Advertisement

Κοτέτσι επί τροχών

Γράφει ο Ανδρ. Λουράντος – Κονταράτος

885

Δε σας το κρύβω φίλοι μου πως είχε πέσει πείνα

χωρίς δουλειά βρισκόμουνα πάνω ‘πο ένα μήνα!

Advertisement

Έλεγα, κάπου, δε μπορεί, κάποιος θα τη πατήσει

κι’ η κουτουράδα θα ‘γενεί να στραβοκατουρήσει.

Φίλοι μου τούτο το συμβάν βρόντηξε σαν κανόνι!

Κι’ είχε για πρωταγωνιστή το Θόδωρο Καόνη!

Όλοι σας τονε ξέρετε, έχει χρυσή καρδία

κι’ ένα Νισσάν ιστορικό που ήταν η αιτία,

η ρίμα τούτη να φτιαχτεί, διάσημο να γίνει

στην ιστορία να γραφτεί, παντοτινά να μείνει!

Γιατί το όχημα αυτό, και ποιος δεν το ζηλεύει!

Προπάντων ανε μάθουνε γι’ αυτό οι Γιαπωνέζοι.

ολοταχώς θα φτάσουνε για να του το ζητήσουν,

λεφτά χοντρά θα δώσουνε για να το αποχτήσουν!

Αφού αυτοί το φτιάξανε για άλλα μεγαλεία

κι’ αυτός καρότσια κουβαλεί και άλλα εργαλεία.

Είναι γιομάτο υλικά, με κρύο και με ζέστες,

τροχούς, τρυπάνια, κομπρεσέρ, τσιμέντα και ασβέστες!.

Κάποιος τον ετρακάρισε ‘πο πίσω στο μπαγκάζι

και μέσα του το έβαλε, μα είπε, δεν πειράζει

και πως μαθές ασφάλειες και τέτοια μη γυρεύει

γιατί το ‘χει για ..πέταμα κι’ άλλο δεν το μαζεύει.

Το μόνο που τον πόναγε και τον στενοχωρούσε,

είναι που το καρότσι του πλέα δεν το χωρούσε!

Γιατ’ είχε μείνει το μισό μετά την κουτουλέα

και δεν το χώρειε ούτε μπρος ούτε και πίσω πλέα!

Εδώ θα πρέπει να σας ‘πω κάτι με σημασία!

να σας γνωρίσω δηλαδή τη σύζυγο Τασία.

Είναι γυναίκα εργατική, καλή και χρυσοχέρα

κι’ εργάζεται ‘πο το πρωί μέχρι να φύγει η μέρα.

Με όλα καταγίνεται, κάνει πολλά πρεβόλια

έχει και κότες και αυγά μα και παχιά κοκόρια.

Μια μέρα λέει του Θοδωρή, να πάει να τση πάρει,

ένα τσουβάλι φύραμα και άλλο ένα στάρι.

Αυτός αμέσως έφυγε πήγε στα καφενεία

και σ’ έξη ώρες έφερε του κότονε φαΐα!

Καθώς τα εξεφόρτωνε και τράβα το τσουβάλι,

αυτό λιγάκι σκίστηκε και χύθηκε το στάρι!.

Έμεινε κειά στο πάτωμα, φύτρωσε μες τα μπάζα

και με του Μάη τσι βροχές είχε σπαρμένο τζάμπα!

Χλόιζε και πρασίνιζε και τόχε ‘να καμάρι

κι’ έλεγε ότι θα ΄κανε ένα μιγόμι στάρι!

Όμως δεν ήταν τυχερό να φτάσει ως το θέρο

γιατί το βρήκε όλεθρος από ‘ξω ‘πο τον Πιέρο!

Στο δρόμο ‘κει τον κεντρικό το είχε παρατήσει,

με ανοιχτά παράθυρα αν βρέξει να… ποτίσει!

Όμως καθώς εγύρισε και πήγε να το πάρει,

του ήρθε εγκεφαλικό και πήγε να κρεπάρει!

Του ‘ρθε ταμπλάς και ταραχή του δύστυχου Καόνη

σαν είδε ένα κόκορα να κράζει στο τιμόνι.

Και εις το πίσω κάθισα εγένα μία κότα

πάνω σε  «τοπογραφικό»,  που ‘ταν θαρρώ του Κώστα.

Εκοίταζε ολόγυρα για ύποπτες κινήσεις

και σ΄ όποιον  επροσπέρναγε έκανε ερωτήσεις,

«ποίος μου τσι κουβάλησε και μ’ έχει καταστρέψει;

Κι’ έγιν’ η λιμουζίνα μου λέστεκο και κοτέτσι;»

Η κότα τώρα ξάριζε το στάρι και τσιμπούσε

κι’ ο κόκορας μ’ υπομονή για….. άλλο καρτερούσε!

Όταν η κότα χόρτασε, κοίταξε να καθίσει

κι’ ο κόκορας σαλτάρισε για να τηνε πηδ…σει!

Αυτό πολύ τον πείραξε το Θόδωρο Καόνη

και άρπαξε ‘πο το λαιμό το ζωηρό καπόνι!

Άκου, του λέει να σου πώ, το κάρο μου το θέλω!

κοτέτσι, μου το κάνατε, μα όχι και… μπουρδέλο!

Μα ο κόκορας του γλίστρησε και βγήκε και βγήκε στο τιμόνι

και από ‘κει κουτσούλισε τη θέση του Καόνη!

Του φουκαρά του Θοδωρή, κόντευε να του στρίψει,

τσοι δράστες γύρω έψαχνε για να τσοι καθαρήσει.

Μ’ αυτοί του …χοστοφεύγανε στα γύρω μαγαζία,

είναι κουμάσια όλοι τους πολύ καλά παιδία!

Τίνος να είναι τα πουλιά, όποιονε πέρνα ρώτα,

μα ήταν…, δικά του και τα δυό! Ο κόκορας κι’ η κότα!!

Είχανε πάει σπίτι του, σιγά σαν τα .. κατσία

κι’ είχανε κλέψει τα πουλιά που ταΐζ’ η Τασία!!

Ήντα να κάμει ο δύστυχος, κάθεται στο τιμόνι

κι ο κόκορας συνοδηγός είναι και καμαρώνει!

Η κότα ζαλιζότανε κι’ είχε τον κόσμο χάσει

και εις το πίσω κάθισμα θαρρώ είχε ξεράσει!!!

Στο σπίτι αριβάρανε όλοι από μερέα,

ο Θοδωρής, οι κουτσουλές και η κοτοπαρέα!

Δεν ξέρω αν τον έβαλε κατσάδα η κερά του

για τούτα ‘δω τα πρόσφατα τα κατορθώματά του!

Σαν είδε την καταστροφή, εκόντευε να κλαίει,

μα ‘κείνος χαμογελαστός γυρίζει και τση λέει,

‘κοίτα εδώ τι σού ‘φερα, γυρνώντας ‘πο το ….Λόττο!

Φρέσκο αυγό να κάμωμε εις το παιδί ντεκότο!

Κείνο που ξέρω σίγουρα, πως για να καθαρίσει

την άλλη μέρα δούλευε π’ ανατολή ως δύση!

Δε φτάναν όλα τα κακά μέσα σ΄ αυτό το ντόρο,

έκαψε και τη σκούπα του που ‘ταν του γάμου δώρο!

Εις τον Ταμπούρο έσωσε άλληνε για να φέρει

μα δεν του τηνε πλήρωσε! Κάτι αυτός θα ξέρει!

Αφού το εκαθάρισε έβγαλε τόσα μπάζα

που στο λαχνό τα έσωσε με τα σκουπίδια τ’ άλλα!

Εκεί, πολύ το σκέφτηκε πρωτού τα ξεφορτώσει,

ν’ αφήσει κειά και το Νισσάν πο’ δαύτο να γλιτώσει!

Όμως το χρειαζότανε πίσω για να γυρίσει

γιατ’ ήτανε πολύ μακριά για να το περπατήσει.

Φίλοι μου ‘δω τελειώσαμε κι’ η ιστορία κλείνει,

μ’ αν θέλετε τη γνώμη μου μόνο η αρχή έχει γίνει!

Γιατί ο Καόνης απειλεί μ’ αντίποινα μεγάλα

κι’ ο Γιασαντρέας πλέον ζει, μέσα σε μια τρομάρα!

Αν λέει αλήθεια τελικά, κι’ αν θα το κάνει πράξη

να ξέρετ’ όλο το νησί, θε να το συνταράξει!.

Μπορεί να τον πειράζωμε σα κάνει κουτουράδες,

μα είναι πρώτος στο μυστρί σε τούβλα και σουβάδες!

 

Ανδρέας Λουράντος-Κονταράτος

Δημοσιεύθηκε στο φ. 215, Ιούνιος 2007 της έντυπης έκδοσης

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο