«Τα πιο ευτυχισμένα και χορτάτα Χριστούγεννα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη»
(Ένα «παπαδιαμαντικό κείμενο γραμμένο από τον Κώστα Βάρναλη) - Επιμέλεια: Γιώργου Ι. Κωστούλα
Ένα κείμενο, όπου το πάνθεον των ηρώων των διηγημάτων του, παρελαύνει στον ύπνο τού κυρ–Αλέξανδρου, σε μια χριστουγεννιάτικη φαντασμαγορική ονειροφαντασία: Eνα κείμενο, γραμμένο μαστορικά από τον Κώστα Βάρναλη, όπως θα το έγραφε στη γλώσσα του ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της μαγικής ονειροφαντασίας.
Εύχομαι όλοι μας να νιώσουμε κάτι από το ελπιδοφόρο μήνυμα της μεγάλης γιορτής.
Συγχρόνως σας προτρέπω, αν δεν μπορέσετε να το διαβάσετε τώρα, να το αποθηκεύσετε κάπου για μια πιο εύκαιρη στιγμή. Όλοι έχουμε ανάγκη να νιώσουμε, έστω και σε κάποιο υποπολλαπλάσιό της, την αθωότητα που αποπνέει αυτό το «παπαδιαμαντικό» κείμενο τού Κώστα Βάρναλη.
Με τους χριστουγεννιάτικους κυθηραϊκούς χαιρετισμούς μου,
Γ.Ι.Κ.
Απολαύστε το:
«Τα πιο ευτυχισμένα και χορτάτα Χριστούγεννα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη»
«Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγοςἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ
χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους…
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸΣαρανταήμερον καὶ εἶχεν
ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε
τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶδιέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον
ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγωνχρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς
ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴνπολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ
φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶσπασμένην φωνήν του, πλήρη
ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιοντοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς
Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸπτωχικόν του δωμάτιον, δὲν
εἶχεν ἀκόμη φέξει!
Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ
ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆςπενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ
ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦκραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς
βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυταιεἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς
βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.
Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦἈγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ
ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:
– Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).
Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει
καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ
ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητόςτου, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν
κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητονβατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ
μὲ τὰ ὑποδήματα – πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.
Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿
ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲτὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ
τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺςἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους,
θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.
Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν
καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸςτῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα
καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶνφοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος
Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰκομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ
ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴνκαρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ
Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων
τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ ἉγίαΜαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος
καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶτοὺς θώρακάς των – ὁλόκληρον
τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν
μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸτὸ πολυτάραχον καὶ
πολυρροιβδον κῦμα…
Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦδωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος
λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿
ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶτῶν ἁγίων.
Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννηντὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε
τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶνἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν
ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰπαρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν,
τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸνμπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.
Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ
ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζειεἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ
βουνοῦ.
Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης.
Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης,
αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ
μῆλα – ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς
συνδαιτυμόνας.
– Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦεἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.
Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδαςτῶν Χριστουγεννιάτικων
διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆμανδήλαν καὶ νέα πέδιλα,
ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ
τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητοκι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ
προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶνΧριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν
Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον – ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖακατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν,
ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸνκυρ-Ἀλέξανδρον τὰς
κλεμμένας πεντάρας –δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰΧριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν
(συχωρεμένος ἂς εἶναι!).
Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχενἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ
Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόντου, ὑπόσαθρον πλοιάριον,
αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ
ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳκατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.
– Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!
Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸνσυνοδεύων τὴν ἄσεμνον
χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:
– Ὅρσε, κουβέρνο!
Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸτὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν
ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρονφιάλην πλήρη ἡδυγεύστου
μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει – ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτηεὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!
Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ςτοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο
αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο
ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰςτὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς
του.
– Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω
γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.
Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰςτέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας,
τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆςΜονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.
Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺςτοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶςἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!…
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰλαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ … ἐξύπνησεν.
Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν
Άγιαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅληςτης ζωῆς του! – ζωὴν νὰ ἔχει»!
Για την αντιγραφή: Γιώργος Ι. Κωστούλας
(E-mail: gcostoulas@gmail.com)