Advertisement

Αφιέρωμα στη μνήμη του Ανδρέα Λουράντου – Κονταράτου

1.133

Στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας αναρτούμε για 5ο χρόνο μερικά από τα ενδιαφέροντα θέματα της έντυπης έκδοσης 45 ημέρες μετά την κυκλοφορία του φύλλου για να ενημερώνονται και όσοι δεν είναι συνδρομητές  μετά από 1,5 μήνα. Από τα θέματα αυτά, που είναι συνήθως 6-7 κάθε μήνα δεν έχουμε αναρτήσει ποτέ την πλέον δημοφιλή σελίδα μας με την ονομασία «Του Τριβόλου η πεζούλα», η οποία αποτελεί μόνιμη στήλη εδώ και 35 χρόνια. Κι αυτό είναι ένα από τα «δώρα» στους τακτικούς αναγνώστες μας.

Σήμερα κάνουμε μία εξαίρεση. Στο τελευταίο μας φύλλο αποχαιρετίσαμε τον επί 35 συναπτά έτη συνεργάτη και φίλο μας Ανδρέα Λουράντο-Κονταράτο, με έναν τρόπο, που, πιστεύουμε, ήταν αυτός που θα ήθελε να τον συντροφεύει στο μακρύ ταξίδι του στην αιωνιότητα.

Advertisement

Διαβάστε, λοιπόν, εδώ αυτό τον αποχαιρετισμό από τους: Κοσμά Μεγαλοκονόμο, Γιώργη Κασιμάτη-Δρυμωνιάτη και Ε.Π.Καλλίγερο. Ένα μόνο καταγράφουμε εμφατικά. ΘΑ ΜΑΣ ΛΕΙΨΕΙ!

 

 Σήμερα κλαίει η στήλη

Ανδρέα στη θανή σου

και χαιρετούν οι φίλοι

εδώ την έμπνευσή σου.

                                    «Κ»

 


Κονταράτος προς Άγιο Πέτρο

 

Στον άλλο κόσμο, του Ουρανού, που οι Ψυχές γιορτάζουν,

του Άγιου Πέτρου θε να πω δυο λόγια που ταιριάζουν.

 

«Ω! κλειδοκράτορα τρανέ του Άνω Παραδείσου,

που το κατώφλι σου περνούν οι αρνητές του μίσους

 

τις ρίμες που συνταίριαζα, εγώ ο Κονταράτος!

θα τις σκαρώνω ες αεί κι ας είμαι και φευγάτος.

 

Γιατί τις Μούσες, πάντοτε, με τέχνη θα λατρεύω

κι όσα γεννά η κούτρα μου με πένα θα λαξεύω.

 

Για να ‘χεις το προνόμιο να τις πρωτοδιαβάζεις,

ξεχώρισέ μου μια γωνιά, Εσύ που εδώ προστάζεις

 

μα να της φέρνει ευωδιά αγέρι από θυμάρι,

το Θείο Φως να χύνεται σαν Ήλιος, σαν Φεγγάρι

 

που λούζουν τ’ άγια Κύθηρα την πιο μεγάλη ώρα,

σαν βγαίνουν απ’ τη Θάλασσα για του Ουρανού τη χώρα.

 

Να δώσεις, Άγιε, εντολή εκεί να ακουμπήσω

κι ακόμα, σε παρακαλώ, άσε να ζωγραφίσω

 

αυτό που θώραγα εμπρός απ’ το παράθυρό μου,

του Κατουνιού τη γέφυρα, μα και το όνειρό μου!

 

Απάνω της να περπατεί και να βεργολιγιέται

η Αφροδίτη που παντού Κυθέρεια λογιέται.

 

Ν’ αφήνεις και αλέ ρετούρ τον ταχυ – ταχυδρόμο,

τον φτεροπόδαρο Ερμή που ξέρει και τον δρόμο,

 

να φέρνει «Κυθηραϊκά», ταχύς ωσάν το βόλι,

ν’ αφήνει και τις ρίμες μου στα χέρια του Μανώλη.

 

Εεεε τότε, Άγιε Πέτρο μου, λες και θα ρέω μέλι

θ’ αράζουνε ολόγυρα Αγίοι και Αγγέλοι

 

ν’ ακούνε απ’ τα χείλη μου, του μήνα κάθε πρώτη,

του Τρίβολου τα σχολιανά για κάθε Τσιριγώτη».

 

Κοσμάς Μεγαλοκονόμος

 


Καλοδρομιά σου…….

Και τι να πρωτοθυμηθώ και από πού ν’ αρχίσω

και πώς, καλέ συνΤρίβολε, για σένα να θρηνήσω

και πώς να γράψω ποίημα με κλάμα καμωμένο

για σένα που, ο ουρανός,  με γέλιο είχε πλασμένο,

για σένα που εχάριζες απ’ την βαθιά ψυχή σου

χαρά με τα αστεία σου και την στιχουργική σου,

για σένανε που έφεγγες σα ολόγιομο φεγγάρι

και φώτιζε τα σκότη μας του λόγου σου η χάρη!

Στην κουζουλή παρέα μας εύφραινες τις καρδιές μας,

με το τρανό το χιούμορ σου γιάτρευες τις πληγές μας

κι ήσουν χαρά για όλους δα, την Τσιριγωταρία,

από ‘παδά ίσαμ’ εκεί, μακριά στην Αυστραλία,

πρώτος μας και καλύτερος στην τριβολοπεζούλα

στη λέλα, στα πειράγματα,  στη ρίμα, στην καζούρα.

Όλοι σε αγαπούσαμε γιατ’ ήσουνα σταράτος,

γνήσιος , καταξάστερος, ωραίος Κονταράτος,

που, όπου βρισκόσουν, γιόμιζες με αύρα την παρέα!

Κι αυτός που κογιονάριζες κι αυτός περνούσε ωραία,

γιατί η ρίμα σου ήτανε αγνή, καλοσυνάτη

και η ψυχή σου άκακη κι η «λόξα» σου κεφάτη

και πάντα σ’ όλους έδινες χαρά και ευφροσύνη,

όπως μονάχα ο  γνήσιος γνωρίζει να τις δίνει.

Μα  εκειά που πίναμε καφέ, όπως την κάθε μέρα

και λέγαμε για τον χιονιά, τον δώθε και τον πέρα,

κεια που εφυλαγόμασταν με μάσκες και με μπόλια

απ’ των ανθρώπων τα κακά και άτιμα τριβόλια,

εκειά που περιέγραφες με όλη σου την καρδία

την ομορφιά που σου έφεραν οι κόρες, τα παιδία,

εκειά που τον Σταματουλά τον είχες διαλύσει

και πρόσμενες τον Τζόκοβιτς να σ’ αντιμετωπίσει,
εκειά όπου επάαινες και ψαροντουφεκούσες

στις δεκαπέντε τις οργιές κι ορφούς μάς κουβαλούσες,

εκειά οπού ξανοίγαμε ό,τι καλό περνούσε

κι όποιος δεν το εξάνοιγε, τού ‘λεγες πως γερνούσε,

εκειά η  Μοίρα έσωσε διαμιάς, η βρώμα

και σ’ άρπαξε, Αντρέας μας και σ’ έριξε στο χώμα…

κι ορφάνεψε η πεζούλα μας απ’ τον καλύτερό μας,

τον αγαθό μας Τρίβολο, τον φίλο κι αδερφό μας!

Δεν σου αρμόζουν κλάματα και φανερά, στο λέω,

με γέλιο σ’ αποχαιρετώ, μα μέσα μου όλο κλαίω

κι, ανέ μπορείς, συχώρα με, ξέρω το δεν σ’ αρέσει,

γι’ αυτό, εδώ, οι φίλοι σου κρατούμε σου τη θέση

κάθε πρωί για τον καφέ, σ’ ακούμε σαν να είσαι

εδώ ζεστός και  γελαστός κι αγνός μάς διηγείσαι.

Σαν να μην πέθανες, μωρέ, σε ζούμε, σε βαστούμε

γελούμε με τις ρίμες σου, τα λόγια σου ακούμε

και με εσένα αρχηγό, με χάσκαρα περνούμε

κι ολόγυρα ξανοίγομε, μην πεις ότι γερνούμε.

*

Αχ, η αλήθεια είναι στυγνή. Αχ φίλε μας φευγάτε!

Καλοδρομιά σου στ’ άπειρο, Ανδρέα Κονταράτε!

 

 

Γιώργης π.κ-δρυμωνιάτης

 


 

Εεεεε, Κονταράτε……….

 

Απ’ τ’ Ουρανού τον καφενέ, Αντρέα που καθόσουν

τι θάγραφες στη στήλη μας εδώ για το φευγιό σου;

Θα τό ‘παιρνες αψήφιστα, θα τό ‘παιρνες για πλάκα,

όπως πάντα το έκανες; Και κάθε σου ατάκα,

εμάς εδώ θα σάρκαζες, τους άλλους δυο τριβόλους,

ή στον ιό θα έσερνες σατιρικούς διαόλους,

που πρώτον σένα διάλεξε κοντά του να καλέσει

και όλα όσα λέγαμε τα άφησες στη μέση;

 

Σίγουρα θα σκαρφίστηκες κι εκεί πολλά να κάνεις,

αφού για μας δεν πρόκειται μέσα μας να πεθάνεις.

Εκεί στις ρούγες τ’ ουρανού, ρίμες να τους σκαρώνεις,

καλούς, κακούς και άγγελους με χιούμορ να «σκοτώνεις»,

και Τσικνοπέμπτες κάνε τους, κάνε τους καρναβάλια,

σατίριζε τα πάντα κει και δίχως παρακάλια.

Κι εμάς δω κάτω,  ορφανούς απ’ τη δική σου χάρη,

δίνε μας ανταπόκριση στη γη ‘πο το φεγγάρι.

Εμείς θα καταλάβουμε απ’ το χαχανητό,

που οι ψυχές θα ρίχνουνε γέλιο μπουμπουνητό

και θα σ’ ανταποδίδουμε αυτά που ‘χεις προσφέρει,

μέχρι και μας κει πάνω άγιος Θεός μας φέρει.

Τότε να δεις πειράγματα απ’ την παλιοπαρέα.

Όλα θα στα θυμίσουμε μαζί κι από μερέα…

Ένα μονάχα θέλω σ’ εμάς εδώ να λύσεις

και κάποιες απορίες μας να αποσαφηνίσεις.

Ρίμες, πειράγματα, στροφές, κι άλλα κει πάνω κάνουν;

Κόλαση και Παράδεισο στον ίδιο κήπο βάνουν;

Γιατί αν είναι όπως δω περίπου πάνω -κάτω,

σίγουρα θα χρειάζονται Αντρέα Κονταράτο.

Και για να βρίσκεσαι παντού και να τα προλαβαίνεις,

έν’ ασανσέρ θα βάλουμε ν’ ανεβοκατεβαίνεις!

Να έρχεσαι και για καφέ εκεί εις το Λειβάδι,

μέχρι να έρθει και για μας τ’ ατέλειωτο το βράδυ!

 

Μ.Π.Καλλίγερος (Αμφιδάμας)


 

Προσκλητήριο!

Προχθές έλαβα μήνυμα από τον Κονταράτο

και μου ‘πε λέει να σας πω εδώ τα παρακάτω.

 

Το Λάκη να μου χαιρετάς και το Σταματουλά,

το Γιώργο τον Προβόπουλο και πρώτο τον παπά.

Εις το Φαλίντα στείλε ετούτο το μαντάτο,

πως έχει χαιρετίσματα από τον Κονταράτο,

π’ άξαφνα σας παράτησε στου δρόμου τα μισά…

Στο Γιάννη το Ραυτόγιαννη, το Γιώργο τον Πασά,

το Μήτσο το Λουράντο, απ’ την παλιοπαρέα,

το Γιάννη το Βουρόγιαννη μα και το Γιασαντρέα.

Τους τακτικούς, τους έκτακτους ωσάν το Δρυμωνιάτη,

το φίλο και συμπαίχτη μου το Γιώργο Κασιμάτη.

Όλους τους φίλους που’ χαμε στην Αθηνοπαρέα,

τον Τάσο και το Γιάννη μα και το Λιαπαντρέα.

Τον Κώστα τον Καλλίγερο, το Θόδωρο Τριφύλλη,

το Σιμιτσή Θανάση και τον Ξεροβασίλη.

Ακόμη δε και το Βρεττό, το φίλο Κυπριώτη,

όποιον ερχόταν στον καφέ, και κάθε τσιριγώτη.

Της Ρένας π’ αρχινίσαμε το ζαχαροπλαστείο,

το Βίτσιο, της Μαρίας και το Καφεκοπτείο.

Όπου αλλού πηγαίναμε με όλη την παρέα,

εις το Καψάλι, το Χαλκό και κάποτε Βρουλέα,

δώσετε χαιρετίσματα κι όλα να θυμηθείτε

όταν εκεί θα πάτε και θα ξαναβρεθείτε.

Κι ορίζω τοποτηρητή, πρώτο ‘πό σας τους δύο,

τον άλλο το Μανώλη, που λεν Πορταλαμίο,

που έτρεχε γι’ ασπάλαθους όλο και πιο συχνά,

μα την καλή παρέα του κανένας δεν ξεχνά.

Πιστεύω τώρα πού ‘φυγα, αυτός να συντονίζει

κι όλους εσάς στο πόδι μου να σας καλωσορίζει.

Εξάλλου είναι ….συνεπής κι έρχεται αμπονώρα

μόνο που πέφτει έξω στη ….μέρα και την ώρα!

Και σένα που ‘σουν τακτικός σαν ήσουν στο Τσιρίγο,

ορίζω αρχιτρίβολο, ‘πο δω θα σε ξανοίγω,

ρίμες να μου σκαρώνετε μαζί με την Ελένη,

τη Χάρου, που στο πνεύμα της κανένας σας δε βγαίνει.

 

Σας χαιρετώ και σας φιλώ από εδώ εκτάκτως,

εγώ ο πάντα φίλος σας Αντρέας Κονταράτος.

 

Και για την αντιγραφή: Αμφιδάμας.

 

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο