Advertisement

Η Προπολεμική Οικονομία των Κυθήρων

Νικόλαος Π. Γλυτσός, Ph.D (USA) Ερευνητής Οικονομολόγος

1.183

Το άρθρο αυτό καταπιάνεται με την μικροοικονομική ιστορία των Κυθήρων από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, περιγράφοντας και αναλύοντας τις ασχολίες και την επιχειρηματικότητα των κατοίκων, σε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε όλη αυτή την περίοδο, η κατ’ εξοχήν κύρια ασχολία των κατοίκων του νησιού  ήταν η γεωργία.  Η καλλιέργεια των σιτηρών, η οποία   κατελάμβανε ένα πολύ μεγάλο μέρος της αγροτικής γης, γινόταν με πρωτόγονα χειροποίητα και χειροκίνητα όργανα παραγωγής, μικρής αποδοτικότητας, απαιτώντας πολλά εργατικά χέρια:  το όργωμα με το άροτρο του Ησιόδου, ο θερισμός με το δρεπάνι, το αλώνισμα, για την απόσπαση  του γεννήματος από το στάχυ, με το πάτημα των ποδιών των αγελάδων ή γαϊδουριών γύρω-γύρω στο αλώνι και ο διαχωρισμός του καρπού από το άχυρο με λίχνισμα του μίγματος με το δικράνι. Οι μέθοδοι αυτές  διήρκεσαν μέχρι και το τέλος του πρώτου ημίσεος του 20ου αιώνα, οπότε άρχισε σιγά-σιγά η εκμηχάνιση της γεωργίας, που συνετέλεσε στην διευκόλυνση των καλλιεργειών και στην αύξηση της αποδοτικότητας  των αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Από τα πρώτα χρόνια της υπό εξέταση περιόδου, εκτός των σιτηρών, το ελαιόλαδο είναι το προϊόν που κατέχει πρωτεύουσα θέση, παράγεται σε επαρκείς ποσότητες ώστε να εξάγεται, χαρακτηρίζεται δε «το μόνον χρηματοφόρον προϊόν της Επαρχίας μας, εξ αυτού δε κατά το πλείστον εξαρτάται η ευδαιμονία ή η κακοδαιμονία του τόπου μας» (Φωνή των Κυθήρων, 27.2.1894). Η μεγάλη σχετικά παραγωγή ελαιολάδου οφείλεται στο ότι η ελιά ευδοκιμεί στο νησί, αλλά και στην μεγάλη ώθηση που έδωσαν οι Άγγλοι στην ελαιοκαλλιέργεια, αντιλαμβανόμενοι  την σημασία που είχε για την οικονομία του νησιού. Για τον σκοπό αυτό, επιδοτούσαν το φύτεμα των ελαιόδεντρων, με αποτέλεσμα να καλυφθούν, την εποχή εκείνη, μεγάλες εκτάσεις με λιόφυτα, όπως στο Μανιτοχώρι, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές. Τότε ζούσαν στα Κύθηρα 12.306 άτομα (1896).

Advertisement

Άλλα γεωργικά προϊόντα, του τέλους του 19ου αιώνα, ήταν η περιορισμένη παραγωγή σταφίδας, γιατί τα εδάφη δεν ήταν κατάλληλα για την ευδοκίμηση των αμπελιών. Η κατάσταση δεν άλλαξε και κατά το πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα, με την καλλιέργεια 1.200 στρεμμάτων, κυρίως για την παραγωγή κρασιού, ενώ μέρος των νωπών σταφυλιών εξαγόταν. Η μελισσοκομία ήταν επίσης σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο ανάπτυξης.

Στον αγροτικό τομέα της οικονομίας ανήκει, φυσικά, και το ζωικό κεφάλαιο, το οποίο το 1923 περιελάμβανε σε αριθμούς τα εξής είδη (πίν. 1), σε ένα πληθυσμό 9.700 κατοίκων (1920).

Πίν. 1

Σφαζόμενα ζώα Φορτηγά ζώα Πτηνοτροφία
Βόδια                     887 Ίπποι               27 Όρνιθες           12000
Πρόβατα             5609 Ημίονοι         141 Περιστέρια       1000
Κατσίκια             2876 Όνοι            1370 Πάπιες                   20
Χοίροι                   771   Γάλοι                      10
Κουνέλια              200    

Υπήρχαν επίσης  2.230 κυψέλες , 30 ποιμενικοί και 436 κυνηγετικοί σκύλοι, και 1.200 γάτες.

Πηγή: Κυθηραϊκή Επιθεώρησις, 1923.

 

Ας σημειωθεί ότι αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του 1930, το κράτος επιδοτούσε την εισαγωγή αγελάδων από την Κέα, με σκοπό την  ταυτόχρονη εξασφάλιση γάλακτος, κρέατος και την χρησιμοποίηση των ζώων στην γεωργική παραγωγή (όργωμα, αλώνισμα).

Τέλος, ο κλάδος της  αλιείας, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, ήταν εφοδιασμένος με 60 λέμβους χωρητικότητας 53 τόνων, 10 τράτες, 10 τρατιά, 20 παραγάδια, 15 καθετές, τα οποία απέδιδαν ετησίως 20.000 οκάδες (25.600 κιλά) αλιεύματα, ενώ ήταν περίπου διπλάσια η αλίευση με δυναμίτη.

Στον τομέα της μεταποίησης των γεωργικών προϊόντων,  όπως και στις αγροτικές καλλιέργειες, είχαμε αρχικά πρωτόγονα μέσα παραγωγής, που λειτουργούσαν με την δύναμη των χεριών ή με ζωική δύναμη και παρήγαγαν μικρής απόδοσης και μέτριας ποιότητας προϊόντα. Η πρώτη πρόοδος που σημειώθηκε στην μεταποίηση,  ήταν η μετάβαση από την κινητήριο δύναμη του ανθρώπου και των ζώων στην δύναμη του νερού με τον υδρόμυλο και του αέρα με τον ανεμόμυλο, ενώ, σε τρίτο στάδιο, ήλθαν οι μηχανοκίνητες μεταποιητικές μονάδες, δραστηριότητες που αναδεικνύουν την σύγχρονη επιχειρηματικότητα των Κυθηρίων στον κλάδο αυτό.

Υδρόμυλοι για το άλεσμα των σιτηρών υπήρχαν στα Κύθηρα από την εποχή της Ενετοκρατίας τον 18ο αιώνα, πύκνωσαν όμως από τις αρχές του 19ου αιώνα, με τον Μυλοπόταμο να έχει σε λειτουργία, 24 υδρόμυλους το 1813, ενώ και άλλα χωριά όπως ο Καραβάς και τα Μητάτα  είχαν από ένα μικρό αριθμό. Μέχρι και το 1920, λειτουργούσαν ακόμη 16 υδρόμυλοι, μειούμενοι όμως σταδιακά, με τους εναπομείναντας δύο-τρεις να σταματήσουν και αυτοί, στην δεκαετία του 1950 (τα στοιχεία για τους υδρόμυλους είναι από άρθρο του Θεόδωρου Κουκούλη, Κυθηραϊκή Ιδέα, Μάιος 1991). Όσον αφορά τους ανεμόμυλους, όπως πιθανολογείται από μαρτυρίες,  ξεκίνησαν να λειτουργούν στα Κύθηρα από τα πρώτα-πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, στη συνέχεια επεκτάθηκαν και είχαν μια μακρόβια ζωή, πριν αρχίσει  να φθίνει η χρησιμότητά τους,  από τους οποίους  λίγοι υπήρχαν ακόμη σε λειτουργία μέχρι το 1955.

Η έκθλιψη του ελαιοκάρπου γινόταν, μέχρι τον 19ο αιώνα, με την χειροκίνητη περιστροφή ενός πέτρινου ή ξύλινου κυλίνδρου πάνω σε μια πλάκα. Την πρωτόγονη αυτή μέθοδο διαδέχτηκαν, κατά τον 19ο αιώνα, χειροκίνητα ή ζωοκίνητα λιοτρίβια, με πρώτο του γερουσιαστή Ιωάννη Καλούτση στο Μανιτοχώρι το 1850, το οποίο ακολούθησαν και πολλά άλλα σε όλο το νησί. Ακόμη όμως και όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα μηχανοκίνητα ελαιοτριβεία, με την είσοδο στον 20ο αιώνα, η παλιά μέθοδος εξακολουθούσε να λειτουργεί, για ένα διάστημα, παράλληλα με αυτά. Το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο ήταν του Γαβριήλ Χάρου στο Λειβάδι το 1911, τον οποίο ακολούθησε λίγο αργότερα ο Μιχ. Μεγαλοκονόμος στον Ποταμό, και, το 1927, ο Ιωάννης Δαπόντες στην Χώρα. Στην συνέχεια δημιουργήθηκαν και πολλά άλλα σε διάφορα χωριά του νησιού, όπως επίσης και εργοστάσια αλευροποιίας, συνήθως στις ίδιες εγκαταστάσεις με τα ελαιουργεία. Έτσι, περί το τέλος της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν στο νησί εν λειτουργία 20 ελαιοτριβεία, τα οποία υπερκάλυπταν τις ανάγκες της ελαιοπαραγωγής του νησιού, γεγονός που, κατά ορισμένους, οδήγησε σε σπατάλη οικονομικών πόρων που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί σε άλλους κλάδους παραγωγής, όπως κτηνοτροφία, δενδροκομία, κλπ., που είχαν περιθώρια ανάπτυξης.

Και ενώ έτσι έχουν εξελιχτεί τα πράγματα με την εκμηχάνιση της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου και των σιτηρών στην δεκαετία του 1930, πολλές άλλες μεταποιητικές δραστηριότητες εξακολουθούσαν να διεξάγονται με τις παλιές παραδοσιακές μεθόδους. Η έκθλιψη των σταφυλιών για την παραγωγή κρασιού γίνεται με το πάτημα στους λανούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930,  υπήρχαν στο νησί 800 λανοί μέσα στα σπίτια, ενώ  η παραγωγή τσιπούρας από τα στέμφυλα γινόταν σε 20 συσκευές απόσταξης. Η παραγωγή βουτύρου και τυριού γινόταν επίσης με παραδοσιακούς τρόπους για κατανάλωση κυρίως εντός του νοικοκυριού.

Με ανάλογες πατροπαράδοτες μεθόδους ικανοποιούνταν και οι ανάγκες της οικογένειας σε άλλα προϊόντα εκτός των τροφίμων. Κατά την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα, η παραγωγή πάσης φύσεως υφαντών γινόταν με 600 οικιακούς αργαλειούς, ενώ 300 οικογένειες  έφτιαχναν το δικό τους σαπούνι μέσα στο νοικοκυριό. Με παραδοσιακές εξάλλου μεθόδους παραγόταν για την αγορά ο ασβέστης με  την τήξη ειδικής πέτρας, της ασβεστόπετρας, σε υψηλές θερμοκρασίες μέσα σε ειδικά καμίνια, με συνεχή, για δυο-τρία ημερόνυχτα, καύση ξύλων. Με αυτόν τον τρόπο, παρήχθησαν, το 1922, 380.000  οκάδες ασβέστης από 24 ασβεστοκάμινα, τα οποία κατανάλωσαν ως καύσιμη ύλη 16.500 δεμάτια ξύλα. Σε ειδικά επίσης καμίνια παρήχθησαν, την ίδια εποχή, 20.000 οκάδες κάρβουνα.

Πέρα από τον αγροτικό τομέα και τις μεταποιητικές δραστηριότητες,  με μεθόδους εξελιγμένες ή μη,  οι κατασκευές, το εμπόριο και οι υπηρεσίες είναι τομείς που καλύπτουν μια ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων, με τις οποίες οι Κυθήριοι της προπολεμικής περιόδου ασχολήθηκαν και ανέπτυξαν την επιχειρηματικότητά τους. Ξεκινώντας από το 1893, για το οποίο υπάρχουν σχετικές πληροφορίες, ενώ πολλές μη αγροτικές δραστηριότητες διεξάγονται σε όλο το νησί, ο Ποταμός  είναι το επίκεντρο της οικονομικής δράσης και των προοδευτικών εξελίξεων. Ο πληθυσμός του αυξήθηκε, κατασκευάστηκαν  καινούρια και μεγάλα σπίτια, αναπτύχτηκε μια έντονη εμπορική κίνηση και υπήρχαν καλές επιδόσεις στις τέχνες και τα γράμματα. Ιδιαίτερα το εμπόριο είχε πολλά να επιδείξει, με εμπορικά καταστήματα λιανικής πώλησης και τροφίμων, εστιατόρια, καφενεία και μια σημαντική κίνηση λόγω και του Κυριακάτικου παζαριού που συγκέντρωνε κόσμο από όλο το νησί.  Μετά τον Ποταμό, οι Καρβουνάδες είναι ένα χωριό με ανεπτυγμένο εμπόριο, παντοπωλεία και καφενεία. Στο Καψάλι με τις 30 οικογένειες, ενώ δεν υπήρχαν γενικώς καταστήματα, κυριαρχούσε ένα «μεγαλοπρεπές», όπως περιγράφεται, καφενείο-ξενοδοχείο του Μίμη Μαμαλούκου, ο οποίος είχε εγκαταστήσει και λουτήρες για θαλάσσια μπάνια, «με όλους τους κανόνες υγιεινής».

Η πρόοδος του ιδιωτικού τομέα συνεχίστηκε και μετά την είσοδο στον 20ο αιώνα, και επεκτάθηκε σε όλο το νησί. Το Λειβάδι εξελίχτηκε, μετά τον Ποταμό, σε σημαντικό κέντρο επιχειρηματικότητας και εμπορίου, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, το οποίο παρουσιάζει σημαντική οικοδομική δραστηριότητα σε σπίτια και καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων και τουριστικών κτισμάτων για τον επερχόμενο τουρισμό της εποχής. Μεταξύ των καταστημάτων υπάρχουν παντοπωλεία, καφενεία, κρεοπωλείο, το ιστορικό καφενείο «Το Κέντρον» της Ελένης Φρ. Φατσέα, το «μικρό και κομψό καφενείο» του Εμμανουήλ Ι. Λουράντου, κ ά. Σε άλλα μέρη του νησιού υπήρξε επίσης πρόοδος την εποχή αυτή. Στα πρώτα χρόνια του αιώνα, αναγέρθηκε στα  Αρωνιάδικα, ο εντυπωσιακός ναός του Σωτήρος, οι Καρβουνάδες γίνονται μεγάλο εμπορικό κέντρο, στο Μυλοπόταμο κατασκευάζονται νέα καλαίσθητα σπίτια, ενώ  σε όλο το νησί επισκευάστηκαν σχολεία.

Στον κλάδο των τεχνικών κατασκευών, υπήρχαν  μηχανουργεία, ξυλουργεία, υποδηματοποιεία και διαφόρων άλλων ειδών επαγγελματίες και τεχνίτες για τις ανάγκες των νοικοκυριών. Λεπτομερέστερη καταγραφή των επαγγελματιών, των τεχνιτών και των εμπόρων στα Κύθηρα, τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα, που  αναφέρεται στο 1909, όταν ο πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 13.102 (1907) κάτοικους (πίν.2).

(πίν.2)

Δήμος Κυθηρίων Αριθμός Δήμος Ποταμίων Αριθμός
Γιατροί   6 Γιατροί 2
Δικηγόροι   4 Δικηγόροι 1
Βιομήχανοι κλπ.   9 Συμβολαιογράφοι 1
Παντοπωλεία 13 Έμποροι 7
Καταστήματα άλλων ειδών

(αρτοπωλεία, κρεοπωλεία,

Καφεπωλεία)

  9 Παντοπώλαι 9
Υποδηματοποιοί 11 Αλευρέμπορος 1
Τεχνίτες διαφόρων ειδών

(ράφτες,μοδίστρες,βαφείς,

σιδηρουργοί κλπ.

12 Αλλαντοπώλης 1
Ελαιοπιεστήρια 21 Βυρσοδέψης 1
Αλευρόμυλοι (ανέμου) 12 Καφεπώλαι 3
Στα χωριά του Δήμου   Υποδηματοποιοί 5
Εμπορικά και παντοπωλεία 16 Σιδηρουργοί 3
Καφεπωλεία   8 Εργολάβοι 2
Κρεοπωλεία   2 Κρεοπώλαι 3
Υποδηματοποιοί   5 Κουρείς 2
Τεχνίτες (διάφοροι)   3 Οινοπώλαι 3
    Ιχθυοπώλης,  Οπωροπώλης

Τορνευτής, Χρυσοχόος, Οργανοποιός, Σαπωνοποιός,

Φεσοποιός, Ράπτης

1 (σε κάθε ειδικότητα)

 

 

Πηγή: Κυθηραϊκή Επετηρίς 1909. Ο κατάλογος για τον Δήμο Κυθηρίων είναι ίσως ελλιπής, λόγω άρνησης του δήμου να δόση πληροφορίες.

Προϊόντος  του χρόνου, στην δεκαετία του 1930, λειτουργούσε μια μεγάλη γκάμα βιοτεχνικών και οικοτεχνικών εργαστηρίων στον Ποταμό, στο Λειβάδι, στην Χώρα, στον Μυλοπόταμο, συμπεριλαμβανομένων σαπωνοποιείων, εργαστηρίων βυρσοδεψίας, ξυλουργικών  εργαστηρίων, καθώς επίσης κεραμοποιείο, υφαντήριο, κινηματογράφος, αεριούχα ποτά, κλπ. Στο μεσοπόλεμο διάστημα, η Χώρα είχε περίπου 60 πάσης φύσεως καταστήματα, συμπεριλαμβανομένων και 5 γραφείων νομικών και γιατρών

(πίν. 3)

Συμβολαιογραφεία   2 Καταστήματα υφασμάτων    3
Δικηγορικό γραφείο   1 Ραφτάδικα    2
Γιατροί   2 Κουρεία 2-3
Φαρμακείο   1 Καφενεία* 3-4
Παντοπωλεία 14 Ψιλικατζίδικα 2-3
Τσαγκαράδικα   8 Κατάστημα σιδηρικών     1
Αντιπροσωπείες μηχανών   4 Σιδηρουργεία     2
Φούρνοι   4 Φαναρτζίδικο     1
Καταστήματα χονδρικής

Πώλησης κρασιών

  4    

 

*Μεταξύ αυτών ξεχώριζε το καφενείο-ζαχαροπλαστείο  του «Κόκκινου»  που είχε αρχίσει να λειτουργεί από το 1900.  Τα στοιχεία του πίνακα είναι από το βιβλίο του Μανώλη Δαπόντε,  Ένας Αιώνας Κύθηρα : σαν παραμύθι, Κύθηρα 2004).

 

Έτσι διαμορφώθηκε και πορεύτηκε η οικονομία των Κυθήρων, μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και την εργατικότητα των κατοίκων, με τα μέσα παραγωγής και τεχνολογίας που είχαν τότε στην διάθεσή τους, εν μέρει ακόμη πρωτόγονα και εν μέρει προχωρημένα. Η απογείωση όμως της οικονομίας και η μακροχρόνια μεταπολεμική ανάπτυξη και πρόοδος, άρχισε στην δεκαετία του 1950, με την δραστηριότητα των ιδιωτών και την φροντίδα του κράτους.

[Το υλικό για την συγγραφή αυτού του άρθρου αντλήθηκε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου από την δεξαμενή των πληροφοριών και στοιχείων που έχω δημιουργήσει, μελετώντας τον Κυθηραϊκό Τύπο 100 και πλέον ετών (2328 φύλλα)]

 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο