Δύσκολα μπορεί να παρακάμψει κανείς ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία των Κυθήρων με αδιάλειπτη σχεδόν ιστορία 4.000 χρόνων. Ακόμη όμως και γι’ αυτό το ιερό τόσες χιλιάδες χρόνια μέρος οι γνώσεις του κόσμου είναι λίγες. Όχι μόνο γιατί μεγάλο μέρος της ιστορίας αυτής καλύπτονταν από την ομίχλη των σκοτεινών χρόνων, αλλά και για το λόγο ότι οι πολλοί προτιμούν να αποδέχονται και να αναμεταδίδουν θρύλους και παραμυθάκια που ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματική ιστορία. Στις στήλες της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ έχουνε περάσει αρκετές αξιόλογες εργασίες-άρθρα όλα αυτά τα χρόνια, τόσο για την ιστορία του χώρου στα Μινωικά χρόνια, όσο και στα χριστιανικά, όπου η ιερότητα παρέμεινε, απλά άλλαξε προστάτη! Εδώ θα επιχειρήσουμε να επαναφέρουμε λίγα πράγματα για να ξεκαθαρίσουμε όσα μας άφησε η ιστορία από όσα μένουν απλές διηγήσεις των αυτοσχέδιων λαογράφων.
Όσον αφορά, λοιπόν, τη στέρεη ιστορική αφήγηση είχαμε την τύχη να έχουμε τρεις εξαιρετικές ενδιαφέρουσες τεκμηριώσεις με τις οποίες δεν πρόκειται να ασχοληθούμε εδώ, καθώς θα κάναμε το κείμενο τεράστιο και την ανάγνωσή του δύσκολη για το ευρύ κοινό. Ασφαλώς η πρώτη ανήκει στην σπάνια συγκυρία της ανεύρεσης από τον αείμνηστο Γιάννη Σακελλαράκη ενός ασύλητου Ιερού Κορυφής των Μινωνικών χρόνων με ευρήματα περίπου 2.000 ετών π.Χ., έπειτα από την οξύτατη παρατηρητικότητα σε μία τυχαία επίσκεψη εκεί του φίλου Άδωνι Κύρου. Έτσι έχουμε σήμερα στο Μουσείο Κυθήρων και στην επιστημονική έρευνα σπάνια και αδιάσειστα στοιχεία της ιερότητος του χώρου, της διπλής χρήσης του, πρώτον ως ιερού και δεύτερον ως σταθμού παρατήρησης και βοήθειας στη ναυσιπλοΐα στα Μινωικά πλοία που ξεκινούσαν από την Κρήτη, διέπλεαν τη Μεσόγειο, περνούσαν το Γιβραλτάρ και έφθαναν στα σημερινά Βρετανικά νησιά. Δεύτερη συγκυρία είναι η έρευνα, που συνεχίζεται ακόμη, των αρχαιολόγων στα Βυζαντινά, που γεφυρώνουν τις δύο σημαντικές ιστορικές περιόδους, την αρχαία και τη Βυζαντινή και αναμένουμε με ενδιαφέρον μία ολοκληρωμένη δημοσίευση των πορισμάτων, στα οποία έχουν καταλήξει. Και τρίτον, έχουμε τις πρόσφατες δημοσιεύσεις του Άδωνι Κύρου για τα όσα φαίνεται ότι διαδραματίστηκαν στο χώρο κατά τους σκοτεινούς χρόνους των πρώτων Βυζαντινών χρόνων και μέχρι τον 7ο-8ο μ. Χ. αιώνες.
Επιστρέφοντας στην κορυφή του ιερού βουνού των Κυθήρων, θα μείνουμε στις παρατηρήσεις του Άδωνι Κύρου, που δημοσιεύτηκαν στο φ. 315( Ιούλιος-Αύγουστος 2016) της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ και αναδημοσιεύτηκαν στην ηλεκτρονική της έκδοση και μπορείτε να βρείτε εδώ.
Συνοπτικά, λοιπόν, μπορούμε να αναφέρουμε για τους ναούς της κορυφής που δίνουν και σήμερα το στίγμα τους στον ευρύτερο χώρο μέχρι τον Αβλέμονα. Σύμφωνα με τον Άδωνι Κύρου, ο χώρος φιλοξενούσε δύο ναούς, όπως και σήμερα. Το γνωστό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος είναι κτίσμα του 16ου αι. και το λιγότερο γνωστό δίπλα της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου, όπου ήταν αφιερωμένος παλαιότερα. Φαίνεται, λοιπόν, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, ότι στα μέσα του 7ου μ.Χ. αι. και συγκεκριμένα το 624-625 το νησί υπέστη μία επιδρομή των Σλαύων κατά τη δεύτερη εμφάνισή τους στον Νότιο Ελαδικό χώρο, την πρώτη όμως που πέρασαν θάλασσα. Αυτοί έφθασαν και κατέστρεψαν τον οικισμό στο Καστρί, κοντά στην αρχαία Σκάνδεια και ανάγκασαν τον πληθυσμό να καταφύγει στο Βουνό και στην οχυρή θέση, την οποία και υπερασπίστηκαν. Αυτά προκύπτουν από το συσχετισμό των νομισμάτων της εποχής του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) που βρέθηκαν στο Καστρί και στον περίβολο των δύο ναών στην κορυφή στο Βουνό. Ο ένας ναός, που ήταν στη θέση αυτού που ονομάζεται σήμερα ναός του Αγίου Γεωργίου ήταν μία παλαιοχριστιανική Βασιλική, άγνωστον δε αν ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, όπως είναι το πιθανότερο, καθώς έχει καταστραφεί πριν φυσικά το 16ο αι. Έμεινε όμως το δάπεδο που παριστάνει σκηνή κυνηγιού και την οποία μεταγενέστερα συνέδεσαν λανθασμένα με τον Άγιο Γεώργιο λόγω του έφιππου κυνηγού. Κατά την ανασκαφή Σακελλαράκη, όπως παρατηρεί ο οξυδερκής Άδωνις Κύρου, βρέθηκε χρυσόβουλλο του Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) το οποίο ο ίδιος πιθανολογεί ότι είχε εκδοθεί για την εκεί μονή που σίγουρα υπήρχε στον οχυρωμένο οικισμό και πιθανόν να ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Νικόλαο, προστάτη των ναυτιλλομένων. Είναι γνωστό ότι ο Αβλέμονας, τοπωνύμιο γνωστό από το 13ο αι., ονομαζόταν μεταγενέστερα Λιμήν του Αγίου Νικολάου και το όνομα αυτό πολύ δύσκολα έλαβε από το ομώνυμο εκκλησάκι του αγίου στην παραλία, το οποίο κτίστηκε το 16ο αι., όπως και ο Άγιος Γεώργιος στο Βουνό και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για την ύπαρξη εκεί ναού πριν από το ναό αυτόν, ενώ αντίθετα υπάρχει πλήθος στοιχείων για το μικρό οχυρωμένο οικισμό στην κορυφή του βουνού. Φυσικά η έρευνα συνεχίζεται και ίσως έχουμε ακόμα εκπλήξεις από την περιοχή αυτή, καθώς οι ερευνητές των Βυζαντινών αρχαιοτήτων, με την έρευνα της κυρίας Μαρίνας Παπαδημητρίου να είναι σε εξέλιξη, σίγουρα μας επιφυλάσσουν και άλλα στοιχεία για τα άγνωστα χρόνια της ιστορίας της σημαντικής αυτής για την έρευνα περιοχής του τόπου μας.





