Ενέργεια: Ποιοι ελέγχουν το LNG
Τέσσερις κολοσσοί ελέγχουν πάνω από το 50% της αγοράς LNG. Απειλούνται με εξαφάνιση μικρότερες εταιρείες λόγω της εκτόξευσης των τιμών | REUTERS
Συγκέντρωση της αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στα χέρια λίγων πανίσχυρων ενεργειακών όπως η Shell και η TotalEnergies έχει προκαλέσει η εκτόξευση των τιμών του καυσίμου, καθώς έχει συμπαρασύρει σε ανάλογα μεγάλη άνοδο και το ύψος των κεφαλαίων που χρειάζονται οι εταιρείες για να κινηθούν στην αγορά. Το αποτέλεσμα είναι να απειλούνται με εξαφάνιση οι μικρότερες εταιρείες που διαθέτουν λιγότερα κεφάλαια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών του κλάδου, η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει μέχρι το 2026, οπότε και αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή και προσφορά LNG και να υποχωρήσουν οι τιμές.
Σύμφωνα με τον Τζέισον Φέερ, επικεφαλής της συμβουλευτικής για θέματα ενέργειας και μεταφορών ενέργειας, Poten & Partners, οι Shell και TotalEnergies ελέγχουν από κοινού 110 εκατ. τόνους από το σύνολο των 400 εκατ. τόνων της παγκόσμιας αγοράς. Οι δύο ενεργειακοί κολοσσοί έχουν εξαγοράσει η πρώτη την BG και η δεύτερη τη μονάδα LNG της Engie, ενώ είναι και οι δύο εταίροι στην κοινοπραξία North Field του Κατάρ, που είναι από τα μεγαλύτερα σχέδια υγροποιημένου αερίου. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τα 70 εκατ. τόνους LNG που ελέγχει η Energy του Κατάρ και τα 30 εκατ. τόνους της ΒΡ, προκύπτει πως τέσσερις μεγάλες εταιρείες ελέγχουν ουσιαστικά πάνω από το 50% της παγκόσμιας αγοράς του καυσίμου. Η κατάσταση ήταν, πάντως, διαφορετική μέχρι την κρίση του φυσικού αερίου.
Η παγκόσμια αγορά LNG είχε υπερδιπλασιασθεί από το 2011 καθώς εμφανίστηκαν δεκάδες νέες εταιρείες στον κλάδο, ενώ αναπτύχθηκαν και ορισμένες μικρότερες ασιατικές εταιρείες. Ενδεικτικό της μεγάλης ανάπτυξης που γνώρισαν οι μικρότερες αυτές εταιρείες είναι πως τα τελευταία χρόνια αντιπροσώπευαν το 20% των εισαγωγών της Κίνας σε LNG. Μεσολάβησε, όμως, ο διπλασιασμός των τιμών του καυσίμου μέσα στα τελευταία δύο χρόνια που προκάλεσε τεκτονικούς κραδασμούς στη δραστηριότητα πολλών μικρότερων εταιρειών. Τα απαιτούμενα κεφάλαια για να κινείται μια εταιρεία στην αγορά αυξήθηκαν δραματικά από τη στιγμή που η τιμή του LNG εκτοξεύθηκε από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των 2 δολ. ανά εκατ. βρετανικών θερμικών μονάδων (mmBtu) το 2020 στο ρεκόρ των 57 δολ. ανά mmBtu τον περασμένο μήνα. Εκτοτε οι τιμές έχουν υποχωρήσει κάπως, και τη Δευτέρα βρίσκονταν στα 38 δολ. ανά mmBtu αλλά παραμένουν σε υψηλά επίπεδα που, σύμφωνα με αναλυτές του κλάδου, αντανακλούν μια ενεργειακή κρίση σε εξέλιξη.
Η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει μέχρι το 2026, οπότε και αναμένεται να αυξηθεί η παραγωγή και προσφορά LNG και να υποχωρήσουν οι τιμές.
Οπως επισημαίνει ο Ταμίρ Ντρουζ, γενικός διευθυντής της Capra Energy, συμβουλευτικής για θέματα LNG, «η εκτόξευση των τιμών των φορτίων LNG μαζί με τη μεγάλη αστάθεια στην αγορά έχουν ασκήσει πολύ μεγάλες πιέσεις σε όσες εταιρείες λειτουργούν με μικρότερους ισολογισμούς». Παράλληλα, ο Μπεν Σάτον, διευθύνων σύμβουλος της Six One Commodities, αμερικανικής εταιρείας LNG, τονίζει πως «η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα όλες οι εταιρείες του κλάδου είναι το πώς θα διασφαλίσουν πιστώσεις». Σημειωτέον ότι η εν λόγω εταιρεία αναγκάστηκε να περιορίσει τις δραστηριότητές της όταν εκτοξεύθηκαν οι τιμές του καυσίμου το τρίτο τρίμηνο του περασμένου έτους. Εν ολίγοις, όπως έχουν διαμορφωθεί από την κρίση του φυσικού αερίου, οι συνθήκες στην αγορά ευνοούν σαφώς τις εταιρείες με μεγάλα και διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια και ισχυρούς ισολογισμούς όπως είναι οι πετρελαϊκές Shell, BP και TotalEnergies αλλά και οι μεγάλοι οίκοι εμπορίας καυσίμων Vitol, Trafigura, Gunvor και Glencore.
Στο μεταξύ, οι αυξήσεις των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες εξωθούν ανοδικά το κόστος της εμπορίας των καυσίμων. Δεν έχουν, όμως, ενοχλήσει έως τώρα τις μεγάλες εταιρείες που, αντιθέτως, επωφελούνται. Οι Shell και TotalEnergies ανακοίνωσαν κέρδη-ρεκόρ, ενώ τα κέρδη της Vitol το πρώτο τρίμηνο του 2022 υπερέβησαν όσα συγκέντρωσε στο σύνολο του περασμένου έτους. Δεδομένου ότι έχουν κλείσει μακροχρόνια συμβόλαια, οι δύο εταιρείες αγοράζουν φτηνό αμερικανικό LNG και το πωλούν σε υψηλότερες τιμές στις ευρωπαϊκές αγορές.