Advertisement

Αλλού ο παπάς αλλού τα ράσα

ΤΟΥ Γ. Π. ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ - Σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

1.697

Μη κοιτάτε, αλήθεια, που ούτε στο Δρυμώνα δεν βρέσκω  πλέα θέση να παρκάρω, αφού το κάθε σπίτι διαθέτει από πατίνι μέχρι μπουλντόζα και τα παρατά και ο καθένας όπου του καπνίσει. Έπρεπε όμως να σας έχω πριν από τριάντα χρόνια, την εποχή που βασίλευε ακόμα ο γάιδαρος .Όποιος είχε κανένα παλιομοτοσακό ήτανε ο άρχοντας του χωριού. Σαν το μάστρο-Γιώργη καλή του ώρα και Θεός σχωρέστου. Είχε μία τρίκυκλη  Φλορέτα με την καρότσα από πίσω και μες στη μέση τση καρότσας είχε καρφώσει ένα σκαμνί, άμα κουβαλεί, μαθές, κανένα επιβάτη, να μπορεί να κάθεται σαν άθρωπος, ο άθρωπος.

Ο πιο καλός του πελάτης ήτανε ο παπάς. Τον έβανε στο σκαμνί και τον επάαινε όπου ήθελε. Κάθε λίγο και λιγάκι έβλεπες τη Φλορέτα να σκαρμουτσάρει στον Κουμάρο, το μαστρο-Γιώργη μπροστά να καμπουρίζει και να μαρσάρει και τον παπά να σελώνει απάνω στο σκαμνί, να κρατιέται από τα κάγκελα τση καρότσας και να τρουλαφτιά.

Εκείνη τη μέρα ο παπάς ήθελε να πάει στο Λειβάδι.

-Βρε Γιώργη, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη Χέρα;

-Να σε πεταχτώ, Δέσποτα, μόνο που είμαι πολύ βιαστικός, πρέπει να γυρίσω αμέσως, γιατί έχω να πάω τη θεία τη Μαρία στο Μυλοπόταμο.

Έμελλε όμως αυτή τη φορά να μην τον πάει τον παπά εκειά που ήθελε. Τον επήγε αλλού. Να πως έγινε:

Μάνι-μάνι έφερε ο Γιώργης τη Φλορέτα δίπλα σ’’ ένα σκαλοπάτι κι ο παπάς ανασήκωσε τα ράσα κι έκατσε στο σκαμνί του. Μα δεν επρόκαμε να πιαστεί από τα κάγκελα. Ο Γιώργης, όπως ήταν φουριόζος αμόλυσε μονιτάρου το αμπραγιάζ, πάτησε και το γκάζι και όσο έπαιρνε και το μοτοσακό έκανε ένα τσίνο απότομα προς τα μπροστά, σαν νάτανε κοτσισμένο άλογο. Ο παπάς τραμπαλίστηκε πάνω στο σκαμνί, αιωρήθηκε για μια στιγμή, έπεσε το βάρος του προς τα πίσω και τα πόδια πήγανε κατά τον ουρανό, Πήγε να φωνάξει “Παναγία μου, μα δεν επρόκαμε, ο δυστυχής, γιατί επήρε τέτοιο σκουλουμίντρι, που έφυγε όξω από την καρότσα και βρέθηκε ν’’ αναπαύεται στο χαντάκι, στην άκρη του δρόμου, πάνω σε κάτι γαϊδουράγκαθα.

Ο Γιώργης με τη βιασύνη που είχε, ούτε το γκούπ άκουσε, ούτε πήρε καθόλου είδηση το τι είχε συμβεί. Συνέχισε να καμπουρίζει και να μαρσάρει πασαδύναμη και να πααίνει φυσηχτός. Μόνο μόλις έσωσε στην ανηφόρα του Κουμάρου- πέντε χιλιόμετρα δρόμο-κι είδε πως η τρίτη τον έβγαζε άνετα , παραξενεύτηκε κι έστριψε την καμπούρα του να δει τι γίνεται από πίσω.

Αμάν! Ο παπάς αναλήφτηκε. Πού είναι ο παπάς; Αμάν κακό που τόπαθα. Κάνε Θέ μου νάχει τσουβαλιαστεί σε μαλακοτοπία.

Τα έκαμε. Πού στο καλό τον άδειασε και δεν το πήρε χαμπάρι; Εγύρισε ολοταχώς τα μπρος-οπίσω. Τέντωσε την καμπούρα του και εξάνοιγε δεξιά-αριστερά, μα πότα δεν έβλεπες μαυρίλα. Κρύος ιδρώτας τον είχε κόψει. Ώσπου, όταν πλησίαζε πλέα στο χωρίο, είδε στη μέση του δρόμου ένα καρναβά που τον εκύλλα ο αέρας.

Επαδά πότα θάναι, εσκέφτηκε κι έκοψε ταχύτητα. Κάμε Παναγία μου νάναι γερή η κεφαλή του.

Πραγματικά η κεφαλή του ήτανε γερή, μα το δεξί του χέρι επάαινε σαν καλαντάρα. Πλάτες και παΐδια, ήτανε κι αυτά σε κακά χάλια. Δεν είπε ο καϋμένος ο παπάς κουβέντα, μόνο ωχ, ωχ, ωχ έκανε και τον παρακάλεσε να τονε πεταχτεί αυτή τη φορά στον Ποταμό, στο Νοσοκομείο.

-Και πρόσεξε, Γιώργη, να με πεταχτείς σου λέω, όχι να με πετάξεις.

-Ναι, δέσποτά μου, να με συμπαθείς, η κακή ώρα ήτανε.

Από τότε πάντως τόβγαλε ο Μαστρο-Γιώργης το σκαμνί κι ο παπάς κωλοκάθιζε μέσα στην καρότσα κι ούτε εσέλωνε, ούτε ετρουλάφτια πλέα. Θέλεις λέει, στα καλά καθούμενα να βρεθώ πάλι, αλλού εγώ κι αλλού τα ράσα μου; Κάλλιο κωλοκαθιστά και ας μη σκαμπίζω και πολύ.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 55 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1992

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο