Οι φωτογραφίες με το διαβόητο –πλέον– μπιτς μπαρ της Ρόδου με τα θαλάσσια ανάκλιντρα και τον σερβιτόρο μέσα στη θάλασσα, άνοιξαν κάπως ετερόδοξα την συζήτηση για το τουριστικό μοντέλο και προφίλ της χώρας μας. Κακώς, η συζήτηση επικεντρώθηκε στα εργασιακά δικαιώματα και τις απολαβές του εργαζόμενου.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με την συγκεκριμένη περίπτωση, αφού εξ άλλου αποδείχθηκε ότι ο εργαζόμενος αμείβεται ικανοποιητικά για μια εποχιακή εργασία, είναι ευρύτερο: αυθαιρεσίας, βλαπτικών ως προς το τοπίο και το περιβάλλον παρεμβάσεων, κουλτούρας και ευρύτερου προφίλ που προβάλουν τέτοιες ενέργειας προς τα έξω. Και βέβαια, ανακεφαλαιώνοντας, της ανισόρροπης ανάπτυξης που δημιουργείται στη χώρα μας από την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, παράγοντας που ενθαρρύνει όλα τα παραπάνω.
“η τουριστική μονοκαλλιέργεια, το γεγονός ότι ο ελληνικός τουρισμός ακολουθεί νοοτροπίες “φαρ ουέστ”, μηδενικής οικολογικής βιωσιμότητας, και νεοπλουτίστικης αισθητικής καταλήγει έτσι να προσβάλει την τουριστική εικόνα της χώρας”
Το ζήτημα τίθεται για φέτος στη χώρα μας ούτως ή άλλως. Οι πανηγυρικές διαβεβαιώσεις στην αρχή του έτους, για μια ακόμη ”χρυσή χρονιά” του τουρισμού έδωσαν τη θέση τους στον προβληματισμό, καθώς τουλάχιστον στους νησιωτικούς προορισμούς σημειώνεται σε σχέση με πέρυσι κάμψη. Η αρνητική δημοσιότητα, η αισχροκέρδεια και η κακή ποιότητα των υπηρεσιών που την υπηρετεί, αλλά και τα σκαμπανεβάσματα του καιρού με τις συχνές φετινές βροχοπτώσεις, μετέβαλαν το κλίμα.
Ο σκεπτικισμός τροφοδοτεί μια συζήτηση: η τουριστική μονοκαλλιέργεια, το γεγονός ότι ο ελληνικός τουρισμός ακολουθεί νοοτροπίες ”φαρ ουέστ”, μηδενικής οικολογικής βιωσιμότητας, και νεοπλουτίστικης αισθητικής καταλήγωντας έτσι να προσβάλει ο ίδιος την τουριστική εικόνα της χώρας, το ερώτημα της κοινωνικής βιωσιμότητας ενός μοντέλου στηριγμένου αποκλειστικά στον τουρισμό και των προβλημάτων που θέτει στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας είναι ορισμένες πτυχές αυτής της συζήτησης.
Πριν τις εκλογές, σε μια συνέντευξη στα Νέα (στο Χρήστο Χωμενίδη), κλήθηκε για όλα αυτά να απαντήσει και ο πρωθυπουργός. Και εκεί όμως, όπως και σε άλλες περιπτώσεις το ζήτημα του υπερτουρισμού τέθηκε αποκλειστικά στην προοπτική της πρόσβασης της μεσαίας τάξης σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς (κυρίως, τα ελληνικά νησιά). Η οποία φυσικά έχει περιοριστεί λόγω της εκτόξευσης των τιμών του τουριστικού προϊόντος, απόρροια της ολοένα και αυξανόμενης ζήτησης των προορισμών αυτών. Αξίζει να σημειωθεί βέβαια, ότι στην σχετική ερώτηση, ο πρόεδρος της ΝΔ είπε μεταξύ άλλων, ότι ενδεχομένως σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος θα πρέπει να υπάρξει επιβράδυνση και όχι περαιτέρω μεγέθυνση της τουριστικής δραστηριότητας.
Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού θέτει μια σειρά κρισιμότερων και ευρύτερων ζητημάτων από εκείνο της πρόσβασης των μεσοστρωμάτων στα ελληνικά νησιά· ένα από αυτά, σχετίζεται με τις συνέπειες μιας άνισης ανάπτυξης και για να τις κατανοήσουμε θα είχε ενδιαφέρον να προβούμε σε μια σύγκριση.
“ο τουρισμός ως δραστηριότητα, δημιουργεί ως επί το πλείστον θέσεις εργασίας στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα, ελάχιστες στην μέση και την ανώτερη…Αντίθετα, οι παραγωγικές δραστηριότητες, στο δοσμένο πλαίσιο υψηλού ανταγωνισμού από τις χώρες χαμηλού εργατικού και περιβαλλοντικού κόστους, συνεπάγονται θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης… Η διαφορά δεν είναι μόνο εισοδηματική, γιατί η τάση προς την ειδίκευση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων αναβαθμίζει και την περίφημη ”γενική νόηση” του κοινωνικού συνόλου (δηλαδή την μορφωτική αυτοδυναμία της κοινωνικής πλειοψηφίας).”
Η Ελλάδα, το 2022 είχε 30 δισ. έσοδα από τον τουρισμό και το μερίδιό του στο ΑΕΠ ήταν 18,8%, ενώ 800.000 εργαζόμενοι απασχολήθηκαν στο κλάδο, μέγεθος του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στο 1/5 της συνολικής εργατικής δύναμης της χώρας.
Η Ιρλανδία, από την άλλη, είχε έσοδα από τον τουρισμό μόλις 8 δισ.€, και το μεριδιό του τουρισμού στο ΑΕΠ της μόλις που προσεγγίζει το 5,5%.
Από την άλλη η τελευταία έχει μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ, 37.79% (2021), ενώ η Ελλάδα έχει πάλι 15,31% (2021) πράγμα που θεωρείται μάλιστα άθλος γιατί τα προηγούμενα αρκετά χρόνια ήταν πολύ πιο κάτω.
Η Ιρλανδία έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ… 84.614€ και η Ελλάδα έχει 17.012€ (2021). Φυσικά οι δύο περιπτώσεις δεν είναι συγκρίσιμες γενικά. Μπορεί στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να δέχθηκαν από κοινού την διαπόμπευση των Γερμανών για τις οικονομικές τους επιδώσεις (το περίφημο PIGS – Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ελλάδα), ωστόσο η ιρλανδική κρίση κι έπειτα ανάκαμψη ήταν διαφορετικού τύπου· και βέβαια οι Ιρλανδοί, αν και το εθνικό τους ζήτημα με την Βρετανία παραμένει, σε τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την πίεση που δέχεται η Ελλάδα από την Τουρκία.
Αν όμως κάπου εμπλέκεται σε αυτό το χάσμα το ζήτημα που συζητούμε είναι διότι ο τουρισμός ως δραστηριότητα, δημιουργεί ως επί το πλείστον θέσεις εργασίας στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα, ελάχιστες στην μέση και την ανώτερη, ενώ ενθαρρύνει την κερδοφορία των κεφαλαιούχων που επενδύουν στην εστίαση ή την φιλοξενία.
Προφανώς, τα κέρδη του διαχέονται σε αυξημένη κατανάλωση, και άρα δημιουργούν αγορές και για την εγχώρια παραγωγή, ιδίως στα τρόφιμα και τα ποτά. Αλλά και πάλι, στην αρνητική πλευρά της εξίσωσης στέκει η γενική αύξηση των αξιών (γης, στέγης, προϊόντων και υπηρεσιών).
Αντίθετα, οι παραγωγικές δραστηριότητες, στο δοσμένο πλαίσιο υψηλού ανταγωνισμού από τις χώρες χαμηλού εργατικού και περιβαλλοντικού κόστους, συνεπάγονται θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης, πολλαπλών δεξιοτήτων που αμείβονται αναλόγως, και άρα ενθαρρύνουν μια εκδοχή της αγοράς εργασίας που ενισχύει περισσότερα τον μέσο μισθό και άρα τα μεσαία στρώματα.
“ένα μείγμα οικονομικού μοντέλου που δίνει έμφαση στην παραγωγή, συνεπάγεται μια γενική τάση της κοινωνίας προς ηπιότερες ανισότητες κάθε είδους, κάτι που η υπερβολική έμφαση στον τουρισμό, σίγουρα δεν εγγυάται.”
Η διαφορά δεν είναι μόνο εισοδηματική, γιατί η τάση προς την ειδίκευση και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων αναβαθμίζει και την περίφημη ”γενική νόηση” του κοινωνικού συνόλου (δηλαδή την μορφωτική αυτοδυναμία της κοινωνικής πλειοψηφίας).
Επομένως, εντελώς σχηματικά, ένα μείγμα οικονομικού μοντέλου που δίνει έμφαση στην παραγωγή, συνεπάγεται μια γενική τάση της κοινωνίας προς ηπιότερες ανισότητες κάθε είδους, κάτι που η υπερβολική έμφαση στον τουρισμό, σίγουρα δεν εγγυάται.
Υπάρχει και το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, η οποία μετά το 2010 ζει υποτίθεται μια ”τουριστική άνοιξη”. Οι σχετικοί της κλάδοι μεγεθύνονται ραγδαία, εντούτοις η απόκλιση του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την πρωτεύουσα δεν μειώνεται (περίπου στο 0,61% της Αθήνας, σήμερα).
Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού ενθαρρύνει τις περιφερειακές ανισότητες. Υπάρχουν τα παλαιά δυναμικά βιομηχανικά και αγροτικά κέντρα που σήμερα μαραζώνουν, και κυρίως εντοπίζονται στην βόρεια Ελλάδα. Είναι οι ίδιες περιφέρειες όπου εμφανίζονται εντονότερα τα φαινόμενα διάρρηξης εμπιστοσύνης της κοινωνικής βάσης προς το πολιτικό σύστημα.
“η στροφή σε έναν τουρισμό υψηλής προστιθέμενης πολιτιστικής και περιβαλλοντικής αξίας, αλλάζει λίγο και τον χαρακτήρα των θέσεων εργασίας που δημιουργεί. Εκεί θα πρέπει να προσανατολίζεται η τουριστική πολιτική με την παράλληλη μέριμνα για τους πόρους και τις υποδομές.”
Από εκεί ακριβώς αντλούν και την μεγαλύτερη επιρροή τους σχήματα ταυτοτικής δημαγωγίας, και εκεί επίσης εντοπίζεται και η μεγαλύτερη διείσδυση ιδεολογιών- δούρειων ίππων της ρωσικής επιρροής. Διόλου τυχαία, καθώς η στρατηγική υβριδικού πολέμου που έχει επιστρατεύσει ακολουθεί μια λογική ”ανάπτυξης στα ρήγματα” συναίνεσης και συνοχής των κοινωνιών-στόχους.
Τέλος στους τόπους του υπερτουρισμού, αναπτύσσεται αναπόφευκτα μια τάση ανταγωνισμού για τους φυσικούς πόρους, και τις υποδομές: ιατρική περίθαλψη (χάσμα αναγκών ανάμεσα στην τουριστική και την μη τουριστική σεζόν)• παιδεία (εκπαιδευτικοί να μην έχουν πρόσβαση στη στέγαση)• φυσικοί πόροι (απορρόφηση των υδάτινων πόρων από τις δραστηριότητες τουρισμού σε βάρος των αγροτικών κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, όπως συνέβη στην Σαντορίνη, τη Νάξο ή την Χαλκιδική, ακόμα).
Φυσικά η συζήτηση δεν γίνεται για να μην έχει η Ελλάδα τουρισμό, προφανώς, εξ άλλου όταν αυτός προσανατολίζεται στην προώθηση και διαφύλαξη των πολιτιστικών και περιβαλλοντικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας δεν συνεπάγεται μόνον προσόδους αλλά και αναβάθμιση της ήπιας ισχύος της. Και εξ άλλου η στροφή σε έναν τουρισμό υψηλής προστιθέμενης πολιτιστικής και περιβαλλοντικής αξίας, αλλάζει λίγο και τον χαρακτήρα των θέσεων εργασίας που δημιουργεί. Εκεί θα πρέπει να προσανατολίζεται η τουριστική πολιτική με την παράλληλη μέριμνα για τους πόρους και τις υποδομές.
Εξ άλλου δύο ανταγωνιστικά αφηγήματα για την Ελλάδα συγκρούονται στο εξωτερικό. Το ένα απότοκο της κρίσης της, αλλά και σε μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, παρεπόμενο των θέσεων του Φαλμεράυερ, μιλάει για έναν λαό κατσαπλιάδων, σφετεριστών μιας αρχαίας κληρονομιάς, εθισμένο στο πλιάτσικο και την αρπαχτή.
Το άλλο, το θετικό, προβάλει την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και επενδύει στο κύρος μιας ελληνικότητας που συνεισέφερε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και σε ότι αφορά στον ουμανισμό και σε ότι αφορά στο χριστιανικό πνεύμα.
Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί ποιό από τα δύο αφηγήματα ενθαρρύνει η διεθνής αρνητική δημοσιότητα που εισπράττει η χώρα μας για τα κρούσματα αισχροκέρδειας, ή για τις καταπατήσεις στη Μύκονο και τα άλλα νησιά δημοφιλείς προορισμούς για τον διεθνή τουρισμό.