Advertisement

Άγαρμπα αστεία

Κουριόζικες Τσιριγώτικες Διηγήσεις από το ομώνυμο βιβλίο του Γ.Π.Δρυμωνιάτη

1.718

Αυτός ο Βασιλάκης, βρε παιδί μου, από γεννηθώντας του άγαρμπος ήτανε. Άγαρμπος στα σοβαρά του, άγαρμπος και στ’’ αστεία του. Μέχρι κι η μάνα του τονε απόπαιρνε κάθε φορά, που, από ευχαρίστηση ο καημένος επολέμα να της κάνει αστειάκια. Ε, βέβαια, όταν της έριχνε μέσα στην αλισίβα ένα κιλό βρωμούσα και τα ρούχα ελάμπανε μεν, αλλά εβρωμοτιάζανε, είντα να του κάμει, νατονε χαϊδέψει;

-Που να σου δώσει το γλυκί σου, κάμε κανένα σωστό αστείο καμμία φορά, του έλεγε και τον εκυνήγα με τον κόπανο.

Την Καθαροδευτέρα πήγαινε στις βίζιτες, παρέα όλοι οι κόθροι του χωριού και μπεκροπίνανε. Κουμουλάδες. Το βράδυ είχανε πλέα γενεί όλοι σύκο. Ο Γιαννακός αποκαλούμενος και Τζιοβάνι, επειδή είχε κάμει τρεις μέρες στην Ιταλία, είχε ανεβεί σ’’ ένα τοίχο κι επολέμα να βγάλει λόγο στοι μεθυσμένους.

-Αγαπητοί συνδαι..δαι..δαι.μόνες (συνδαιτημόνες ήθελε να πει), ως πρόοοοεδρος του σωματείου των κου…κου…κουμουλοπληγέντων…

Ο Βασιλάκης του ετράβα το μπατζάκι κι επολέμα να τονε κατεβάσει από τον τοίχο και ν’’ ανεβεί αυτός. Αλλά ο Τζιοβάνι δεν έπεφτε. Σε μία στιγμή έσωσε και τον έπιασε από το μανίκι, τονε τράβηξε με όλη του τη δύναμη και τον εκατέβασε. Του κατέβασε όμως και το μανίκι. Ολοκαίνουργιο σακκάκι ήτανε κι ο Τζιοβάνι αγρίεψε άσκημα. Τονε βούτηξε από τον λαιμό και τον έσφιξε.

-Μου έσκισες κοντζάμου σακκάκι. Αύριο το πρωί θα μου φέρεις άλλο.

Ο Βασιλάκης έκαμε μίανε ετσά και του ξέφυγε, ανέβηκε στον τοίχο κι από εκεί του έδωσε απάντηση.

-Τζιοβάνι ένα μανίκι σου έσκισα, ένα μανίκι σου χρωστώ. Αύριο ό,τι ώρα θέλεις.

Εσκάσανε όλοι από τα γέλια. Ξεφτύλα ο πρόεδρος των κουμουλοπληγέντων, του πήρε τον τοίχο ο Βασιλάκης.

Μια άλλη φορά ήθελε να κάμει αστεία στο γείτονά του, το Θοδωρή. Αυτός είχε ένα κατσί ευλογημένο, τεμπέλικο, που’ όλο σερνότανε ανάμεσε στα πόδια του την ώρα που αυτός τσαγκάρευε. Το βούτηξε λοιπόν ένα βράδυ ο Βασιλάκης, του έδεσε μία μαλαστούπα στην ορά και της έβαλε φωτία. Σου λέει θα πάει στα πόδια του αφεντικού του να τρίβεται και θα τονε κάμει να αντριτσινά. Αλλά ο γάτος, ο κακομοίρης, με το φόβο που τον έπιασε από τη φωτία, ούτε που σκέφτηκε καθόλου το αφεντικό του. Επήρε μαύρο δρόμο και ψάχνοντας που να χωθεί για να σβήσει, ηύρε την πόρτα τ’’ αχερόσπιτου του δασκάλου ανοιχτή, εμπήκε μέσα και τόκαμε παρανάλωμα. Πάει κι ο γάτος, πάνε κι οι σανοί κι ο καπνός έσωνε εκατό κοντάρια στον ουρανό. Τον εξάνοιγε ο Βασιλάκης κι εγέλα.

-Κακό αστείο έκαμα, έλεγε κι εστενοχωριότανε, αλλά εγέλα κιόλας. Κι ο Μπάγκουρας ο καφετζής τα ηύρε στριμόκωλα με δαύτονε. Του έβαλε ένα βράδυ αντί για ζάχαρη τρεις κουταλές αλάτι στον καφέ του κι ο Βασιλάκης τονε τράβηξε κι ελύσιαξε. Δεν είπε τίοτα, αλλά του τηνε φύλαξε. Τ’’ Αγιαντρέα είχε κάμει τηγανίτες η μάνα του κι επειδή ήξερε πως ο καφετζής λελέβει για δαύτους, επήρε ένα σκουτέλι να του πάει καμπόσους. Τσοι απάνω-απάνω όμως τσοι επέρασε με σπίρτο, απ’’ αυτό που βάνουνε στο λάδι για να γενεί σαπούνι. Ο Μπάγκουρας μόλις τσ’’ είδε τους όρμηξε, ούτε σπίρτο κατάλαβε ούτε τίοτα. Σε δέκα λεφτά τα χείλια του γινήκανε σαν του Αράπη, η κοιλούρα του ετσίτωσε, ετυμπανίστη, δεν εζουλιώτανε και μία φωτία έβγαινε από το λαιμό του και έκαιγε. Πώς γλύτωσε, ένας Θεός το ξέρει. Ο Βασιλάκης, ο άγαρμπος, εγέλα και τονε κιογιονάριζε.

-Είντα διάολο έπαθες; Αλλά καλά να πάθεις, γιατί δεν εμπόρειες να τσοι φάεις λίγους-λίγους, παρά στοι κατάπιες όλους μαζί.

-Που να σε πάρει ο διάολος, τούλεγε ο καφετζής αναπνέοντας με δυσκολία, που να σε σηκώσει, είντα είχες βάλει μέσα! Η γραία Φωφώ του είπε να πιεί πέντε κουταλές λάδι για να σβήσει η κάιλα. Τις ήπιε και την άλλη το πρωί έκαμε ένα κιλό σαπούνι. Ετσά γλύτωσε. Εκείνος πάντως που εκιντύνεψε σοβαρά από τα αστεία του Βασιλάκη, ήταν ο επίτροπος, ο Λάμπης. Ο οποίος τον επήρε μία δόση στον Περαία, να φέρουνε τα μανουάλια και τ’’ άλλα χρειαζούμενα για την καινούργια εκκλησία του χωριού. Στο ξενοδοχείο που μείνανε, ο άγαρμπος ηύρε κάτω από το κρεβάτι του ένα γυναικείο εσώρουχο παρατημένο. Θεώρησε καλό να το ανακατέψει με τ’’ άλλα ρούχα μέσα στη βαλίτσα του επίτροπου. Καταλαβαίνετε τι έγινε μόλις εγυρίσανε στο χωρίο. Όπως εσενιάριζε η επιτρόπισσα τη βαλίτσα, ανακάλυψε την κυλότα και ποίος είδε το Θεό και δεν τονε φοβήθη! Καντύλια, θυμιατά, μανουάλια, όλα περάσανε από την κεφαλή του Λάμπη, ο οποίος εξυνότανε κι επαραμίλιε:

-Μα εινταλώς εβρέθη στη βαλίτσα μου, αφού σε άλλο ξενοδοχείο την είχα πάει. Τέλος πάντων, επειδή όπως καταλαβαίνεται, δίκαια τις έφαγε, ούτε που πήγε ο νους του στον άγαρμπο, παρά επικαλέστηκε το σατανά, πως του τα έκαμες τάχατες όπως τα έκαμε και στον ʼΑγιο Αντώνη, επειδή ελόγου του είναι άνθρωπος του Θεού και της εκκλησίας. Μα το στανιό, η επιτρόπισσα άργησε, αλλά το έχαψε, εγιάννανε με τον καιρό κι οι κουσκούνοι του Λάμπη κι ήρθανε τα πράγματα στα ίσια τουνε. Ο άγαρμπος μόνο θυμότανε αραιά και που το γεγονός κι ετσίγκλα τον επίτροπο.

-Λάμπη, είσαι για κανένα ταξιδάκι στον Πειραιά;

-Αμήν και πότε, του έλεγε κι εσκεφτότανε πως την άλλη φορά θα είναι πλέο προσεχτικός. Ο άγαρμπος εσκεφτότανε, πως ανέ ξαναπάνε μαζί για τα υπόλοιπα μανουάλια, θα αγόραζε επί τόπου μία κυλλότα να του τηνε χώσει στη βαλίτσα, γιατί άντε να κάμει ο διάολος να ξαναβρεί άλληνε από κάτω από το κρεββάτι του. Ο Θεός τονε βοήθησε πάντως το Λάμπη και τον άλλαξε ο Δεσπότης από επίτροπο. ʼΑντε να πείσεις τη Λάμπενα, ότι σου τηνε ξανάκαμε ο σατανάς την κασκαρίκα και πως σε παιδεύει αλά ʼΑγιο Αντώνη, αλλά εσύ είσαι όσιος. Μη θαρρείτε πως θα μολόγα ο άγαρμπος τσι πράξεις του, αλλά και να τσι μολόγα, σιγά μην τονε πίστευε η Λάμπενα. Καλλίτερα, ο δυστυχής επίτροπος να είχε μπλέξει με το σατανά, παρά με τον Βασιλάκη. Με τον άλλονε πιο εύκολα θα ξεμπέρδευε.

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Γ.Π.Δρυμωνιάτη ΚΟΥΡΙΟΖΙΚΕΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, εκδόσεις εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ, στην οποία είχαν δημοσιευθεί αρχικά.

Πρόκειται για παλαιές ιστορίες από τα Κύθηρα, από την εποχή που τηλεόραση δεν υπήρχε, αλλά υπήρχαν αποσπερίδες, στις οποίες διηγούνταν οι παλαιότεροι παρόμοιες ιστορίες. Όλες είχαν αληθινή βάση, αλλά σε όλες με τον καιρό και τη μαεστρία του συγγραφέα είχε προστεθεί και λίγο …..αλάτι, δεν άλλαξε όμως η ντοπιολαλιά των χρόνων εκείνων. Εννοείται ότι τα ονόματα και τα παρωνύμια έχουν αλλοιωθεί γιατί αρκετοί από τους πρωταγωνιστές είναι ακόμα εν ζωή.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο