βράχο και ουρλιάζοντας φαινότανε πως προσπαθούσε να τον εμποδίσει, να μην τον αφήσει να ξεκολλήσει.

– Σταματάτε, φώναξε έντονα ο πατέρας. Ο βράχος ξεκολλά!

Τα πόδια μου κόπηκαν. Έβλεπα την προσπάθεια του Μόρτη κι ήμουν ήδη ψυχή που ανέβαινε στους αιθέρες. Ο βράχος μάς σημάδευε, η κλίση του ήταν προς το μέρος  μας , ο δαίμονας μάς είχε βάλει στο σημάδι.  Δεν πρόλαβα να κάμω άλλες σκέψεις.

– Μερτιδιώτισσα! , ακούστηκε ταυτόχρονα από τα στόματα των μεγάλων.

Ο  βράχος είχε ξεκολλήσει  από της μάνας του την αγκάλη. Ένα μακρόσυρτο αουβ, ένα πανδαιμόνιο θορύβου από κλαδιά που σπούσαν, η γη που έτρεμε κάτω από τα πόδια μας. Ο τεράστιος βράχος πέρασε τρία μόλις μέτρα από μπροστά μας και συνέχισε κατρακυλώντας προς τα κάτω.

Κείνη την ώρα η καμπάνα της Αγίας Ελέσας κτυπούσε χαρμόσυνα, αναγγέλλοντας την γέννηση του Υψίστου, μας καλούσε τους πιστούς στην εκκλησία.

Θεέ μου, ήμασταν κι εφέτος όλοι εκεί, γονατιστοί μπροστά στην εικόνα της Αγίας, προσεχτικοί στις ευχές και στα παρακάλια μας, αισιόδοξοι ίσως ακόμη.

Απ’ το προαύλιο όμως της εκκλησίας έλειπε ο Μόρτης μας, ο πιστός μας Μόρτης , το καλό μας σκυλί, που πάντα καρτερικά περίμενε εκεί, στην πίσω γωνία δεξιά για να μας υποδεχτεί μόλις βγαίναμε από την λειτουργία κουνώντας χαρωπά την ουρά του. Σήμερα ο Μόρτης  έδωσε τη ζωή του στο βράχο, που πέτρινος, ψυχρός, αδυσώπητος, επιζητούσε να συνθλίψει κάτω από το βάρος του τα κεφάλια όλης της οικογένειάς μας, εξαργύρωσε με τη ζωή του τη ζωή μας.

Ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα του Μόρτη μας, που η μνήμη του αιώνια θα μένει στην καρδιά μου, μνήμη αυτοθυσίας και αλτρουισμού, παράδειγμα που ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να μου δώσουν.

Γ.Π.ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ

 Το διήγημα αυτό του Γ. Π. Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη πρωτοδημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο