Advertisement

Αφελείς γενικεύσεις, προσβλητικές ανοησίες

Του Χρήστου Χωμενίδη

488

Στις 14 Νοεμβρίου 1959 στο Κάνσας διαπράχθηκε ένα έγκλημα το οποίο συνετάραξε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δύο πρόσφατα αποφυλακισθέντες νεαροί εισέβαλαν στο σπίτι ενός εύπορου αγρότη και δολοφόνησαν τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα δύο ανήλικα παιδιά του. Κίνητρο τους η ληστεία. Είχαν πληροφορίες ότι στο χρηματοκιβώτιο υπήρχαν 10.000 δολάρια, ποσό με το οποίο ονειρεύονταν να ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στο Μεξικό. Οι πληροφορίες απεδείχθησαν ψευδείς, οι δολοφόνοι έφυγαν με σχεδόν άδεια χέρια, με ένα πενηντάρικο, ένα ραδιοφωνάκι και κάτι κυάλια… Μολονότι το έγκλημα -ελλείψει αποτυπωμάτων ή άλλων ιχνών- φάνταζε τέλειο, η αστυνομία το διαλεύκανε μέσα σε ένα μήνα, χάρη κυρίως στη μαρτυρία κάποιου ο οποίος είχε λαθρακούσει τούς αυτουργούς να το σχεδιάζουν. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού.

Η παραπάνω προ εξηκονταετίας ιστορία θα μάς ήταν εντελώς άγνωστη εάν το περιοδικό “New Yorker” δεν παράγγελνε στον Τρούμαν Καπότε (σπουδαίο συγγραφέα ο οποίος ήδη διέθετε την αίγλη τού “Breakfast at Tiffany’s” που είχε γίνει και ταινία με την Όντρει Χέπμπορν) να πάει στο Κάνσας και να γράψει ένα εκτεταμένο άρθρο για το τετραπλό έγκλημα. Έγραψε μυθιστόρημα. Το “In Cold Blood” -στα ελληνικά “Εν Ψυχρώ”- θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα τού δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Κυκλοφόρησε το 1966 και αποτέλεσε σταθμό για την ανάπτυξη του “New Journalism”, του υβριδικού εκείνου είδους ανάμεσα στην “καθαρή” λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία.

Τι θα έκανε σήμερα κάποιος χαλκέντερος εκδότης ή διευθυντής ΜΜΕ, άμα οι κυκλοφορίες των εφημερίδων δεν είχαν κατρακυλήσει, άμα το διαδίκτυο δεν είχε εν πολλοίς καταλύσει την έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας; Θα ανέθετε στο ικανότερο λαγωνικό του, στην πιο χαρισματική του πέννα να εγκύψει στο “Έγκλημα στα Γλυκά Νερά”. Θα τον χρηματοδοτούσε να ερευνήσει σε βάθος επί εβδομάδες. Να περάσει χρόνο στην Αλόννησο, να συγχρωτιστεί με το περιβάλλον θύτη και θύματος, να αναδείξει αντιφάσεις όχι αστυνομικού αλλά ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Να ανακαλύψει και να αποκαλύψει τις φοβερές λεπτομέρειες που χάνονται πίσω από τους πηχυαίους τίτλους. Να αναπλάσει την ιστορία όπως πράγματι συνέβη και να τη φέρει ενώπιον των αναγνωστών, λυδία λίθο για να δοκιμάσει ο καθένας επάνω της την ευαισθησία του, την ηθική του, τη γνώση του για την ανθρώπινη φύση. Αυτό δεν προσφέρει ανέκαθεν η υψηλή τέχνη της γραφής;

Φοβάμαι ωστόσο πως και να υπήρχε ένας τέτοιος ερευνητής-συγγραφέας και να τον στήριζε ένας εκδότης, το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα του 2021 κάθε άλλο παρά θα αγκάλιαζε το αποτέλεσμα. Γιατί; Διότι εάν δεν ανέτρεπε, σίγουρα πάντως θα κλόνιζε τις βολικές μας βεβαιότητες.

Από την ημέρα που η Κάρολαϊν Κράουτς έφυγε από τη ζωή κατά τον πλέον φρικτό και ιταμό για τον δολοφόνο της τρόπο, άλλο σχεδόν δεν διαβάζουμε στα ΜΜΕ -πόσω δε μάλλον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- παρά αφελείς γενικεύσεις και προσβλητικές ανοησίες. Οι οποίες ενίοτε αγγίζουν την περιύβριση νεκρού.

Είχαμε αρχικά το ανάθεμα κατά των ξένων που είχαν μπουκάρει δήθεν στο σπίτι και είχαν σκοτώσει το κορίτσι. Η ρατσιστική μερίδα της κοινωνίας έβγαλε όλο της το άχτι σε εκείνα τα φαντάσματα. Έγκυροι -υποτίθεται- δημοσιολόγοι και πολιτευτές διερρήγνυαν τα ιμάτια τους απαιτώντας να επιτραπεί η οπλοφορία. Να παραμένουν ατιμώρητοι όσοι εν αμύνη σκοτώνουν. Να επανέλθει η θανατική ποινή. Αδίστακτα εργαλειοποιούσαν τη σορό της Κάρολαϊν για να προωθήσουν τη δική τους δεδομένη ατζέντα.

Όταν -επάνω στα σαράντα της- συνέβη η μεγάλη ανατροπή με την ομολογία του συζύγου της, το πάνω χέρι πήρε η αντίθετη πολιτικά μερίδα της κοινωνίας μας.

Η δολοφονία ονομάστηκε “γυναικοκτονία”, με την έννοια ότι η Κάρολαϊν υπέστη πατριαρχική επιβολή, θανάσιμη προσβολή της γυναικείας της υπόστασης. Επί του νεοεισαχθέντος στα ελληνικά όρου ξέσπασαν ομηρικοί καβγάδες, με τους θιασώτες του να αναθεματίζουν τους αρνητές του. Προσωπικά αντιλαμβάνομαι απολύτως τον όρο “γυναικοκτονία”. Δεν καταλαβαίνω εντούτοις προς τι σηκώνεται όλος ο κουρνιαχτός εφόσον δεν προτείνεται ευθέως η αναθεώρηση του ποινικού δικαίου, ώστε οι γυναικοκτόνοι να τιμωρούνται αυστηρότερα από τους ανθρωποκτόνους. Εάν αυτό είναι το αίτημα των παρ’ημίν φεμινιστών, ας το διατυπώσουν ευθέως. Μπορώ να φανταστώ -φευ- τον αντίλογο: “καμία ανθρώπινη ζωή δεν νοείται ο νομοθέτης να την εκτιμά περισσότερο από μια άλλη ανθρώπινη ζωή, ασχέτως φύλου και λοιπών χαρακτηριστικών”.

Η περί γυναικοκτονίας συζήτηση στάθηκε η σοβαρότερη των ημερών. Ακούστηκαν -και ακούγονται ακόμα- πολλά άλλα, τερατώδη.

Ότι ο δολοφόνος διεφθάρη εξαιτίας τού “πλούτου” του (πόσο πλούσιος είναι τέλος πάντων ένας πιλότος ελικοπτέρων;) και τής ομορφιάς του. Ότι εάν στη θέση του βρισκόταν κάποιος μετανάστης, ένας φτωχός ή ένας ομοφυλόφιλος, η αντιμετώπιση των αρχών θα ήταν σκληρότερη. Πόσο σκληρότερη -αναρωτιέμαι- από το να προφυλακιστεί ευθύς μετά την ομολογία του; Ότι ο περίγυρος της Κάρολαϊν είναι συνένοχος διότι ευλόγησε -ανέχθηκε τέλος πάντων- την “παιδεραστία”. Το γεγονός δηλαδή πως ένας εικοσιοχτάρης τα έφτιαξε με μια δεκαεξάχρονη -κατά άλλους δεκαπεντάχρονη ή δεκαεφτάχρονη-, την παντρεύτηκε και παρά την αρχική αποβολή της, επέμεινε να αποκτήσουν παιδί. Εάν όντως πιστεύουν ότι οι εικοσιοχτάρηδες δεν πρέπει να τα φτιάχνουν με δεκαεξάχρονες, ας προτείνουν να απαγορευθεί δια νόμου…

Κοινό χαρακτηριστικό όσων με τρομαχτική ελαφρότητα γράφουν κατεβατά για το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, είναι ότι δεν έχουν ιδέα για τι μιλάνε. Αγνοούν πλήρως το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε το θύμα και ο θύτης. Τις δυναμικές στη σχέση τους. Το πώς εξελίχθηκε εκείνη ώσπου να φτάσουμε στο καταραμένο ξημέρωμα της 11ης Μαΐου.

Το χειρότερο; Ούτε που νοιάζονται να μάθουν. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι “να κάνουν το κομμάτι τους”. Να διατρανώσουν τη δική τους οργή. Να ρίξουν κατάρες. Ακόμα δε και να ενισχύσουν το κύρος τους ως αμπελοψυχολόγων, τη θέση τους ως “influencers” τού διαδικτύου για την οποίαν τόσο καμαρώνουν.

Έχουμε, τέλος, την κατηγορία των ερασιτεχνών ντετέκτιβ. “Εγώ το είχα καταλάβει από την πρώτη μέρα” ωρύονται “γιατί η αστυνομία καθυστέρησε τόσο;” Σάμπως η καθυστέρηση να έβλαψε ή να ωφέλησε κανέναν. Αφού η συμφορά είχε ήδη συμβεί… Σάμπως η αστυνομία να μπορεί να κατηγορεί και να προφυλακίζει προτού να αποκτήσει ατράνταχτα στοιχεία.

“Κι εσύ τι ξέρεις;” θα ρωτήσετε. Το πιο σημαντικό. Ξέρω ότι δεν ξέρω. Για αυτό και επί της ουσίας σιωπώ. Όπως κι εσείς, ελπίζω. “Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον” λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Πόσω δε μάλλον έναν τέτοιο θάνατο…

Ξέρω και κάτι ακόμα. Εκείνο που έγραψε ο μέγας Πορτογάλος Φερνάντο Πεσσόα. “Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που δεν υπάρχει”.


* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο