Κοινωνική κινητικότητα των Κυθηρίων στην διάρκεια του χρόνου
Νικόλαος Π. Γλυτσός, Ph.D. (USA) Ερευνητής Οικονομολόγος
Με πολύ απλά λόγια, ο ΟΟΣΑ ορίζει την κοινωνική κινητικότητα ως την «αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης είτε ενός ατόμου σε σχέση με την κατάσταση των γονιών του είτε ως εξέλιξή του κατά την διάρκεια της ζωής του». Η πρώτη περίπτωση αφορά αυτό που οι αναλυτές ονομάζουν διαγενεακή κινητικότητα και η δεύτερη την ενδογενεακή. Η κοινωνική κινητικότητα μπορεί να μετρηθεί με μια σειρά από διαφορετικούς δείκτες, με βάση το εισόδημα, την εκπαίδευση, την επαγγελματική δραστηριότητα, και να αξιολογηθεί και με άλλα ποιοτικά κριτήρια.
Αν και οι τρεις αυτές μεταβλητές διασυνδέονται και αλληλεξαρτώνται, στην πραγματικότητα εξελίσσονται ανισομερώς και σε πολλές περιπτώσεις βαδίζουν με διαφορετικές ταχύτητες. Η αποτελεσματικότητα της επιρροής τους εξαρτάται από την ανθρώπινη προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες και ευκαιρίες που η διαπλοκή τους ανοίγει για οικονομική ευημερία και κοινωνική καταξίωση. Ειδικότερα, η εκπαίδευση και η παιδεία μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο σε ανώτερο κοινωνικό επίπεδο γιατί, πέρα από την συμβολή τους στην επαγγελματική του πρόοδο, τού παρέχουν την δυνατότητα να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να δημιουργήσει άυλα και πνευματικά αγαθά, όπως λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά έργα ή να ασκήσει δραστηριότητες που ανεβάζουν το πολιτιστικό επίπεδο μιας κοινωνίας μέσα στην οποία ο δημιουργός διακρίνεται και εκτιμάται.
Με τα περιορισμένα δεδομένα που διαθέτουμε, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στοιχειωδώς με ποσοτικούς όρους, πως εξελίχτηκε η ανοδική κοινωνική κινητικότητα στα Κύθηρα στην διάρκεια του χρόνου. Τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε εκπροσωπούν τους τρεις προαναφερθέντες πυλώνες της κοινωνικής κινητικότητας, δηλαδή την εκπαίδευση,την επαγγελματική απασχόληση, η οποία, ελλείψει εισοδηματικών δεδομένων ενσωματώνει και την οικονομική ευημερία, στην έκταση που αυτή προσδιορίζεται από το επάγγελμα. Τα στοιχεία αυτά μάς επιτρέπουν να εξετάσουμε την διαγενεακή κινητικότητα με την μορφή της οικονομικής και κοινωνικής ανόδου του συνολικού πληθυσμού, στην διάρκεια διαδοχικών δεκαετιών. Δεν αποτελούν όμως εργαλείο για την διάγνωση του φαινομένου της καθοδικής κινητικότητας που αφορά άτομα ή ομάδες, των οποίων η οικονομική και κοινωνική κατάσταση είναι χειρότερη από εκείνη των γονιών τους.
Εξετάζοντας διαχρονικά την κοινωνική κινητικότητα με βάση την εκπαίδευση, είναι απαραίτητο να συνυπολογίζεται και η «σχετική κοινωνική αξία», η οποία αποδίδεται στα διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης σε κάθε ιστορική περίοδο. Τούτο γιατί, η μετάβαση από την στοιχειώδη στην δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μεταβάλλει την σχετική θέση των αντίστοιχων αποφοίτων στην κλίμακα των αξιών, υποβαθμίζοντας ή αναιρώντας την κυριαρχία κάθε προηγούμενου εκπαιδευτικού επιπέδου.
Η έναρξη λειτουργίας των Αγγλικών δημοτικών σχολείων, μόνο για άρρενες μαθητές, στην δεκαετία του 1820, «μύησε» τους Κυθήριους στην αξία της μόρφωσης και απετέλεσε το πρώτο βασικό βήμα της κοινωνικής κινητικότητας των κατοίκων από την αγραμματοσύνη στην εγγραμματοσύνη.
Η αντικατάσταση των Αγγλικών σχολείων στις αρχές του 20ου αιώνα, με την δημιουργία νέων διδακτηρίων σε όλο το νησί για αγόρια και κορίτσια, επεξέτεινε την στοιχειώδη εκπαίδευση σε όλο τον πληθυσμό. Στην συνέχεια, η ίδρυση του Γυμνασίου,στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αναβάθμισε στο τοπικό επίπεδο την κοινωνική αξία της εκπαίδευσης, και πρόσθεσε ένα ακόμη βήμα στην κοινωνική κινητικότητα των Κυθηρίων. Ταυτόχρονα όμως, το Γυμνάσιο έβαλε και το πρώτο σκαλοπάτι για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία εμπλούτισε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική κλίματα των αξιών. Οι απόφοιτοι του πανεπιστημίου ηγεμονεύουν, στην σύγχρονη εποχή, ως υποκείμενα κοινωνικής ανόδου και εκτιμήσεως, με τις άλλες δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες, οι οποίες είχαν την κοινωνική τους αξία στην εποχή τους, να ατονούν ή να εξαφανίζονται ως στοιχεία και συνιστώσες της αναβαθμισμένης κοινωνικής κινητικότητας.
Με κριτήριο λοιπόν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συγκρίνοντας, ανά δεκαετία, το μεταβαλλόμενο μορφωτικό επίπεδο των Κυθηρίων, διαπιστώνουμε, από τον παρακείμενο πίνακα, ότι η κοινωνική άνοδος μεταξύ των γενεών βελτιώθηκε θεαματικά, ιδιαίτερα στην περίοδο 1991-2011, με το ποσοστό αποφοίτων στον πληθυσμό να ανέρχεται, στο τελευταίο έτος της περιόδου, στο 16% περίπου, ισόποσο για άνδρες και γυναίκες.
Περνώντας από την εκπαίδευση στην επαγγελματική απασχόληση ως στοιχείου κοινωνικής αναβάθμισης,συναθροίζουμε στον πίνακα τα ποσοτικά δεδομένα των θεωρουμένων υψηλής κλίμακας επαγγελμάτων, κατά την κατάταξη της στατιστικής υπηρεσίας. Στην κατηγορία αυτήκατατάσσονται: «Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, επαγγελματίες, τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα,και υπάλληλοι γραφείου», για ορισμένα από τα οποία δεν απαιτείται πάντα πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Πίνακας, Ποσοστό (%) αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί του πληθυσμού 10 ετών και άνω, και ποσοστά εργαζομένων στα ανώτερα επαγγέλματα επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού, 1971-2011
Άρρενες |
Θήλεις |
Δύο φύλα |
||||
|
% Αποφοίτων τριτοβάθμιας |
% επαγγελμάτων |
% Αποφοίτων τριτοβάθμιας |
% επαγγελμάτων |
% Αποφοίτων τριτοβάθμιας |
% επαγγελμάτων |
1971 |
1,9 |
6,1 |
0,6 |
2,0 |
1,2 |
4,4 |
1981 |
4,3 |
12,7 |
0,7 |
8,5 |
2,6 |
11,1 |
1991 |
5,0 |
17,9 |
3,1 |
25,7 |
4,0 |
20,4 |
2001 |
8,9 |
23,5 |
8,5 |
45,5 |
8,7 |
30,6 |
2011 |
16,5 |
– |
15,9 |
– |
16,2 |
30,7 |
Πηγή: Επεξεργασία από τις Απογραφές Πληθυσμού, 1971-2011
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι διαδοχικές ανά δεκαετία γενιές των Κυθηρίων, παρουσίασαν, σε μια περίοδο 40 ετών, εντυπωσιακή επαγγελματική ανέλιξη προς επαγγέλματα ανωτέρας οικονομικής και κοινωνικής αξίας. Σε αδρές γραμμές, το μερίδιο των επαγγελμάτων αυτών στο σύνολο της απασχόλησης, σχεδόν τριπλασιάστηκε στην πρώτη δεκαετία, σχεδόν διπλασιάστηκε στην δεύτερη, αυξήθηκε κατά το ήμισυ στην τρίτη και σταθεροποιήθηκε στην τέταρτη δεκαετία (4,4%- 11,1%- 20,4% – 30,6% -30,7%). Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι ότι σχεδόν το ένα-τρίτο των εργαζομένων του νησιού ασκεί ανώτερα επαγγέλματα (ποσοστό γυναικών 45,5%, διπλάσιο από το ποσοστό των ανδρών 23,5%).
Δεδομένου ότι άνδρες και γυναίκες διαμορφώνουν από κοινού το κοινωνικό γίγνεσθαι ενός τόπου, δεν μπορεί να μην ανιχνευτεί, πώς η διαγραφόμενη ξεχωριστή πορεία τους και οι ατραποί μέσω των οποίων κινούνται, επηρεάζει χρονικά και ποιοτικά την κοινωνική κινητικότητα. Μέχρι την δημιουργία των δημοτικών σχολείων της Αγγλοκρατίας, η Κυθηραΐκή νεολαία -αγόρια και κορίτσια- ήταν μια ανεκπαίδευτη πληθυσμιακή μάζα, σε πλήρη ισότητα (στο κατώτατο επίπεδο). Οποιαδήποτε ανισότητα υπήρχε τότε μεταξύ των δύο φύλων εκπορευόταν από εθιμικούς λόγους και παραδοσιακούς παράγοντες και αντιλήψεις και ήταν πάντα εις βάρος των γυναικών. Με την λειτουργία των Αγγλικών σχολείων μόνο για αγόρια (ένα μόνο για κορίτσια στην Χώρα), δημιουργείται και η πρώτη «θεσμική» ανισότητα στην εκπαίδευση των δύο φύλων, η οποία διατηρήθηκε σχεδόν ένα αιώνα, παύοντας να ισχύει όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα Ελληνικά σχολεία για αγόρια και κορίτσια.
Από εκεί και πέρα, παρότι δεν υπήρχαν πια θεσμικά εμπόδια στην εκπαίδευση των κοριτσιών, η περιορισμένη φοίτησή τους συνεχιζόταν και στα δύο εκπαιδευτικά επίπεδα(Δημοτικό και Γυμνάσιο), ιδιαίτερα τα πρώιμα χρόνια, υπαγορευμένη από τους γονείς για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και της επικράτησης αναχρονιστικών νοοτροπιών και αντιλήψεων σχετικά με την αξία της εκπαίδευσης για τις γυναίκες. Είναι αλήθεια όμως, όπως έχω υποστηρίξει σε προηγούμενο άρθρο μου στα Κυθηραϊκά, ότι, σε τελική ανάλυση, η δημιουργία του Γυμνασίου συνέβαλε εντόνως σε «μια αναμφίβολα εξαιρετικής σπουδαιότητας εξέλιξη προόδου και απελευθέρωσης στην κοινωνία των Κυθήρων, η οποία οδήγησε στην χειραφέτηση των γυναικών, ανοίγοντας τούς ορίζοντές τους, με την άνοδο του μορφωτικού τους επιπέδου, στην αρχή σε λίγες προνομιούχες και αργότερα στις πολλές».
Μέχρι όμως να έχουμε αυτό το επιθυμητό αποτέλεσμα και το επακόλουθό του, την αυξημένη φοίτηση των κοριτσιών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα κορίτσια ακολουθούσαν από μακριά την σχολική πορεία τωναγοριών, διαιωνίζοντας την εκπαιδευτική ανισότητα των δύο φύλων στον πληθυσμό. Πιο αναλυτικά, η διαφοροποίηση στην εξέλιξη της κινητικότητας μεταξύ των δύο φύλων, επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι, τα πρώτα χρόνια της υπό εξέταση περιόδου, οι άνδρες με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σημείωσαν υψηλότερους ρυθμούς αύξησης, ενώ οι γυναίκες μεγαλύτερη επιτάχυνση των χαμηλότερων ρυθμών τους (πίνακας). Ως αποτέλεσμα, οι γυναίκες επισπεύδουσες έπιασαν, στο τέλος της τρίτης δεκαετίας (2001), τους ρυθμούς των ανδρών, ανεβαίνοντας εφεξής σχεδόν ομοιόμορφα την κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας. Η προηγηθείσα όμως χρονική καθυστέρηση, αρχικά της εγγραμματοσύνης και στην συνέχεια της μόρφωσης των γυναικών, επιβράδυνε την ισοδύναμη με τους άνδρες ενσωμάτωσή τους στην Κυθηραΐκήκοινωνία, και είχε αρνητική επίπτωση στην συνολική κοινωνική κινητικότητα στο νησί.
Σε αντιδιαστολή με την ισόποση συμμετοχή (16%, το 2011)) ανδρών και γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ηανά φύλο έντονη διαφοροποίηση της επαγγελματικής κινητικότητας, δείχνει ότι σχεδόν το ένα-τέταρτο των ανδρών και το ήμισυ των γυναικών έχουν αναρριχηθεί στα ανώτερα επαγγέλματα. Αυτό επιβεβαιώνει την προηγούμενη επισήμανσή μας, ότι η συμμετοχή στα θεωρούμενα υψηλά επαγγελματικά κλιμάκια δεν απαιτεί αναγκαστικά και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση (σε εθνικό επίπεδο, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας σε αυτά τα επαγγέλματα αποτελούσαν, τόσο το 2001 όσο και το 2011, περίπου το 60% του εργατικού δυναμικού).
Συμπερασματικά, οι εντυπωσιακές εξελίξεις στην επαγγελματική πρόοδο των κατοίκων του νησιού, μαζί με την αξιοθαύμαστη διαχρονική ανάπτυξη του μορφωτικού τους επιπέδου, σηματοδοτούν την έντονη διαγενεακή οικονομική και κοινωνική κινητικότητα των Κυθηρίων στην σύγχρονη εποχή.Στην επίτευξη αυτή συνέβαλαν εξίσου σημαντικά άνδρες και γυναίκες, ακολουθώντας την δική τους, κατά περίπτωση,διαφορετική πορεία στην διάρκεια του χρόνου. Ενώ οι άνδρες ανέβαιναν την κλίμακα της κοινωνικής κινητικότητας σχετικά ταχύτερα μέσω του διαύλου της εκπαίδευσης, οι γυναίκες ανέβαιναν την κλίμακα αυτή σχετικά ταχύτερα μέσω του διαύλου της επαγγελματικής ανέλιξης.
Η εικόνα που παρουσιάσαμε σε αυτό το άρθρο για την κοινωνική κινητικότητα των Κυθηρίων, ενισχύεται έτι περαιτέρω από την πληθώρα των καταξιωμένων συμπατριωτών μας στην Ελλάδα και τον κόσμο όλο, όπως καθηγητές πανεπιστημίου, επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, επαγγελματίες, επιχειρηματίες κ.α., τον πραγματικό αριθμό των οποίων δεν γνωρίζουμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυθηραϊκά στο φύλλο Ιουνίου 2024