Advertisement

Ποταμός: 800 χρόνια ιστορίας

Του Ε.Π.ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ

1.437

Για να προστατεύσει κανείς έναν τόπο, πρέπει πρώτα να τον αγαπήσει και για να τον αγαπήσει πρέπει να τον γνωρίσει καλά. Η αγάπη στον τόπο σου είναι ένας  παθιασμένος έρωτας, τον οποίο συνήθως δεν μπορεί να τον νοιώσουν όλοι, αλλά λίγοι. Έτσι και η αγάπη για τον δικό μας τόπο και η ανάγκη που έχει αυτός για προστασία, ειδικά στην εποχή μας, προϋποθέτει τη γνωριμία των κατοίκων του με αυτόν.

Δυστυχώς σήμερα, όπως γινόταν στην πατρίδα μας και παλαιότερα, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ασχολείται καθόλου με την ιστορική γνώση της ίδιας μας της πατρίδας, πόσο μάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας μας. Ακόμη και αυτό, το εντελώς ξεχασμένο σήμερα μάθημα της Πατριδογνωσίας, που οι παλαιότεροι το θυμόμαστε στα πρώτα μας μαθητικά βήματα, δεν παρείχε γνώσεις για την ιδιαίτερη πατρίδα, σε επίπεδο νησιού για την περίπτωσή μας ή, ακόμα, και του χωριού μας. Οι παλαιότεροι δάσκαλοι στα σχολεία μας, κύρια ντόπιοι, με δυσκολίες στα χρόνια τους για την εκπαιδευτική διαδικασία, είχαν κάποια ερεθίσματα για τις γνώσεις πάνω στο νησί και τα χωριά του, τα οποία, κάποτε-κάποτε μετέδιδαν και στους μαθητές τους, ενώ έχουμε και περιπτώσεις που οι άνθρωποι αυτοί διέσωσαν σημαντικά στοιχεία της ιστορίας του τόπου, αλλά και πολλά λαογραφικά στοιχεία, που σήμερα αποτελούν μία πολύτιμη παρακαταθήκη στους ελάχιστους ανθρώπους που ασχολούνται με το …άθλημα.

Advertisement

Πριν λίγα χρόνια, σε μία εκδήλωση για την παρουσίαση ενός βιβλίου, αν θυμάμαι καλά, στην οποία παρίστατο ο φίλος, τότε πρόεδρος του Συλλόγου του Ποταμού και πρόωρα χαμένος Τάσος Φλωρόπουλος, στο άκουσμα μερικών άγνωστων στοιχείων για τον Ποταμό μου ζήτησε να οργανώσουμε μία εκδήλωση και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε αυτές τις γνώσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Με κύριο στόχο να κάνουμε για τον τόπο μας αυτό που δεν κάνουν οι σημερινοί δάσκαλοι. Είναι η αλήθεια όχι όλοι, δυστυχώς όμως η πλειοψηφία τους. Το θέμα και η πρόταση έμειναν για αργότερα, καθώς τότε ετοιμαζόταν το βιβλίο του ομιλούντος για τα τοπωνύμια των Κυθήρων, σημαντικό μέρος του οποίου θα ήταν αφιερωμένο στην Ιστορική γεωγραφία του νησιού με πολλά στοιχεία και για τον Ποταμό. Εξάλλου εκείνη περίπου την εποχή εκδόθηκε ένα λαμπρό έργο του φίλου και συνεργάτη Κοσμά Μεγαλοκονόμου με πάρα πολλά στοιχεία για τον Ποταμό και την  ιστορία του, αλλά και με έμφαση στα πλέον πρόσφατα σχετικά χρόνια, σε αντίθεση με την προμνημονευθείσα έρευνα για τα παλαιότερα και πλέον σκοτεινά στην ιστορική έρευνα. Δυστυχώς ο Τάσος δεν έζησε για να προχωρήσει αυτή η ιδέα και σε εκπλήρωση της σχετικής επιθυμίας που αναφέρθηκε προηγουμένως έγινε αυτή η βραδιά σε συνεννόηση με τον Παν. Λευθέρη, που αγωνίζεται επάξια στις επάλξεις που άφησε ορφανές από το δικό του αγώνα, ο βάρδος του Ποταμού Στρατής Θεοδωρακάκης.

Η σύντομη και ταπεινή ιστορική παρουσία αυτής της βραδιάς γίνεται, λοιπόν, με διπλό σκοπό. Να δώσουμε σε όσους φυσικά το επιθυμούν και παρίστανται όσες ιστορικές πληροφορίες έχουν προκύψει από τη δική μας έρευνα για το βιβλίο μας με τα Τοπωνύμια και όλα όσα με το σταγονόμετρο της ιστορίας έσταξαν πάνω στις σιδερένιες δέλτους της, καθώς αυτή η έρευνα φροντίσαμε να είναι απαλλαγμένη από λαογραφικά στοιχεία για να αποτελεί σταθερή αναφορά σε κάθε νεότερο ερευνητή, που θα ήθελε να συνεχίσει από εκεί που εμείς έχουμε σταματήσει, καθώς κάθε μικρός λίθος πάνω στο οικοδόμημα της ιστορικής γνώσης γίνεται ένα τεράστιο αγκωνάρι που το δένει σταθερά και το αφήνει  στη θέα των νεοτέρων.

Αυτή η μικρή συμβολή στην ιστορία του τόπου είναι απαραίτητο να συνδυαστεί με δύο πράγματα. Πρώτον με μικρή αναφορά στην ιστορία του μικρογεωγραφικού περίγυρου του Ποταμού, για τον οποίο θα δώσουμε μερικά στοιχεία σε περίληψη και δεύτερον με τη θέση αρκετών ερωτημάτων, καθώς από αυτά ξεκινούν να βρίσκονται οι απαντήσεις. Και είναι φυσικό να μην έχουμε απαντήσεις σε όλα. Για την ακρίβεια απαντήσεις έχουμε σε λίγα! Με τις ερωτήσεις, που ενδεχόμενα θα υπάρξουν, αλλά και με τη συζήτηση που θα ήταν ενδιαφέρον να ακολουθήσει, ίσως κατορθώσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο σκοτεινό παρελθόν αυτού του τόπου. Σίγουρα όμως θα ικανοποιούσαμε το συνεχές και αδιάπτωτο ενδιαφέρον για όλ’  αυτά του ανθρώπου στη μνήμη του οποίου γίνεται η παρουσίαση αυτή.

Η Κολοκυθιά και η σχέση της με τον Ποταμό.

Ο παλαιότερος γνωστός, αλλά και ο πλέον ενδιαφέρων ιστορικά οικισμός των Κυθήρων. Ο οικισμός και ο ναός του Αγίου Γεωργίου σ’ αυτόν αναφέρονται στο Ανώνυμο ενετικό χρονικό περί Κυθήρων[1] του 16ου αι., το οποίο αναφέρεται σε σειρά ιστορικών γεγονότων που αφορούσαν τα Κύθηρα και έχουν αποδειχθεί απολύτως ακριβή. Ειδικά για τον οικισμό της Κολοκυθιάς, που αναφέρεται ότι ιδρύθηκε γύρω στον 12ο αι. (ίσως και ενωρίτερα) από εποίκους από τη γειτονική Πελοπόννησο, υπήρξε ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα στους ιστορικούς, ενώ είχε αναζητηθεί επιμόνως κατά την προετοιμασία της έκδοσης της Ακαδημίας Αθηνών για τους βυζαντινούς ναούς των Κυθήρων χωρίς αποτέλεσμα. Η ακριβής θέση του οικισμού της Κολοκυθιάς εντοπίστηκε το 1999 από το συγγραφέα του παρόντος, όταν βρισκόταν σε αναζήτηση του τοπωνυμίου στο πλαίσιο της έρευνας για τα κυθηραϊκά τοπωνύμια και αποτυπώθηκε σε σχετικό δημοσίευμα[2].

Η αναζήτηση του τοπωνυμίου αυτού γινόταν σε συνδυασμό με την παρατήρηση ότι η ονομασία Κολοκυθιά έπρεπε να σχετίζεται με τα Βυζαντινά Κολοκύθια της Ν. Πελοποννήσου, που βρίσκονται σχεδόν απέναντι από τα Κύθηρα στη Δ πλευρά της χερσονήσου που καταλήγει στο Ταίναρο. Το Ανώνυμο Χρονικό μιλούσε για κατοίκους από την Πελοπόννησο που πέρασαν απέναντι και εγκαταστάθηκαν στα Κύθηρα, ήταν, λοιπόν, ελκυστική η ιδέα της πιθανής σχέσης των δύο τοπωνυμίων. Μετά τον εντοπισμό ακολούθησε αρχαιολογική έρευνα και έχουν γίνει περιορισμένες δημοσιεύσεις για το θέμα από τους αρχαιολόγους.

Σύμφωνα με πληροφορίες, από την έρευνα έχει προκύψει ότι η οχυρή θέση στο λόφο πάνω από την Αγία Πατρικία ήταν ένα μικρό διοικητικό κέντρο φρουριακού τύπου, έτσι ώστε οι κατοικίες ίσως πρέπει να αναζητηθούν σε άλλη θέση στο εσωτερικό της περιοχής και πιθανόν στις αθέατες πλευρές που βρίσκονται στις ρεματιές που σχηματίζονται από το τρίγωνο, στην κορυφή του οποίου είναι η Κολοκυθιά και φθάνει μέχρι την Αγία Αναστασία ΝΔ και την Παναγία Δέσποινα Β. Στον όρμο της Αγίας Πατρικίας έχουν επισημανθεί ίχνη στο βράχο από προσεγγίσεις πλοίων και είναι πιθανό ότι κατά τα χρόνια ακμής του οικισμού της Κολοκυθιάς θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί αυτός ο λιμενίσκος για τα πλοία και όχι η γειτονική αγία Πελαγία. Από τα λοιπά ευρήματα στο χώρο θα προκύψει με ασφάλεια και η διάρκεια της χρησιμοποίησής του, καθώς αναφέρεται ότι έχουν βρεθεί νομίσματα και κεραμικά που ανάγονται πιθανόν και στον 8ο ή 9ο αι.

Όσον αφορά την ονομασία του τοπωνυμίου θεωρούμε ότι η λ. Κολοκυθιά για τα Κύθηρα δεν αλλάζει ουσιαστικά από τα Βυζαντινά Κολοκύθια[3] της Πελοποννήσου και η αλλαγή του τόνου οφείλεται απλά στην ανάγνωση του κειμένου που δεν ήταν γραμμένο στην Ελληνική. Μάλιστα σε πολύ μεταγενέστερη αναφορά (1697) για τη θέση, η οποία δεν είχε ανιχνευθεί κατά την αναζήτηση και ήταν στον κατάλογο εξωμονίων του Κώδικα του Νεκταρίου Βενιέρη, το τοπωνύμιο αναφέρεται Κολοκύθι[4]. Στο ίδιο το Ανώνυμο Χρονικό αναφέρεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος όντως βρίσκεται στο σημείο αυτό και έχει χτιστεί στα σχετικά πρόσφατα χρόνια πάνω στον παλαιό βυζαντινό ναό. Ερείπια από το Βυζαντινό παρελθόν του οικισμού της Κολοκυθιάς διακρίνονται στον περιβάλλοντα το ναό χώρο.

Από την αναφορά στο Ανώνυμο Χρονικό για την ιστορία της περιοχής και την εποίκησή της προκύπτει ότι κατά την περίοδο που προηγήθηκε, τα Κύθηρα είχαν ερημωθεί πιθανόν από την παρουσία στην περιοχή των Σαρακηνών, αλλά ο πληθυσμός είχε αρχίσει να επανακάμπτει μετά την ήττα των Αράβων από τον Νικηφόρο Φωκά και την ανακατάληψη της Κρήτης το 961. Τότε, αναφέρει το Χρονικό, ένας από τους εποίκους στα Κύθηρα απέκτησε δύναμη και συμπεριφερόταν ως τυραννίσκος. Ανάγκασε έτσι τους κατοίκους να στείλουν αντιπροσωπεία στο Βυζαντινό διοικητή της Σπάρτης στον οποίο υπαγόταν το νησί και να ζητήσουν τη συμβουλή του. Όταν επέστρεψαν παρακίνησαν τους κατοίκους των Κυθήρων να λιθοβολήσουν τον τύραννο και στη συνέχεια απεστάλη στο νησί ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβασία για να διοικήσει τα Κύθηρα. Από το Χρονικό δεν προκύπτει αν υπήρχαν τότε και άλλες κατοικημένες θέσεις στα Κύθηρα, κάτι ιδιαίτερα πιθανό. Το παραπάνω περιστατικό θεωρείται σημαντικό για την ιστορία του τόπου, αν και αναφέρεται σε μία ιδιαίτερα σκοτεινή εποχή για τα Κύθηρα. Είναι μάλιστα πολύτιμο καθώς τα στοιχεία από την εποχή αυτή, αλλά και αρκετούς αιώνες ενωρίτερα, λείπουν εντελώς από την ιστορική έρευνα.

Η απογραφή του Καστροφύλακα

Η λεγόμενη Απογραφή του Καστροφύλακα υπήρξε για χρόνια ένα από τα αινίγματα της κυθηραϊκής ιστορίας, καθώς αναφέρονταν σε αυτήν τοποθεσίες στο νησί εντελώς άγνωστες σήμερα. Μάλιστα, μερικές από αυτές, δεν είχαν αναφερθεί ποτέ σε έγγραφα και απουσίαζαν επιδεικτικά από τις πηγές που έχουν μελετηθεί επιτείνοντας το μυστήριο και δίνοντας λαβή σε διάφορες εικασίες. Πριν, όμως, δούμε αναλυτικά τα στοιχεία του… μυστηρίου πρέπει να ξεκαθαρίσουμε σε ποιο κείμενο αναφερόμαστε, καθώς στα βιβλία που ασχολούνται με την κυθηραϊκή ιστορία αναφέρονται δύο διαφορετικές σειρές τοπωνυμίων που παραπέμπουν στην απογραφή αυτή. Είναι δε κρίσιμο αυτό το θέμα, καθώς δεν είχαν δημοσιευθεί μέχρι πριν λίγο καιρό τα πρωτότυπα κείμενα της απογραφής αυτής, έτσι ώστε ο καθένας προσπαθούσε να εξάγει συμπεράσματα από το κείμενο που είχε στη διάθεσή του, συνήθως από δευτερογενείς πηγές.

Ουσιαστικά τα αναφερόμενα στην απογραφή, που έχουν απασχολήσει τους επιστήμονες, μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: Αυτά που αναφέρονται σε όσα έγραψε ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός και αυτά που δημοσίευσε η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου. Τα χωριά που αναφέρει ο πρώτος και αναδημοσιεύονται από τον καθηγητή Γ. Λεοντσίνη, είναι τα: Άγιος Δημήτριος, Κάτω Κυπέρι, Απάνω Κυπέρι, Κάλαμος, Πιτσινάδες, Βιαράδες, Κονιανά, Κουτσουμάνι, Πλάτανος, Πρώτικα, Αλλικαρίγνη, Αρκάριον και Μυλοπόταμος[5]. Τα χωριά που αναφέρονται από τη Χρ. Μαλτέζου είναι: Άγιος Δημήτριος, Μητάτα, Κάτω Κυπέρι, Απάνω Κυπέρι, Καλαμουτάδες, Πιτσανάδες, Γριζωτή, Κονιανά, Κουσουνάρι, Πλάτανος, Βιότικα, Αλικάνγκρι, Αρκάριο και Μυλοπόταμο[6].

Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να συμβάλουμε στην ερμηνεία του γρίφου της απογραφής αυτής βασιζόμενοι στο κείμενο που αναφέρει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου, καθώς, αυτό είναι το κείμενο το οποίο βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, του οποίου μάλιστα φωτοτυπία δημοσίευσε η ίδια σε μεταγενέστερο έργο της[7]. Για να διευκολυνθεί η προσέγγιση που θα επιχειρήσουμε είναι απαραίτητο να παρουσιασθεί το πρωτότυπο κείμενο, όπως δημοσιεύεται από την καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου. Παρακάτω αναφέρονται με τη σειρά του πρωτοτύπου τα χωριά της απογραφής, όπως εμφανίζονται στο έγγραφο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.

 

Forteza                                 c. Pizinades             c. Arcario

Borgo                                    c. Grisoti                   Castel Milopotamo

casal S. Dimitri                    c. Coniana

c. Mitata                               c. Cusunari

c. Katto Chiperi                  c. Platano

c. Apano Chiperi                c. Riotica

c. Calamutades                  c. Allicangri

 

Από τον παρατιθέμενο πίνακα, όπου αναφέρονται όλες οι περιοχές στις οποίες καταγράφεται πληθυσμός, προκύπτει ότι ο απογραφέας αναφέρει 16 περιοχές του νησιού στις οποίες σημειώνεται ότι κατοικούνται με συνολικό πληθυσμό 3.162 κατοίκους. Αυτόματα, για τους γνωρίζοντες τα Κύθηρα, προκύπτει το ερώτημα: Γιατί αναφέρονται περιοχές που είναι εντελώς άγνωστες τη στιγμή που απουσιάζουν γνωστές κατοικημένες περιοχές του νησιού κατά το τέλος του 16ου αι., οπότε έγινε η απογραφή; Πριν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στον ίδιο τον απογραφέα Πέτρο Καστροφύλακα και να ανιχνεύσουμε την πορεία του στα Κύθηρα. Για την εργασία αυτή δεν χρειάστηκε να «κουραστούμε» καθόλου, αφού το σχετικό οδοιπορικό του Καστροφύλακα έχει μελετήσει και δημοσιεύσει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου με την ευκαιρία του εντοπισμού από την ίδια στο Ιστορικό Αρχείο Κυθήρων εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται ένας Πέτρος Καστροφύλακας, δωρητής μιας εικόνας στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστή στον Εγκρεμνό.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την εμπεριστατωμένη μελέτη της, ο Πέτρος Καστροφύλακας, ως λογιστής των ενετών συνδίκων και επιθεωρητών της Ανατολής Zuanne Gritti και Giulio Garzoni, ίσως να είχε επισκεφθεί τα Κύθηρα συνοδεύοντας τους δύο αξιωματούχους και να είχε συντάξει την πολύτιμη απογραφή του 1583 κατ’ εντολήν της Ενετικής Συγκλήτου. Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη ο Καστροφύλακας θα πρέπει να παρέμεινε στα Κύθηρα μεταξύ των μηνών Ιουνίου και Αυγούστου του 1583, ενώ οι σύνδικοι είχαν ήδη αναχωρήσει και βρίσκονταν στη Ζάκυνθο είχαν δώσει δε εντολή στον ενετό προνοητή των Κυθήρων Gieronimo Zanne να αναθέσει σε έμπειρους υπαλλήλους και ειδικά στον Zuanne Cagniotti να συνεχίσει και να αποπερατώσει την αποστολή. Φαίνεται ότι ο χρόνος κατά τον οποίο ο Καστροφύλακας έμεινε (;) στα Κύθηρα, αλλά και η εργασία που ανετέθη στους «εμπείρους» υπαλλήλους της Γαληνοτάτης, είναι κρίσιμα σημεία για την ερμηνεία των αναφερομένων στην απογραφή.

Επανερχόμενοι σ’ αυτήν παρατηρούμε αμέσως αυτά που αναφέραμε στην αρχή. Απουσιάζουν χωριά, για τα οποία έχουμε απόλυτη βεβαιότητα από τις υπάρχουσες αναφορές στις πηγές ότι κατοικούνται κατά την εποχή της απογραφής. Ας τα δούμε ένα-ένα. Σύμφωνα με την πιο κοντινή χρονικά πηγή, τα κατάστιχα του νοταρίου Εμμανουήλ Κασιμάτη, υπάρχει βεβαιότητα ότι κατά την εποχή που συνετάγησαν τα συμβόλαια του νοταρίου αυτού, ανάμεσα στα έτη 1560-1582 κατοικούνται με ασφάλεια τα εξής χωριά: Κοντελετού (Λειβάδι), Στραπόδι, Φυρόι, Πλατάνι, Κούτζακας (το σημερινό Κάτω Λειβάδι), Τσικαλαρία, Μανιτοχώρι και Φράτσια[8]. Από άλλες πηγές, που αναφέρονται σε προγενέστερα χρόνια, προκύπτει ότι, κατά τον 14ο αι., κατοικούνται και τα χωριά: Δρυμώνας, Κεραμουτό, Καρβουνάδες, Αλεξανδράδες, Ποταμός, Παλιόκαστρο, Μαγγουνάδες, Καλύβια, Γωνία, Θολάρι, Σπανοχωριό και Μεσοχωρίο, πολλά από τα οποία είναι πιθανότατο ότι κατοικούνται μέχρι και το τέλος του 16ου αι.

Όλα, όμως, τα παραπάνω χωριά απουσιάζουν από την απογραφή του Καστροφύλακα, στην οποία, αντίθετα, περιλαμβάνονται μερικά άγνωστα χωριά, όπως: Καλαμουτάδες, Γριζωτή, Κονιανά, Αλικάνγκρι, Βιότικα ή Ριότικα και Αρκάριο. Το ερώτημα που προκύπτει αμέσως είναι αυτονόητο. Γιατί η απογραφή δεν περιλαμβάνει γνωστά χωριά, ενώ περιλαμβάνει άγνωστα; Αν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τα παλαιότερα χωριά όπως π.χ. το Θολάρι και η Γωνία έχουν ήδη καταστραφεί στα τέλη του 16ου αι. (βλ. σχετικό λήμμα) ή ότι χωριά όπως το Παλιόκαστρο έχουν πιθανώς εγκαταλειφθεί ήδη την εποχή αυτή, τι γίνεται με τα υπόλοιπα; Η απάντηση είναι πιθανόν να βρίσκεται στον περιορισμένο χρόνο της παραμονής του Καστροφύλακα στα Κύθηρα, πιθανόν δε και στην εμπειρία ή ευσυνειδησία των υπαλλήλων που ανέλαβαν να αποπερατώσουν την εργασία. Θα μπορούσαμε ακόμη να υποθέσουμε να μην πρόκειται καν για το ίδιο πρόσωπο που αναφέρεται στα προμνημονευθέντα έγγραφα, άρα να μην είχε έλθει ποτέ στα Κύθηρα ο απογραφέας Καστροφύλακας, αφού εντοπίζεται αργότερα και άλλο πρόσωπο με το όνομα αυτό[9].

Αν επανέλθουμε στον πίνακα των χωριών και των κάστρων που περιλαμβάνει η απογραφή θα δούμε ότι απουσιάζουν εντελώς όλα τα χωριά του νοτίου τμήματος του νησιού, που ήταν και πλησιέστερα στην πρωτεύουσα, άρα δεν μπορεί να ήταν άγνωστα, ενώ, αντίθετα, περιλαμβάνονται 13 χωριά του βορείου τμήματος του νησιού (άσχετα αν δεν γνωρίζουμε πολλά από αυτά) με τη σημαντική παρατήρηση ότι και από αυτά φαίνεται να απουσιάζει το σημαντικότερο: ο Ποταμός, ο οποίος με ασφάλεια κατοικείται την εποχή αυτή και ως παλαιότερο στην περιοχή πρέπει να είναι και το πλέον πολυάνθρωπο. Η μόνη υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε για τα ερωτήματα αυτά είναι ότι η απογραφή έγινε πρόχειρα και τα μεν χωριά στο νότιο τμήμα δεν αναφέρθηκαν καθόλου, πιθανόν γιατί οι κάτοικοί τους είχαν συμπεριληφθεί στον αριθμό των κατοίκων της Φορτέτζας και του Μπόργκο (του Κάστρου και της πρωτεύουσας με άλλα λόγια), αν θεωρήσουμε τα αριθμητικά δεδομένα της απογραφής αυτής ως ακριβή, τα δε χωριά στο βόρειο τμήμα αναφέρθηκαν αναλυτικά μεν, λανθασμένα δε, καθώς η απογραφή έγινε πρόχειρα, όπως είπαμε, πιθανόν δε με ασαφείς και ανακριβείς σε διάφορα σημεία πληροφορίες τρίτων. Άλλη ερμηνεία δεν έχουμε προς το παρόν.

Οφείλουμε όμως να δούμε τα χωριά που αναφέρονται αναλυτικά ένα-ένα για να ερμηνεύσουμε την παρουσία των αγνώστων (Γριζωτής, Κονιανών) και την απουσία των γνωστών (Ποταμός). Εννοείται ότι καμία ερμηνεία δεν μπορεί να δοθεί για τον αριθμό των κατοίκων κάθε χωριού (casale), ούτε και να αποφανθεί κανείς αν αυτός ανταποκρίνεται ή όχι στα πράγματα. Αν λάβουμε, πάντως, υπ’ όψιν τις άλλες απογραφές που αφορούν πλησιέστερα σε αυτήν χρόνια[10] θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν πρέπει να απέχει από την πραγματικότητα και οι αριθμοί που αναφέρονται σε αυτήν θα μπορούσε να είναι σωστοί. Αφού δεχθούμε, λοιπόν, την υπόθεση (και μέχρι να προσκομισθούν άλλα στοιχεία που θα αλλάξουν τα πράγματα) ότι στο νότιο τμήμα του νησιού η απογραφή έγινε κατά τον τρόπο που αναφέραμε, ας δούμε τι μπορεί να έγινε στο βόρειο τμήμα του νησιού. Αν παρατηρήσουμε τις περιοχές με τη σειρά που αναφέρονται και έχουμε δίπλα μας έναν χάρτη των Κυθήρων μπορούμε να δούμε ότι η καταγραφή αρχίζει από τον Άγιο Δημήτριο, τη βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού, η οποία είχε καταστραφεί από τον Βαρβαρόσσα ήδη από το 1537. Η αναφορά της και μάλιστα με πληθυσμό μπορεί να σημαίνει αυτό που αναφέρει η καθηγήτρια Χρ. Μαλτέζου ότι κάποιοι κάτοικοι επέστρεψαν σιγά σιγά στην περιοχή και επανεγκαταστάθηκαν σε αυτήν[11]. Την άποψη αυτή ενισχύει και η παρατήρηση ότι η καπιτανερία (το φρουραρχείο τρόπον τινά) του Αγ. Δημητρίου συνεχίζει να διεκδικείται από επίδοξους φρουράρχους για πολλά χρόνια ακόμη[12], καίτοι, ενδεχομένως, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η φρουρά είχε εγκατασταθεί αλλού και παρέμενε απλά η ονομασία, υπόθεση όμως όχι ιδιαίτερα ισχυρή. Η πρόταξη πάντως του Αγ. Δημητρίου μπορεί να ερμηνευθεί και από το γεγονός ότι ήταν μέχρι λίγα χρόνια πριν η πρωτεύουσα του νησιού, ενώ ήταν και οχυρή θέση με κάστρο.

Μετά τον Άγιο Δημήτριο η επόμενη αναφορά είναι στα Μητάτα, παλαιότατο χωριό, το οποίο ήταν για μικρό χρονικό διάστημα και πρωτεύουσα των Κυθήρων. Από τα Μητάτα η καταγραφή ακολουθεί σαφή γεωγραφική πορεία προς βορρά και μάλιστα με κίνηση ΝΑ-ΒΔ. Επόμενες αναφορές είναι το Κάτω και Απάνω Κυπέρι, τα σημερινά Φριλιγκιάνικα και ακολουθεί ένα από τα άγνωστα χωριά της απογραφής, οι Καλαμουτάδες, το οποίο πολλές φορές συγχέεται με τον Κάλαμο, με τον οποίο δεν έχει την παραμικρή σχέση. Καλαμουτάδες λεγόταν η περιοχή εκεί περίπου όπου είναι τα σημερινά Καστρισιάνικα και συγκεκριμένα γύρω από το ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου είναι σήμερα το νεκροταφείο του χωριού, δεν συμπίπτει όμως απόλυτα με το γνωστό οικισμό. Σημειωτέον ότι λίγο αργότερα τα Καστρισιάνικα θα αποτελέσουν την έδρα του ενός από τα τέσσερα ντιστρέτα (διοικητικά διαμερίσματα) των Κυθήρων.

Συνεχίζοντας την πορεία προς βορρά επόμενος σταθμός της απογραφής είναι οι Πιτσινάδες, ένα χωριό που είναι γνωστό και δεν απαιτεί άλλη έρευνα. Αμέσως μετά, ένα άλλο από τα άγνωστα χωριά έρχεται να δημιουργήσει ερωτηματικά. Η Γριζωτή δεν αναφέρεται πουθενά ως χωριό πλην της απογραφής του Καστροφύλακα. Είναι γνωστό ότι επώνυμο Γριζωτής ή Γρυζιώτης αναφέρεται στα Κύθηρα και μάλιστα με εντοπισμό σε μικρό οικισμό κοντά στις Πιτσινάδες, τα ερείπια του οποίου εντοπίζονται εύκολα και σήμερα και ο οποίος ονομάζεται Γιωργάδικα ή Μενεγιάνικα από το παλαιότατο (μαρτυρείται από τον 15ο αι.) επώνυμο Γεωργάς των κατοίκων του ή Μένεγας, που ήταν παρωνύμιο κλάδου των Γεωργά.

Η αναφορά στο ναό των Αγίων Πάντων στα Γριζωτιάνικα, στον κώδικα του επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, δίνει το γεωγραφικό στίγμα του οικισμού, όμως οικισμός δίπλα από το ναό αυτόν δεν εντοπίζεται και μάλλον η Γριζωτή είναι μία λανθασμένη αναφορά σε έναν από τους σημερινούς οικισμούς Περλεγκιάνικα και Ντουριάνικα (πιθανότατα ο πρώτος), οι οποίοι από παλαιά έφεραν την ονομασία Μαγγουνάδες, οι οποίες εντοπίζονται στις πηγές από τον 14ο αιώνα. Μπορούμε να υποθέσουμε, λοιπόν, με σχετική ασφάλεια ότι ο απογραφέας κατέγραψε την κατοικημένη περιοχή με την ονομασία Γριζωτή από το όνομα μιας οικογένειας, πιθανόν γιατί δεν γνώριζε την ονομασία της και της έδωσε πρόχειρα το όνομα κάποιων κατοίκων. Την άποψη ενισχύει και η αναφορά σε Γριζωτή και όχι σε Γριζωτιάνικα, που έχει και τη συνήθη κατάληξη που θα επικρατήσει έναν αιώνα αργότερα για τους οικισμούς των Κυθήρων, που έπαιρναν το όνομά τους από την κυρίαρχη οικογένεια.

Μετά τον οικισμό Γριζωτή αναφέρεται στο κατάστιχο ο οικισμός Κονιανά. Μέχρι σήμερα χωριό ή τοπωνύμιο με αυτή ή παρεμφερή ονομασία δεν έχει εντοπισθεί στα Κύθηρα. Η μόνη υπόθεση που είναι δυνατόν να γίνει –και πάντα δεν πρέπει να παραβλέπουμε όσα αναφέραμε στην αρχή για πιθανή προχειρότητα στην απογραφή– είναι ότι η λέξη Κονιανά αποδίδει με εσφαλμένο τρόπο τη λέξη Κομηνιάνικα, οικισμό γνωστό, ο οποίος σήμερα αναφέρεται ως Ντουριάνικα από το παρωνύμιο ενός Κομηνού-Ντούρου ή αυτό το ίδιο το επώνυμο Κομηνός. Η υπόθεση αυτή έχει ισχυρά ερείσματα, καθώς ο οικισμός αυτός βρίσκεται πολύ κοντά στα Περλεγκιάνικα (αν υποθέσουμε ότι αυτά είναι η Γριζωτή), αλλά και στα Γιωργάδικα, στα οποία κατοικούσαν άτομα με το επώνυμο Γριζιώτης, όπως είδαμε. Αν δε λάβουμε υπ’ όψιν ότι η λέξη Κονιανά παρουσιάζει αρκετά στοιχεία της λέξης Κομηνιάνικα ή Κομηνός, δεν αποκλείεται και εδώ να έχουμε μία κακή μεταφορά του επωνύμου Κομηνός, όπως ακριβώς στον προηγούμενο οικισμό είχαμε μία κακή αναφορά του επωνύμου Γριζωτής.

Επόμενη αναφορά στην απογραφή είναι ο οικισμός Κουσουνάρι, ο οποίος ταυτίζεται με ασφάλεια με το γνωστό και σήμερα οικισμό με το ίδιο όνομα. Υπάρχει, πάντως, και εδώ μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση, καθώς είναι η πρώτη φορά στην πορεία του οδοιπορικού της απογραφής κατά την οποία ένας οικισμός αναφέρεται πριν από έναν άλλο, ο οποίος ακολουθεί την πορεία Νότου-Βορρά, για την οποία αναφερθήκαμε. Κι αυτό γιατί το Κουσουνάρι βρίσκεται μεν πολύ πλησίον του οικισμού Πλάτανος, είναι όμως έπειτα από αυτόν στην πορεία που παρακολουθούμε στο χάρτη. Φυσικά με την προϋπόθεση, ο οικισμός Πλάτανος, ο οποίος είναι ένας από τους άγνωστους οικισμούς της απογραφής, να συμπίπτει με το σημερινό οικισμό των Λογοθετιανίκων. Η υπόθεση αυτή αξίζει να διερευνηθεί περισσότερο. Η ευρύτερη περιοχή των Λογοθετιανίκων αποτελεί σημαντική πρόκληση για τους ερευνητές της κυθηραϊκής ονοματολογίας και χωρογραφίας, καθώς, καίτοι κομβικός και παλαιός οικισμός, δεν αναφέρεται σε παλαιότερες πηγές. Η απάντηση στην απορία αυτή μπορεί με σχετική ασφάλεια να αναζητηθεί στο γεγονός ότι η ευρύτερη περιοχή αποτελείται από πολλούς οικισμούς και ενορίες, που αλλάζουν αρκετές φορές όρια και κατοίκους στην ιστορική πορεία. Η ονομασία Λογοθετιάνικα προέρχεται από την κυρίαρχη οικογένεια Λογοθέτη, γνωστή στα Κύθηρα ήδη από τον 15ο αι., από την οποία προέρχεται σημαντικός αριθμός οικογενειών της περιοχής που υιοθετούν ως επώνυμα τα παρωνύμια τα οποία χρησιμοποιούν για να διαχωρίζονται οι μοιραίες συνωνυμίες. Είναι, επομένως, βέβαιο ότι τα Λογοθετιάνικα έφεραν άλλο όνομα παλαιότερα. Ποίο; Σύμφωνα με τη δική μας έρευνα δύο σημαντικά στοιχεία μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προηγούμενη ονομασία του οικισμού αυτού ήταν Πλάτανος ή Πλατάνι. Το ένα είναι ότι και σήμερα ακόμη ονομάζεται από τους παλαιότερους Πλάτανος σημαντικό κεντρικό σημείο του χωριού, κάτι που διασταυρώθηκε από πολλές προφορικές μαρτυρίες. Το άλλο είναι ότι υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία από τις πηγές. Σε συμβόλαιο του έτους 1568 για πώληση χωραφιού με σπίτι και νερό αναφέρεται χωρίο Πλατάνι, χωρίς όμως να προσδιορίζεται με ασφάλεια για ποιο πρόκειται. Αν θεωρήσουμε, όμως, ασφαλές στοιχείο ότι συμβαλλόμενοι ή συμπλησιαστές στο συμβόλαιο είναι, μεταξύ άλλων, οι, Γεώργιος Λογοθέτης-Λιτζέρης, Ιωάννης Λογοθέτης και Βασίλειος Κομηνός και ότι το Πλατάνι αναφέρεται ότι βρίσκεται στο Διστρέτο του Αγίου Δημητρίου[13], πιστεύουμε ότι έχουμε ένα ισχυρό επιπρόσθετο στοιχείο να θεωρήσουμε ότι η αναφερόμενη περιοχή συμπίπτει με τον Πλάτανο και τα σημερινά Λογοθετιάνικα (Πλατάνι εξάλλου λέγεται ακόμη το ρέμα ανάμεσα στο Κουσουνάρι και τον Ποταμό). Το γιατί αναφέρεται πρώτα το Κουσουνάρι και μετά ο Πλάτανος είναι άγνωστο, θα μπορούσε όμως να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι δύο οικισμοί είναι ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά και στην προχειρότητα της απογραφής, η οποία έχει επισημανθεί προηγουμένως και είναι προφανής. Συμπερασματικά, ο Πλάτανος είναι τα σημερινά Λογοθετιάνικα και δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον αρχαίο Πλατανιστούντα, ο οποίος τοποθετείται στο βορειότατο άκρο του νησιού, κοντά στον σημερινό Καραβά.

Μετά τα χωριά Πλάτανος και Κουσουνάρι αναφέρονται δύο άγνωστα τοπωνύμια-οικισμοί, Ριότικα ή Πρώτικα, ή Βιότικα, όπως αποδίδουν άλλοι την αβέβαιη απόδοση στο χειρόγραφο και Αλλικάγκρι, ενώ η γραφή και του οικισμού αυτού έχει δημιουργήσει αμφιβολίες[14]. Πριν αναφέρουμε τα λιγοστά στοιχεία για τους οικισμούς αυτούς θα κάνουμε ένα μικρό «άλμα» και θα αναφερθούμε στον τελευταίο αναφερόμενο οικισμό, το Αρκάρι ή Αρκάριο, ο οποίος είναι αυτός εξαιτίας του οποίου ισχυροποιήθηκε η άποψη ότι τα αναφερόμενα στην απογραφή του Καστροφύλακα χωριά περιλαμβάνουν υπαρκτά τοπωνύμια. Κατ’ αρχάς Αρκάριο είναι λατινική λέξη που σημαίνει το Θησαυροφυλάκιο. Το χωριό είχε εντοπισθεί σε έγγραφα του 16ου αι.[15], άρα ήταν βέβαιο ότι υπήρξε πλην όμως δεν ήταν γνωστό σε ποια περιοχή. Πρόσφατος εντοπισμός στον Κώδικα του Επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη δύο ναών ΒΔ του Ποταμού με την ένδειξη ότι βρίσκονται στο Αρκάρι έδωσαν και τις αναγκαίες αποδείξεις για την περιοχή όπου βρισκόταν ο οικισμός αυτός. Συγκεκριμένα ο Κώδικας αυτός αναφέρει ότι πρόκειται για τους ναούς των Αγίων Γεωργίου και Στεφάνου, οι οποίοι όντως βρίσκονται πλησίον ο ένας του άλλου στη θέση αυτή.

Έχοντας τώρα βεβαία τη θέση του οικισμού Αρκάρι, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, ακολουθώντας τη λογική που αναφέραμε στην αρχή για γεωγραφικό οδοιπορικό των οικισμών της απογραφής με αρχή τα Μητάτα και τέλος το Αρκάρι ότι οι δύο άγνωστοι οικισμοί Αλικάνγκρι και Πρώτικα ή Ριότικα πρέπει να βρίσκονται ενδιάμεσα των προαναφερομένων οικισμών και μετά τους οικισμούς Πλάτανος και Κουσουνάρι, των οποίων επίσης έχουμε βέβαιη θέση. Ανάμεσα όμως από το Αρκάρι και το Κουσουνάρι ένας μόνο οικισμός υπάρχει σήμερα και είναι βέβαιο ότι υπήρχε από τον 13ο αι. Ο Ποταμός! Η απουσία μνείας του οικισμού αυτού, ο οποίος ήταν πάντα μεγάλος σε σχέση με τους άλλους, δημιουργεί όντως πολλά ερωτήματα. Η πρώτη άποψη που θα μπορούσε να διατυπωθεί ότι ίσως τότε να ήταν σε παρακμή δεν ευσταθεί, καθώς γνωρίζουμε ότι ο οικισμός αυτός υπάρχει τον 16ο αι. Η παράλειψή του μόνο μίας ερμηνείας επιδέχεται κατά την άποψή μας. Ότι δεν ανεφέρθη, γιατί αναφέρονται κάποιοι οικισμοί, οι οποίοι τον συναπαρτίζουν και, δεδομένης (για μας) της προχειρότητος της απογραφής, έγινε αναφορά στα μέρη και παρελείφθη το όλον. Η αναφορά στο Αρκάριο, το οποίο λόγω της γειτνίασής του με τον Ποταμό θα μπορούσε να θεωρηθεί τμήμα του, μάλλον ενισχύει την άποψη αυτή. Επίσης το γεγονός ότι, αν δεχθούμε τα αριθμητικά δεδομένα της απογραφής, οι τρεις οικισμοί που φαίνεται να συναπαρτίζουν τον Ποταμό έχουν συνολικά 229 κατοίκους, αριθμός που θα δικαιολογούσε ένα χωριό σαν τον Ποταμό, σε ένα νησί με 3162 κατοίκους.

Τώρα το ερώτημα είναι ποιοι είναι οι άλλοι δύο οικισμοί, για τους οποίους ούτε τα ονόματα ούτε τη θέση γνωρίζουμε; Για μεν τον οικισμό Αλλικάνγκρι ουδεμία πληροφορία έχουμε, ούτε εντοπίζεται σε καμία πηγή. Αυτό δημιουργεί την υποψία ότι και ο οικισμός αυτός υπήρξε «θύμα» της προχειρότητος της απογραφής. Η μόνη υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι η λέξη Allicangri είναι σύνθετη, με πρώτο συνθετικό το Alli (= στο) και με κακή απόδοση του δεύτερου συνθετικού, το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί Cangri = Cang(a)ri από το Τσαγκάρι. Τσαγκάρι λέγεται η περιοχή ΒΔ του Ποταμού και εκεί που είναι ο Βυζαντινός ναός των Αγίων Νικολάου και Σάββα. Επομένως, σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, Alli (= στο) Cang(a)ri (Τσαγκάρι). Προς την άποψη αυτή συντείνει και η αναφορά του πριν από το Αρκάριο (που είναι δυτικότερα) και μετά τη Λαριώτισσα, που είναι το κέντρο του Ποταμού, σύμφωνα με το συλλογισμό που αναφέρουμε παρακάτω. Είναι αλήθεια ότι δεν γνωρίζουμε αν το Τσαγκάρι κατοικείται την εποχή αυτή, όπως το διπλανό Αρκάριο για το οποίο είμαστε βέβαιοι, είναι όμως πολύ πιθανό και λόγω της θέσης του σε επίκαιρη περιοχή, αλλά και της ανέγερσης εκεί παλαιότερα του προαναφερθέντος ναού.

Φαίνεται ότι όλες αυτές οι συνοικίες εμφανίζονται παντού σε παλαιότερα ή νεότερα κείμενα με τη γενική αναφορά, Ποταμός. Αντίστοιχα ούτε οικισμός Πρώτικα ή Ριότικα (κατ’ άλλους Βιότικα!) έχει εντοπισθεί. Κατ’ αρχάς το κείμενο οδηγεί στην υπόθεση ότι το αρχικό γράμμα είναι R και όχι Β ή P. Αν εδώ ληφθεί υπ’ όψιν ότι σε κάθε οικισμό προτάσσεται το γράμμα c. (από τη λέξη casale), θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την τολμηρή υπόθεση ότι η λέξη Riotica μπορεί να αποδίδει την ελληνική λέξη Λαριώτισσα με αποκοπή της πρώτης συλλαβής λόγω του παρεμφερούς τελευταίου φθόγγου της ιταλικής λέξης που προηγείται [c.asa-le (La) Riotica]. Και είναι μεν λεκτικά τολμηρή η υπόθεση, έχει όμως δύο επιχειρήματα: Ότι ο οικισμός αυτός είναι γεωγραφικά στη θέση που θα έπρεπε να είναι βάσει της υπόθεσης του οδοιπορικού, το οποίο, όπως είδαμε, φαίνεται να ακολουθείται πιστά, είναι δε δύσκολο να φαντασθούμε ότι μπορεί να έχει παραλειφθεί εντελώς ο Ποταμός, όσο πρόχειρα και αν έγινε η απογραφή, όπως υποθέσαμε. Εδώ η προχειρότητα στη σύνταξη της απογραφής οδηγεί στην άποψη ότι η ίδια μπορεί να ευθύνεται και στον τρόπο απόδοσης στη γραφή του οικισμού. Φυσικά όλα αυτά μένει να επιβεβαιωθούν (ή και να συμπληρωθούν ή απορριφθούν) από μία νεότερη έρευνα.

Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο συνηγορεί στην άποψη ότι η απογραφή έγινε πρόχειρα ή πολύ βιαστικά, χωρίς, όμως, να αποκλείεται να λείπουν και κάποια μέρη από αυτήν. Η παρατήρηση[16] ότι ο Καστροφύλακας ίσως να παρέμεινε στα Κύθηρα και μετά την αναχώρηση των συνδίκων, ασφαλώς για να ολοκληρώσει το έργο της απογραφής, ενώ καλείται να φέρει σε πέρας διάφορες εργασίες, δείχνει ότι το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι ανάμεσα στις περιοχές για τις οποίες εδόθη οδηγία να συνεχισθεί το έργο είναι οι Κεραμουτό, Δρυμώνας, Καλοκαιρινές και Φούρνοι. Οι δύο πρώτες είναι γνωστό ότι κατοικούνται από τον 14ο αι. τουλάχιστον, οι Καλοκαιρινές αναφέρονται πρώτη φορά στις πηγές στο κείμενο αυτό, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιους Φούρνους αφορά η εντολή, αφού στα Κύθηρα υπάρχουν δύο περιοχές με αυτό το όνομα. Η μία είναι στην περιοχή Μυλοποτάμου και μάλλον συμπίπτει ή είναι πλησίον με το σημερινό Λαχνό, περιοχή που αναφέρεται στην παράδοση ότι ήταν ο αρχικός τόπος εγκατάστασης των οικογενειών του οικισμού Καλοκαιρινές και η άλλη είναι παραλία κοντά στον Καραβά. Η αναφορά αμέσως μετά στις Καλοκαιρινές και η σχέση των δύο τόπων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κείμενο αναφέρεται στους Φούρνους του Μυλοποτάμου. Ακόμη στο ίδιο κείμενο γίνεται αναφορά για περιοχή με ελαιοπαραγωγή που αναφέρεται Λαδιάνικα στον Περάτη. Ο Περάτης ταυτίζεται με ασφάλεια με την ομώνυμη σημερινή περιοχή του Περάτη έξω από τα Φράτσια. Αναφέρονται επίσης οι περιοχές που ανήκουν στην οικογένεια Βενιέρη (…delli Clarissimi Venieri) Μηλαπιδέα, Κεραμουτό, Αλεξανδράδες, Άγιος Ηλίας, Κατοχώρι και Κάλαμος, οι οποίες είναι όλες γνωστές και μπορούν να ταυτισθούν με ασφάλεια, από αυτές όμως κατοικημένες την εποχή αυτή μπορεί να είναι μόνον οι, Κεραμουτό, Αλεξανδράδες και Άγιος Ηλίας, οι οποίες όμως δεν αναφέρονται στο κείμενο της απογραφής που δημοσιεύεται παραπάνω!

Όπως αναφέραμε, το αν το δημοσιευμένο κείμενο της απογραφής περιέχει λάθη ή παραλείψεις ή αν η απογραφή έγινε βιαστικά και πρόχειρα είναι κάτι που θα δείξει η συνέχεια των ερευνών πάνω σ’ αυτήν. Δεν θα είναι, πάντως, η πρώτη φορά για κάτι παρόμοιο. Επισημαίνουμε απλά ότι ο Ιάκωβος Ραγκαβής[17], μόλις το 1854, εξέδωσε ογκώδες βιβλίο Γεωγραφίας, το οποίο περιέχει αναρίθμητες ανακρίβειες για τα Κύθηρα, είναι δε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο συγγραφέας του δεν είχε επισκεφθεί το νησί, ούτε όμως είχε φροντίσει να συλλέξει αξιόπιστες πληροφορίες γι’ αυτό. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι τα Κύθηρα έχουν έξι (!) χωριά, τα Μοδάρι, Λίνδον, Τιμούρον, Κακόπλακα και Καψάλι. Από αυτά, βέβαια, μόνο το τελευταίο είναι χωριό στα Κύθηρα, ενώ τα Λίνδος και Τιμούρο δεν υπάρχουν καν ούτε ως τοπωνύμια! Ο συγγραφέας πρέπει, εν προκειμένω, να χρησιμοποίησε παλιές γκραβούρες με τις γνωστές τους ασάφειες. Εννοείται ότι υπάρχουν και πολλές ακόμη εξοργιστικές ανακρίβειες. Αν αυτά γράφονταν στα μέσα του 19ου αι., τότε ασφαλώς μπορεί να θεωρηθούν αμελητέα τα λάθη στις απογραφές του 1583. Συμπερασματικά, λοιπόν, και με τα μέχρι στιγμής στοιχεία που αναλύσαμε, μπορούμε να υποστηρίξουμε την προχειρότητα αυτής της απογραφής, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε στον λίγο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους οι υπάλληλοι της ενετικής διοίκησης Κρήτης είτε στο ότι έλαβαν εσφαλμένες ή ελλιπείς πληροφορίες, είτε, ενδεχομένως, και στην απουσία του ίδιου του Καστροφύλακα από κάποια χρονική φάση ή και από το σύνολο της εργασίας, πιθανόν δε και σε όλα τα παραπάνω.

Αρκάριο

Ο οικισμός αυτός έχει εντοπισθεί στις πηγές από παλαιά, αφού αναφέρεται στην απογραφή του Καστροφύλακα[18], αλλά και σε πηγές προγενέστερες[19] αυτής, ήταν όμως εντελώς άγνωστος στα Κύθηρα, αφού είχε χαθεί και δεν ήταν γνωστός ο τόπος που βρισκόταν. Η αναφορά του, πάντως, στις πηγές ήταν αρκετή για να ερευνηθεί περισσότερο η περίπτωσή του, καθώς ο εντοπισμός του ίσως να έλυνε και το γρίφο της ίδιας της απογραφής[20]. Η αναφορά στη δεύτερη περίπτωση (που ανάγεται στο 1571) και του επωνύμου Γλυτσός ανάμεσα στους κατοίκους του οικισμού είχε οδηγήσει  στην υπόθεση ότι ίσως θα μπορούσε να είναι ο σημερινός οικισμός Δόκανα, στον οποίο κατοικούσαν από παλαιά οικογένειες με αυτό το επώνυμο[21].

Ο συλλογισμός αυτός απεδείχθη ότι δεν ευσταθούσε, καθώς εντοπίστηκε στον Κώδικα του Μητροπολίτη Νεκταρίου Βενιέρη αναφορά στην ύπαρξη δύο ναών, των Αγίου Γεωργίου και Αγ. Στεφάνου στο Αρκάρι[22]. Η βεβαιότητα ότι πρόκειται για τους δύο ναούς που βρίσκονται ΒΔ του σημερινού Ποταμού έλυσε το γρίφο της θέσης του οικισμού, αλλά έδωσε και νέα ώθηση στη μελέτη των άγνωστων τοπωνυμίων της απογραφής του Καστροφύλακα. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την καταγραφή των εξωμονίων από το Νεκτάριο Βενιέρη το 1697 οι δύο ναοί χαρακτηρίζονται ως εξωμόνια, γεγονός που σημαίνει, ασφαλώς, ότι ήδη κατά την εποχή αυτή ο οικισμός δεν υπάρχει πλέον, καίτοι απέχει χρονικά έναν περίπου αιώνα από την τελευταία γνωστή αναφορά στην απογραφή του Καστροφύλακα.

Κατά την τελευταία αυτήν απογραφή αναφέρεται ότι ο οικισμός είχε το 1583  60 κατοίκους. Η «εξαφάνιση» του οικισμού μόλις ένα αιώνα αργότερα, χωρίς μάλιστα να έχει καταγραφεί κάποιο σημαντικό γεγονός καταστροφής στην περιοχή, δίνει μία ακόμη ένδειξη για πιθανή προχειρότητα στην απογραφή, αλλά και για την ευκολία της εγκατάλειψης οικισμών για διαφόρους λόγους, όπως αναφέραμε εισαγωγικά (π.χ. κακή κατασκευή οικιών, σεισμοί, λοιμοί κλπ). Ίσως ο οικισμός αυτός να ήταν μέρος του σημαντικότερου οικισμού του Ποταμού, ο οποίος δεν αναφέρεται στη συγκεκριμένη απογραφή και στον οποίο βρίσκεται πολύ κοντά. Η πιθανότητα αυτή είναι μεγάλη και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη.

Η ονομασία Αρκάριο, η οποία επίσης είναι αρκετά παράξενη, προέρχεται από τη λατ. λέξη arca (=αργυροθήκη) και από αυτήν το αρκάρι-ο που σημαίνει θησαυροφυλάκιο. (Αρκάριος=θησαυροφύλαξ, κατά το λεξικό Δημητράκου)[23]. Γιατί το χωριό αυτό ονομάστηκε έτσι και σε ποία εποχή, παραμένει άγνωστο, όπως και οι λόγοι της εγκατάλειψής του, ενώ δεν αναφέρεται και σε καμία από τις προγενέστερες πηγές, ώστε το μυστήριο να παραμένει. Σημειώνεται ότι το χωριό είναι στην περιοχή Πενταγιοί (από το Πέντε Άγιοι)[24] που αναφέρεται στις πηγές από το 14ο αι. (βλ. όρια διανομής των Βενιέρων στο αντίστοιχο θέμα στην Εισαγωγή), η οποία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κυθηραϊκή ιστορία, αλλά η αρχαιολογική έρευνα σ’ αυτήν είναι ασήμαντη μέχρι σήμερα, είναι πιθανόν δε να κρύβει πολλές εκπλήξεις. Η απουσία επιφανειακής μαρτυρίας για την ύπαρξη του οικισμού μπορεί να ερμηνευθεί από την προχειρότητα κατασκευής των οικιών στο Βυζάντιο[25] (βλ. εισαγωγή), η οποία θα ήταν ασφαλώς εντονότερη σε έναν τόπο όπως τα Κύθηρα.

Αλλικάγκρι

Ένας από τους άγνωστους οικισμούς των Κυθήρων, ο οποίος αναφέρεται στις πηγές και συγκεκριμένα στην απογραφή του Καστροφύλακα[26] (1583), χωρίς όμως να έχει ταυτισθεί μέχρι σήμερα με έναν από τους γνωστούς οικισμούς,  ενώ, ακόμα και στον κατάλογο με τα τοπωνύμια δεν αναφέρεται  κάποιο που να προσομοιάζει ηχητικά. Και η γραφή όμως του οικισμού στο πρωτότυπο κείμενο κρίνεται, σύμφωνα με διατυπωθείσα άποψη[27], ως αβέβαιη, καίτοι η προσεκτική μελέτη του κειμένου δεν οδηγεί εύκολα σε άλλο συμπέρασμα. (Σε κάποιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί και η γραφή Αλλικαρίγνη[28], η οποία όμως δεν προκύπτει από τη μελέτη του πρωτοτύπου).

Σύμφωνα με τις σκέψεις που έχουν διατυπωθεί στην Εισαγωγή του παρόντος ο οικισμός αυτός θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ΒΑ άκρο του σημερινού Ποταμού, αν δεχθούμε ότι η απογραφή του Καστροφύλακα ακολουθεί μία πορεία ΝΑ-ΒΔ με ασήμαντες παρεκκλίσεις. Και η προφορά όμως της αποδιδόμενης στο πρωτότυπο λ. Allicangri  δεν είναι ασφαλής, έτσι ώστε να παραμένει ένα αίνιγμα για την έρευνα. Η γενικότερη αμφιβολία για τον τρόπο γραφής μερικών από τα χωριά της απογραφής του Καστροφύλακα, που μπορεί να αποδοθούν και στην προχειρότητα  ή τη βεβιασμένη αναγραφή των στοιχείων της απογραφής, ίσως να είναι μία απάντηση για τα ερωτήματα σχετικά με τον οικισμό αυτόν, ο οποίος αναφέρεται να κατοικείται με 125 άτομα.  Ίσως αυτό να αποτελεί ένα ακόμη επιχείρημα ότι ο οικισμός είναι μέρος του Ποταμού, αφού ο τελευταίος δεν αναφέρεται καν στην απογραφή, καίτοι είναι γνωστό ότι κατοικείται συστηματικά κατά την εποχή αυτή.

Όπως αναφέρουμε στο ειδικό κεφάλαιο στην εισαγωγή είναι πιθανό η λ. να είναι σύνθετη με πρώτο συνθετικό το Alli (=στο) ενώ το δεύτερο συνθετικό να είναι κακογραφή της λ. Τσαγκάρι[29], περιοχή ΒΑ του Ποταμού, όπου ο ναός των Αγίων Νικολάου και Σάββα. Θα μπορούσε δηλαδή να είναι Alli  Cangri με το δεύτερο από το  Cang(a)ri=Τσαγκάρι. Η θέση και ο ναός επιτρέπουν την υπόθεση, δεν έχουμε όμως μνεία στις πηγές για κατοίκηση στη θέση αυτή, όπως έχουμε για το Αρκάρι, είναι όμως βέβαιο ότι όλες αυτές οι περιοχές καλύπτονται κάτω από το όνομα Ποταμός σε παλαιότερες και νεότερες αναφορές. Στην περιοχή Τσαγκάρι, άλλως Κακινιάνικα ή Κακνιάνικα, όπως αναφέρονται στον Κώδ. Νεκταρίου Βενιέρη, αλλά και Βύθουλας, όπως λέγεται η ευρύτερη περιοχή, βρίσκεται ο μεσαιωνικός ναός των Αγίων Νικολάου και Σάββα, 13ος αι.[30], που επιτρέπει την υπόθεση ότι στο χώρο έχουμε κατοίκηση, όπως εξάλλου είναι βέβαιο ότι ισχύει και για την αρχαιότητα, αφού η τοποθεσία είναι μέσα  στο Βύθουλα, που είναι γνωστός αρχαιολογικός χώρος[31].

Ποταμός

Ένας από τους σημαντικότερους  στην ιστορική-γεωγραφική έρευνα των Κυθήρων, αλλά και από τους παλαιότερους οικισμούς του νησιού, αφού αναφέρεται από το 12ο αι μαζί με τα Μητάτα, σύμφωνα με αναφορά στο γνωστό Ανώνυμο Χρονικό περί Κυθήρων του 16ου αι, οι πληροφορίες του οποίου έχουν αποδειχθεί ακριβείς και αποτελούν πολύτιμο υλικό για την ιστορία του νησιού σε μία κρίσιμη εποχή, όταν ο Ευδαιμονογιάννης αντικατέστησε το Γεώργιο Παχύ στη διοίκηση των Κυθήρων  στο τέλος του 12ου αι περίπου. Τότε, σύμφωνα με το Χρονικό, ο Ευδαιμονογιάννης έχτισε Πύργο στον Ποταμό για προστασία, όπου και εγκαταστάθηκε[32]. Έχουμε επομένως μία σαφή αναφορά για την απώτερη εποχή ύπαρξης οικισμού με την ονομασία Ποταμός. Φαίνεται όμως ότι η περιοχή στην οποία βρίσκεται είχε και κατοίκηση παλαιότερα, πριν δηλαδή την ερήμωση των Κυθήρων κατά την κυριαρχία στη Μεσόγειο και την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες (9ος- 10ος αι). Αυτό μαρτυρεί το σπάραγμα παλαιοχριστιανικού δαπέδου, το οποίο βρισκόταν στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στα Β του Ποταμού, δίπλα από το σημερινό νεκροταφείο. Ο ερειπωμένος σήμερα ναός είναι νεότερος, του 13ου αι, έχει όμως κτισθεί πάνω σε άλλον ναό παλαιότερης εποχής[33].

Η ευρύτερη περιοχή ονομάζεται Πενταγιοί και η λέξη προέρχεται από το Πέντε Άγιοι, όπως προκύπτει από την καταγραφή στη διανομή των Βενιέρων, που αναφέρεται ως Penti agius[34]. Δεν είναι, επομένως, παράδοξο που συγκέντρωνε τις προτιμήσεις κατοίκησης σε εποχές σκοτεινές ακόμη για την κυθηραϊκή ιστορία, όπως οι παλαιοχριστιανικοί χρόνοι. Δεν πρέπει να παραβλεφθεί εξάλλου ότι στην πλησίον περιοχή ΒΑ του Ποταμού με την ονομασία Βύθουλας έχουν επισημανθεί σαφέστατα ίχνη κατοίκησης από την αρχαία εποχή. Συγκεκριμένα στη θέση του ναού του Αρχιστρατήγου έχουν βρεθεί τάφοι και επιφανειακά ευρήματα, ενώ θεωρείται ότι εκεί υπήρχε αρχαία Ακρόπολη. Η περιοχή πιστεύεται ότι κατοικείται από την προϊστορική μέχρι και την κλασσική εποχή, επισημάνθηκαν δε σε αυτήν ευρήματα από τη μυκηναϊκή εποχή[35]. Σύμφωνα με όσα υποθέσαμε σχετικά για το Αλλικάνγκρι (βλ. λ.), η περιοχή Βύθουλας, (της οποίας άλλη ονομασία είναι Τσαγκάρι) είχε συστηματική κατοίκηση κατά την εποχή της απογραφής του Καστροφύλακα (1583), κάτι που επιβεβαιώνεται, τόσο από τους ναούς, όσο και από την εν γένει μορφολογία της περιοχής, που αποτελεί σίγουρα αρχαιολογική τοποθεσία.

Η θέση Βύθουλας βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Αγία Πελαγία και ελέγχει οπτικά ολόκληρο το στενό της Πελοποννήσου. Δεν πρέπει να διαφύγει, τέλος, της προσοχής ότι η αναφερόμενη στο παραπάνω Χρονικό εγκατάσταση στον Άγιο Γεώργιο της Κολοκυθιάς κατά τον 12ο αι  ότι αφορούσε ένα διοικητικό κέντρο και ο οικισμός ίσως θα πρέπει να αναζητηθεί δυτικότερα, πιθανόν μέχρι τον Ποταμό. Γενικά, η περιοχή στους Πενταγιούς παρουσιάζει εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον δεν έχει, όμως, διερευνηθεί , ούτε έχουν γίνει συστηματικές έρευνες σ’ αυτήν.

Αν επανέλθουμε, όμως, στον Ευδαιμονογιάννη, παρατηρούμε ότι μέχρι τώρα πίστευαν οι περισσότεροι ότι ο πύργος που έχτισε κατά την εγκατάστασή του στον Ποταμό το 12ο αι είναι αυτός που βρισκόταν στο κέντρο του σημερινού οικισμού, ονομαζόταν Πύργος και παλαιότερα φυλάσσονταν εκεί τα αρχεία των Κυθήρων. Με τον Πύργο αυτόν έχει δημιουργηθεί σύγχυση, καθώς οι πληροφορίες των πηγών παρουσιάζουν διαφορές. Σύμφωνα με Ενετική πηγή τα ερείπια του οχυρού που έχτισε ο Ευδαιμονογιάννης σώζονταν το 16ο αι σε πευκόφυτο λόφο κοντά στον οικισμό του Ποταμού[36]. Σύμφωνα με τον Ενετό Προβλεπτή Τζ. Σοπεράντι  ο Πύργος είχε κτισθεί το 1245 για φύλαξη των αρχείων του νησιού[37], όπως είδαμε παραπάνω. Αυτός ο πύργος, από τον οποίο έλαβε την ονομασία το κέντρο του οικισμού, όπου η σημερινή πλατεία, χρησίμευε μέχρι το μεσοπόλεμο, οπότε και κατεδαφίστηκε το 1932, για τη στέγαση του Δημαρχείου[38].

Επομένως έχουμε δύο πύργους, σύμφωνα με τις πηγές. Αν αυτός που έχτισε ο Ευδαιμονογιάννης και ο οποίος, σύμφωνα με τις Ενετικές πηγές, ήταν ήδη ερείπια το 16ο αι, τότε ο δεύτερος, που χρησίμευσε και για Δημαρχείο, έστω επισκευασμένος, θα πρέπει να ήταν μεταγενέστερο κτίσμα. Για τον δεύτερο έχουμε απόλυτη βεβαιότητα ότι υπήρξε, αφού γνωρίζουμε και το χρονικό της κατεδάφισής του. Ήταν, όμως, αυτός του Ευδαιμονογιάννη; Πιθανότατα όχι. Ασφαλώς έχουν σωθεί σε όλη την Ελλάδα φρούρια μεσαιωνικά, όπως και στα Κύθηρα η Παλιόχωρα, αν ήταν αυτός, όμως, του 1245, δεν είναι απορίας άξιον πώς έφθασε να είναι ακόμα χρηστικός ως κτήριο μέχρι τον 20ό αι.; Αλλά και αν ίσχυε αυτό, τότε ποίος πύργος ήταν σε ερείπια σε πευκόφυτο λόφο έξω από τον Ποταμό;

Ας ξαναδούμε τα στοιχεία. Σε αναφορά του προς τις Ενετικές αρχές το 1545 ο Ενετός Προβλεπτής Τζ. Σοράνζο αναφέρει ότι, μεταξύ άλλων, εγκατέστησε φρουρά στον Ποταμό απ΄ όπου «φαίνεται το υπόλοιπον της νήσου»[39]. Αν είχε εγκαταστήσει τη φρουρά στο κέντρο του σημερινού Ποταμού το πιθανότερο είναι ότι δεν θα έβλεπε παρά Ν και Δ. Το ζητούμενο θα ήταν να βλέπει και τη θάλασσα και αυτό μπορούσε να γίνει, είτε από ΒΑ, είτε από Α – ΝΑ απέναντι από τη σημερινή Παλιόχωρα. Δεν γνωρίζουμε, πλην μίας μόνο αναφοράς στις πηγές, τη χλωρίδα του τόπου κατά το 16ο αι, πευκόφυτο[40], όμως, με τα σημερινά δεδομένα, μπορούσε να είναι το Β τμήμα ή το ΒΑ στο σημερινό Βύθουλα. Τοπωνύμιο Πύργος[41] αναφέρεται μόνο απέναντι από την Παλιόχωρα! Η θέση αυτή συγκεντρώνει αρκετά από τα στοιχεία για να παρέχει ασφάλεια στον Ποταμό και να επιτηρεί τη θάλασσα στο στενό με την Πελοπόννησο.

Ένα ακόμη στοιχείο υπάρχει πάνω σ’ αυτό το συλλογισμό. Αναφέρεται, για τον Πύργο του Ευδαιμονογιάννη, ότι «λείψανα του οποίου ευρισκόμενα σε μία κορυφή φαίνονται ακόμη και σήμερον». Ο Π. Τσιτσίλιας, που καταγράφει τα παραπάνω, προφανώς αντιγράφει άγνωστη πηγή, καθώς σημειώνει ξεχωριστά: «Οριστικώς ήδη κατεδαφισμένος»[42]. Αν εννοούσε αυτόν της πλατείας, αποκλείεται να έκανε αυτή την παρατήρηση, χωρίς να σχολιάσει ποίον πύργο εννοεί, αφού αυτός δεν ήταν καν σε ύψωμα. Από όλο του το έργο, ο Τσιτσίλιας φαίνεται να γνωρίζει άριστα τις Ενετικές πηγές, ανεξάρτητα από τη χρήση που κάνει, ενώ είναι απόλυτα βέβαιο ότι γνωρίζει άριστα και τον Ποταμό, όπου άλλωστε κατοικεί! Πιθανόν, λοιπόν, αναφέρεται στην ίδια πηγή, την οποία καταγράφει και η Μαλτέζου, αλλά, κατά τη συνήθειά του, δεν την αναφέρει.

Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχαν δύο πύργοι στον Ποταμό, ένας του Ευδαιμονογιάννη σε λόφο κοντά στον οικισμό, ο οποίος δεν έχει εντοπισθεί και ο οποίος ήταν σε ερείπια το 16ο αι και ένας στην πλατεία, ο οποίος είναι άγνωστο πότε χτίστηκε, κατεδαφίστηκε δε το 1932. Αν υπήρχε ακόμη θα μπορούσαν οι ειδικοί να απαντήσουν, τουλάχιστον πότε είχε χτισθεί. Τώρα, δεν απομένει παρά ο τυχαίος εντοπισμός στοιχείων σε κάποια άγνωστη, σήμερα, πηγή.

Όσον αφορά την ονομασία του οικισμού. Είδαμε τη σαφή αναφορά στον Ποταμό στο Ανώνυμο Χρονικό, το οποίο αναφέρεται στο 12ο αι. Λίγο αργότερα, στη γνωστή διανομή των Βενιέρων, έχουμε ένα τοπογραφικό σημείο σε κλήρο στο Β τμήμα των Κυθήρων, το οποίο καταγράφεται ως “Despina di Potamo”[43] (βλ. σχετικά και στην Εισαγωγή). Η διανομή έγινε στις αρχές του 14ου αι, άρα έχουμε άλλη μία ένδειξη για την ονομασία του οικισμού. Υπάρχει, όμως, μία ακόμη. Σε τερτσαρία των Βενιέρων, δηλ. κατάλογο για καταβολή φόρου, αναφέρεται ανάμεσα στα εύφορα μέρη του νησιού ο Potamos[44]. Δεν μένει, λοιπόν, η παραμικρή αμφιβολία για την ονομασία του οικισμού, τουλάχιστον από το 12ο αι, οι περί του αντιθέτου δε αναφορές δεν βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία. Μέχρι πότε ονομαζόταν έτσι ο Ποταμός; Τουλάχιστον έως τα μέσα του 16ου αι υπάρχουν στοιχεία από νοταριακά έγγραφα ότι είχε αυτή την ονομασία[45]. Αλλά κι ακόμη αργότερα, στις αρχές του 18ου αι, στην Οθωμανική απογραφή ο οικισμός ονομάζεται Ποταμός[46].  Το ίδιο έχουμε και στις αρχές του 17ου αι. Το 1613 υπάρχει αναφορά «…per il territorio di Potamo»[47]. Λίγο ενωρίτερα αρχίζει να εμφανίζεται και η ονομασία Μεγάλο Χωριό. Το 1697 στον Κώδικα Νεκταρίου Βενιέρη αναγράφεται Μεγάλο Χωριό[48] και λίγο αργότερα,  στις Ενετικές απογραφές, έχουμε συχνά την αναφορά για Villa Grande δηλ. Μεγάλο Χωριό, προφανώς λόγω της ταχείας οικιστικής και πληθυσμιακής ανάπτυξης.

Παράλληλα σε πολλές, λαϊκές κυρίως, αναφορές έχουμε και την ονομασία «Της Κυράς το Χωρίο» από την Παναγία Ιλαριώτισσα, η οποία είναι ο κυρίαρχος ναός στον οικισμό. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι, ακόμη και στα Χρονικά του ιερέως Γρηγορίου Λογοθέτη, το 1780 αναγράφεται ως Ποταμός και το 1808  της Κυράς το Χωρίο, αλλά με τη διευκρίνιση «στον Ποταμό»[49]. Επομένως, σε καμία ουσιαστικά ιστορική φάση του οικισμού δεν έχει χαθεί η αρχική του ονομασία, με τις άλλες να εμφανίζονται μόνο περιστασιακά και παράλληλα. Όσον αφορά την προέλευση της ονομασίας, δεν υπάρχει νομίζουμε, ανάγκη να ακροβατούμε σε απίθανες και παράδοξες ερμηνείες, πολλές από τις οποίες δεν έχουν μάλιστα καμία βάση[50]. Ποταμός είναι το ποτάμι και ο οικισμός έλαβε την ονομασία του από το ποτάμι που τον διασχίζει Ν-ΝΔ και Β-ΝΑ[51]. Κατά την ίδια διαδικασία και, πιθανόν κατά την ίδια περίπου εποχή, και ο Μυλοπόταμος ονομάστηκε έτσι από τον ποταμό με τους μύλους.

Στον Ποταμό, εκτός από το ναό του Αγίου Ιωάννη που αναφέραμε, έχουμε και τους ναούς των Αγίων Νικολάου και Σάββα στα Κακινιάνικα ή Τσαγκάρι (13ος αι) και τον Άγιο Ιωάννη στα Σανίδια 15ος  αι[52]. Στη διανομή των Βενιέρων αναφέρεται και η Αγία Μαρίνα (στο Σταυλί) και η Αγία Αναστασία κοντά στον Ποταμό. Ο κύριος ναός του οικισμού είναι η Παναγία Ιλαριώτισσα[53], ναός, ο οποίος έχει ανοικοδομηθεί τουλάχιστον τρεις φορές. Αναφέρεται ότι την εικόνα της Παναγίας με το  «ιλαρόν» βλέμμα έφερε από τα Ιεροσόλυμα ένας ιερέας Μηνάς Λεβούνης, του οποίου ο πατέρας Πέτρος, ιερέας επίσης, είχε έρθει στα Κύθηρα με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 και είχε ανακαινίσει το ναό της Παναγίας στον Ποταμό[54]. Αυτά αναφέρει η παράδοση, είναι, όμως, απολύτως βέβαιο ότι οικογένεια Λεβούνη υπήρχε στα Κύθηρα από το 13ο αι, δηλαδή πολύ πριν την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως[55], χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να είχαμε  νέα είσοδο Λεβούνη στα Κύθηρα κατά την εποχή της Αλώσεως. Τέλος, όσον αφορά τους ναούς, να αναφέρουμε την τύχη του ναού του Παντοκράτορος, στο Β άκρο της σημερινής πλατείας του Ποταμού, ο οποίος κατεδαφίστηκε κατά τον 20ό αι για να διευρυνθεί η πλατεία.

Για την ιστορία του Ποταμού δεν είναι δυνατόν να μην αναφέρουμε την «απουσία» του από την απογραφή του Καστροφύλακα (1583). Φυσικά δεν απουσιάζει μόνο ο Ποταμός από την αινιγματική αυτή απογραφή, αλλά και όλοι οι οικισμοί στο νότιο τμήμα των Κυθήρων. Για τον Ποταμό όμως δείξαμε ότι η απουσία του δεν είναι ουσιαστική, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι μάλλον είχε περάσει …απαρατήρητος. Για να μην επαναλάβουμε όλα τα σχετικά όσα στην εισαγωγή αναφέραμε  υπήρχε ένας οικισμός ΒΔ του Ποταμού και πολύ κοντά σ’ αυτόν με το όνομα Αρκάρι (βλ. λ.). Υποθέτουμε δε ότι ο αναφερόμενος οικισμός c.(asale) Riotica δεν είναι άλλος παρά κακογραμμένη αναφορά του οικισμού   Λαριώτισσα.  Επίσης στον οικιστικό κορμό του Ποταμού πρέπει να αναφερθεί και το Αλλικάνγκρι, εφ’ όσον αποδειχθεί βάσιμη η υπόθεσή μας ότι  η αναφορά αυτή αφορά την περιοχή Τσαγκάρι ΒΑ του Ποταμού. Για όλα όμως τα σχετικά με την απογραφή του Καστροφύλακα βλ. σχετικά στην Εισαγωγή, αλλά και στα λ. Αρκάριο και Αλλικάνγκρι..

Μεγάλη πληθυσμιακή έκρηξη, αλλά και έντονο επισιτιστικό πρόβλημα γνώρισε ο Ποταμός στα τέλη του 18ου αι, όταν συνέρρευσαν στα Κύθηρα κατά εκατοντάδες οικογένειες προσφύγων από τη νότιο Πελοπόννησο, οι οποίες αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν ακόμη και το ελάχιστο για την επιβίωσή τους με αποτέλεσμα, άλλες από αυτές να ακολουθήσουν νέους προσφυγικούς δρόμους, άλλες να διασπαρούν στα γύρω χωριά, όπου αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα και πολλοί, τέλος, να χάσουν τη ζωή τους από την πείνα, όπως μαρτυρούν οι χρονικογράφοι της εποχής[56]. Τότε ο Ποταμός αναφέρεται να έχει πέντε ενορίες με πολύ κόσμο η κάθε μία, έγινε δε περισσότερο πυκνοκατοικημένος από όσο ήδη ήταν.

Η ενσωμάτωση τόσων προσφυγικών οικογενειών σε ένα μικρό νησιωτικό χώρο δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση και λίγες δεκαετίες αργότερα ξεκίνησε  σταδιακά το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο είχε και τις ευεργετικές του συνέπειες, καθώς δόθηκε λύση στην υπερεπάρκεια εργατικών χεριών, ενώ άρχισε να εισρέει χρήμα που οδήγησε σε ανάπτυξη, ειδικά όταν γύριζαν πίσω μετανάστες και άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο και τη μικροβιοτεχνία. Τότε απέκτησε ο Ποταμός και η γειτονική Αγία Πελαγία σύγχρονα εργοστάσια, όπως  ελαιοτριβεία, κεραμοποιεία κ.α. και άνοιξαν πολλά νέα εμπορικά καταστήματα. Κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας ο Ποταμός  είχε αναπτυχθεί και καθιερώθηκε ως εμπορικό κέντρο με την διάθεση στην πλατεία του αγροτικών προϊόντων, αλλά, κυρίως, με τη συναναστροφή και τη σύναψη μικροσυμφωνιών των παραγωγών από όλο το νησί.   Η συνήθεια αυτή είχε ξεκινήσει ενωρίτερα κατά την Ενετοκρατία και σήμερα ακόμη συνεχίζεται με την ονομασία παζάρι.

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα λίγων μηνών το 1917, κατά την εποχή της διαμάχης Βασιλέως Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, τα Κύθηρα ανακηρύχθηκαν Αυτόνομη Διοίκηση με έδρα τον Ποταμό και υποστήριξαν την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου. Όταν τα Κύθηρα, μετά την ένωση με την Ελλάδα (1864), χωρίστηκαν διοικητικά σε δύο (και για λίγο χρόνο και σε τρεις) Δήμους ο Ποταμός απετέλεσε την έδρα του ενός.

Ο πυκνοδομημένος Ποταμός είναι φυσικό να έχει πολλές συνοικίες. Έτσι, ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα που κυριαρχούσε σε κάθε συνοικία ή ανάλογα με την οικογένεια που οικοδομούσε εκεί και δημιουργούσε οικιστικό πυρήνα, έχουμε και τα ονόματα των οικισμών, πάντα με την κατάληξη -ιανικα κατά την Πελοποννησιακή συνήθεια. Έτσι έχουμε Κορωνιάνικα (από Κορωναίος), Φαρδουλιάνικα (από Φαρδούλης), Κληματαριάνικα (από Κληματαράς), Παναρετιάνικα (από Πανάρετος), Σκιεκιάνικα (από Σκιέκος=πρν του Κορωναίος),  αλλά και πολλές ακόμα συνοικίες μερικές από τις οποίες υπάρχουν με τις ίδιες ονομασίες μέχρι σήμερα.

Ε.Π.ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ

 

 

[1] C. N. Sathas, Documents inédits L’Histoire de la Grèce au Μoyen-âge, tome VI, Paris 1884, p. 301
[2] Άγιος Γεώργιος της Κολοκυθιάς, κείμενο Εμμ. Π. Καλλίγερος, φωτ. Χαρ. Σούγιαννης, εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 125, Απρίλιος 1999, σ. 8. Ο εντοπισμός του τοπωνυμίου και της περιοχής έγινε από την παρατήρηση του κ. Παν. Διακόπουλου (νυν ιερέως στον Καραβά), ο οποίος παρακολούθησε διάλεξη του συγγραφέα του παρόντος στο Πνευματικό Κέντρο Κυθηρίων, στο οποίο αναφέρθηκε η απορία για το τοπωνύμιο, όπως είχε διατυπωθεί στο βιβλίο Εδώ γεννήθηκε η Αφροδίτη… Συνοπτική Ιστορία των Κυθήρων, στην α΄ έκδοσή του, το 1996.
[3] Έχει ενδιαφέρον ότι το 1564 αναφέρεται συναλλαγή (ναυλοσύμφωνο) μεταξύ του Κυθηρίου Αλοΐσιου δε Στάη και του καραβοκύρη Κωνσταντή Κολλάτου για τη μεταφορά βοοειδών από την Μάνη «εις τα Κολοκήθεια». Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σ. 231.
[4] Κώδικας επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, φ. 30 v.
[5] G. Leontsinis, The island of Kythera. A social history (1780-1863), Athens 1987, σ. 192.
[6] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Θ 159 (και τα δύο κείμενα είναι γραμμένα στα Αγγλικά και εδώ επιχειρήθηκε η αναφορά τους στα Ελληνικά με την πλέον πιστή απόδοση).
[7] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό που κυριαρχούσαν οι Βενετοί, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Βενετία 2008, σ. 106.
[8] Εμμ. Δρακάκης (εκδ.), Εμμανουήλ Κασιμάτης νοτάριος Κυθήρων 1560-1582, Κυθηραϊκά 2003. Κοντελετού (1564) σ. 308, Στραπόδι (1565) σ. 359, Φυρόι (1565) σ. 341, Πλατάνι (1568) σ. 361, Κούτζακας (1565) σ. 355, Τσικαλαρία (1565) σσ. 183, 372 και Φράτσια (1564) σ. 317.
[9] Χρ Μαλτέζου, «Ειδήσεις για ναούς και μονές στα Κύθηρα», εις Βενετική παρουσία…, σ. Ι 285.
[10] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό…, σ. 107 και G. Leontsinis, The island…, p. 193.
[11] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό…, σ. 105.
[12] Γ. Πλουμίδης, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της βενετοκρατίας, Ιωάννινα 1985, σ. 98. (Ο Piero Leoncini του ποτέ miser Nadalin του ποτέ miser Geronimo, αστός των Κυθήρων, ζητεί την capitanaria του S. Demetri, 18 Απριλίου 1592.)
[13] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σ. 361.
[14] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία στα Κύθηρα, Αρχειακές μαρτυρίες, Αθήνα 1991, σ. Θ 159.
[15] Κ. Τσικνάκης, «Έργα και ημέρες ενός Ενετού Προβλεπτή στα Κύθηρα», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 72, Ιούνιος 1994 και του ιδίου, «Ονόματα κατοίκων των Κυθήρων», εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 73 Ιούλιος-Αύγουστος 1994.
[16] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία…, σ. Ι 277.
[17] Ι. Ραγκαβής, Περιγραφή Γεωγραφίας, Ιστορίας, Αρχαιολογικής Στατιστικής, Αθήναι 1854, σσ. 790 επ.
[18] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική….σελ. Θ 159 και, της ίδιας, Τα Κύθηρα, τον καιρό….σελ. 106
[19] Κ. Τσικνάκης, Έργα και ημέρες ενός Ενετού Προβλεπτή στα Κύθηρα, εφημ. Κυθηραϊκά, φ. 72, Ιούνιος 1994.
[20] Βλ. αναλυτικά στην Εισαγωγή, ειδικά για την Απογραφή του Καστροφύλακα.
[21] Εμμ. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα… σελ. 199
[22] Κώδ. Νεκταρίου Βενιέρη, 25 Νοεμβρίου 1697, σελ. 30r. Ο εντοπισμός οφείλεται στην ερευνήτρια κυρία Ελένη Χάρου-Κορωναίου, την οποία ευχαριστώ θερμά, άλλη μία φορά από τη θέση αυτή, για την προθυμία της να θέσει υπ’  όψιν μου την περίπτωση.
[23] Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν,…..τόμ. 2, σελ. 961
[24] Σύμφωνα με τον Κ. Μεγαλοκονόμο οι Πέντε Άγιοι είναι, Άγιος Ιωάννης, στο σημερινό Νεκροταφείο, οι Άγιοι Νικόλαος και Σάββας στα Κακινιάνικα ή Τσαγκάρι, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο Άγιος Στέφανος και ο Άγιος Ηλίας. Βλ. Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός…σελ. 15. Για τις παρατηρήσεις μας στα παραπάνω βλ. παρακάτω λ. Ποταμός, σχετική σημείωση για τους Πέντε Αγίους.
[25] Ιστορία του Βυζαντίου, έκδ. Οξφόρδης, σελ. 30
[26] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα τον καιρό….σελ. 106
[27] Χρ. Μαλτέζου, Βενετική παρουσία….σελ. Θ 159
[28] Π. Τσιτσίλιας, Ιστορία, τόμ. Β, σελ. 239.
[29] Το τπν Τσαγκάρι πιθανότατα προήλθε από το επν Τσαγκάρης (να ήταν δηλ. «στου Τσαγκάρη»). Το επν αυτό είναι γνωστό στα Κύθηρα από το 15ο αι και από το παρωνύμιό του Ζαγλανίκης προέρχεται το γνωστό σήμερα επώνυμο, αλλά και ο οικισμός Ζαγλανικιάνικα.
[30]  Μ Χατζηδάκη Ι. Μπίθα, Ευρετήριο….σελ. 240 επ.
[31] Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα….σελ. 55-56.
[32] C. Sathas, Documents….σελ. 301
[33] Μ. Χατζηδάκης-Ι. Μπίθα, Ευρετήριο….σελ. 194
[34] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα….σελ. 26. Σύμφωνα με τον ερευνητή Κ. Μεγαλοκονόμο οι Πέντε Άγιοι πρέπει να είναι: ο ΄Αγ. Ιωάννης, οι Άγιοι Νικόλαος και Σάββας στα Κακινιάνικα, ο Άγ. Κωνσταντίνος, ο Άγ. Ηλίας και ο Άγ. Στέφανος. (Βλ. Κ. Μεγαλοκονόμος, Ο Ποταμός…σελ. 15). Αν όμως είναι αυτοί τότε πρέπει να αναζητηθεί, γιατί δεν περιλαμβάνεται σ’ αυτούς ο Σωτήρας, ο οποίος είναι ανάμεσα στους ναούς, που αναφέρονται στον Κώδικα του Νεκταρίου Βενιέρη και ποίος από τους παραπάνω δεν θα πρέπει να συναριθμηθεί με τους υπόλοιπους. Σημειώνουμε πάντως ότι τπν Pente Agious αναφέρεται από το 14ο αι (βλ. Εισαγωγή), είναι επομένως πιθανόν να επήλθε μεταβολή στην ονομασία ενός ναού ή να μην είναι αυτοί οι  ναοί που θεωρεί ο Κ. Μεγαλοκονόμος ότι συναποτελούν τους Πέντε Αγίους. Στην τελευταία περίπτωση ίσως να μην ανήκει σε αυτή την ομάδα ναών ο Άγ. Κωνσταντίνος.
[35] Περί αυτών αναλυτικά εις Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα…..σελ. 55-56. Όσον αφορά την πιθανή ύπαρξη αρχαίας ακρόπολης να αναφερθεί ότι και σήμερα ακόμη υπάρχει μτπν το οποίο λέγεται Καστέλλοι, λ. που σημαίνει φρούριο.
[36] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…σελ. 43.
[37] Ι.Π.Κασιμάτης, Από την Παλαιά……σελ. 57
[38] Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός, Ιστορία και Εικόνες, Κύθηρα 2009, σελ. 17 και Π. Τσιτσίλιας, ό.π. τόμ. Α’, σελ. 246.
[39] Π. Τσιτσίλιας, Ιστορία….τόμ. Β’, σελ. 265.
[40] Στη δικογραφία σχετικά με τη δράση του Ενετού Προβλεπτή στα Κύθηρα Pietro Suriano αναφέρεται ότι ένας κάτοικος του χωρίου Αρκάρι ονόματι Γλυτσός, τον οποίο καταδίωκαν οι στρατιώτες του Προβλεπτή, κρυβόταν στο κοντινό δάσος. Έχουμε, επομένως, εδώ μία καλή πληροφορία ότι στο β’ μισό του 16ου αι υπήρχε πυκνό δάσος λίγο έξω από τον Ποταμό. Βλ. Κ. Τσικνάκης, Η θητεία του Pietro Suriano τα χρόνια 1572-1574 , εις εφημ. ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ, φ. 72, Ιούνιος 1994, σελ. 9 και 14.
[41] Το τπν αυτό είναι διαφορετικό από το γνωστό Πύργο στο κέντρο του Ποταμού, όπου η σημερινή πλατεία. Το τπν  αναφέρεται στις πηγές ήδη από το 1697. Έχει ενδιαφέρον ότι στον κατάλογο εξωμονίων του Νεκτ. Βενιέρη αναφέρονται τρεις ναοί του Αγίου Ιωάννη. Ο ένας προσδιορίζεται «στα Σανίδια» και είναι Α προς την Αγία Πελαγία, ο άλλος προσδιορίζεται «στους πέντε Αγίους» άρα είναι στο σημερινό νεκροταφείο και ο τρίτος προσδιορίζεται «στον Πύργο» και θα μπορούσαμε να πούμε πρόχειρα ότι είναι ο ναός δίπλα στην κεντρική πλατεία που αναφέρεται ως Πύργος. Αυτός όμως δεν είναι εξωμόνιο, αφού και τότε ο Ποταμός ήταν πυκνοδομημένος, ειδικά γύρω από την πλατεία. Ναός στη θέση Πύργος στα Α είναι μόνο του Αγίου Κοσμά στον γκρεμό απέναντι από την Παλιόχωρα, δεν έχουμε, όμως, Άγιο Ιωάννη. Να πρόκειται για λάθος φαίνεται πολύ απίθανο, καθώς τους ναούς κατέγραφαν οι επίτροποι και οι εφημέριοι. Άρα ο γρίφος ποίος είναι ο Άγιος Ιωάννης στον Πύργο παραμένει.
[42] Π. Τσιτσίλιας, ό.π. σελ. 254.
[43] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα….σελ. 26.
[44] Mar. Koumanoudi, Fragments….σελ. 507.
[45] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης…..σελ. 79
[46] Ευ. Μπαλτά, Η Οθωμανική…σελ. 140
[47] G. Pojago, Le leggi municipali dell isole Ionie, Corfu 1848, τόμ. 2, σελ. 51
[48] Κώδικας Νεκταρίου Βενιέρη, φ. 30v
[49] Χρονικά ιερέως Γρηγ. Λογοθέτη, εις, Κυθηραϊκή Επιθεώρησις, σελ. 339 και 360.
[50] Έχει αναπτυχθεί η άποψη για δένδρο με την ονομασία Ποταμός, κάτι τέτοιο βέβαια δεν υπάρχει, αλλά και για δοκούς που ονομάζονται ποταμός, κάτι που έχει λαογραφική περισσότερο απόχρωση. Βλ. Ι.Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά….σελ. 323 και Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός…σελ. 18, 19.
[51] Ο Διον. Πύρρος ο Θεσσαλός αναφέρει στα σχετικά με τους ποταμούς των Κυθήρων: «…ο ποταμός δε του χωρίου Ποταμού δεν είναι μεγάλος ποταμός, αλλά ρεύματα τινά συναζόμενα εκείθεν χύνονται προς δυσμάς αυτού εις την θάλασσα. Αγκαλά όλοι ούτοι οι ποταμοί είναι χείμαρροι μάλλον, και όχι ποταμοί». Βλ. Γ. Λεοντσίνης, Ζητήματα νεότερης Ελληνικής ιστορίας…. σελ. 161. Ο γνωστός ονοματολόγος Ι.Α.Θωμόπουλος θεωρεί ότι παρόμοια ονομασία είναι δυνατόν να δίδεται όταν πρόκειται για ένα μόνο ποτάμι σε μια περιοχή. (Ι.Α.Θωμόπουλος, Τα τοπωνύμιά μας, σελ. 28).
[52] Μ. Χατζηδάκης – Ι.Μπίθα, Ευρετήριο….σελ.198 επ και 238επ
[53] Για το ιστορικό του ναού της Ιλαριώτισσας βλ, Κ. Μεγαλοκονόμος, Ποταμός….σελ. 33επ.
[54] Διον. Αλβανάκη, Κυθηραϊκή Επετηρίς, 1908, σελ. 44.
[55] Αναφέρεται η οικογένεια πριν από το 1424. Βλ. Μαρ. Κουμανούδη, Illi de Ca’ Venier:οι πρώτοι Βενετοί κυρίαρχοι των Κυθήρων, εις ΝΟΣΤΟΣ 2, σελ.121. Σε άλλη αναφορά (σελ. 135) ο Γεώργιος Λεβούνης αναφέρεται το 1435 στον παππού του, άρα η οικογένεια είναι σίγουρα στο νησί, τουλάχιστον από το 13ο αι.
[56] Δαν. Βαρυπάτη, Χρονικά….εις Κυθηραϊκά Τετράδια, σελ. 15 και Μ. Π. Καλλίγερος, Πρόσφυγες από τη Νότια Πελοπόννησο στα Κύθηρα μετά τα Ορλωφικά, εις ΑΡΕΣΚΟΥΣΑ, τόμ. 1ος, 1999, σελ. 79-100.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο