Ιδιαίτερα μπερδεμένο είναι το κουβάρι των αυξήσεων στα ασφαλιστήρια συμβόλαια υγείας, που είναι γνωστά ως ισόβια ή συμβόλαια δια βίου.
Τα ισόβια ασφαλιστικά προγράμματα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή κατά τη διάρκεια της τελευταίας 30ετίας. Οι κάτοχοι τους εν γνώσει τους, πλήρωναν υψηλά ασφάλιστρα ακόμα και σε σχετικά νεαρές ηλικίες, όταν δεν είχαν ανάγκη και δεν έκαναν χρήση των παροχών του προγράμματος. Επενδύοντας στο μέλλον. Γνωρίζοντας δηλαδή ότι όταν μεγάλωναν και οι ανάγκες για την υγεία τους θα αυξάνονταν, δεν θα είχαν το άγχος του κινδύνου της διακοπής της νοσοκομειακής ασφάλισης τους ή της ξαφνικής αλλαγής των όρων ασφάλισης. Αφού το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και οι όροι του, θα τους ακολουθούσε για μια ζωή.
Τώρα όμως που οι πρώην 30άρηδες έχουν περάσει τα 60 και τα 70 έτη, τα συμβόλαια αυτά εμφανίζονται ως ασύμφορα για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Δηλαδή οι αναλογιστικές μελέτες πάνω στις οποίες είχαν δομηθεί τα ισόβια ασφαλιστήρια προγράμματα υγείας, αποδείχθηκαν ίσως λανθασμένες. Και ποιος «πληρώνει το μάρμαρο»; Οι ασφαλισμένοι.
Έτσι τα τελευταία χρόνια τα ασφάλιστρα των ισόβιων ασφαλιστηρίων συμβολαίων έχουν εκτοξευθεί. Με αποτέλεσμα, την ακύρωση τους, αφού οι ασφαλισμένοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις υπερβολικές αυξήσεις. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, τα ισόβια συμβόλαια το 2011 ανέρχονταν στις 711 χιλιάδες, το 2018 στις 370 χιλιάδες και σήμερα ανέρχονται μόλις στις 255 χιλιάδες. Δηλαδή, το 64% των ενεργών ισόβιων ασφαλιστικών συμβολαίων του 2011 και το 31% των ενεργών ισόβιων ασφαλιστικών συμβολαίων του 2018, έπαψαν να ισχύουν. Και οι ασφαλισμένοι χάνοντας τον ισόβιο χαρακτήρα των καλύψεων τους αναγκάστηκαν να αναζητήσουν άλλα προγράμματα. Με αρκετούς περιορισμούς και αστερίσκους στα νέα τους συμβόλαια, λόγω ηλικίας, ενεργών παθήσεων ή επιβαρυμένου ιστορικού υγείας. Το αν οι αυξήσεις των ασφαλίστρων δικαιολογούνται ή όχι και το αν αποτελούν «πίεση εξόδου» προς τους ασφαλισμένους από αυτά, μένει να διερευνηθεί.
Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου στο χθεσινό του άρθρο εδώ, ανέφερε ότι τα λεγόμενα ισόβια ασφαλιστικά προγράμματα υγείας, ήταν μια ελληνική πατέντα λαϊκού καπιταλισμού. Αυτή η πατέντα όμως, στηριζόταν σε μια αναλογιστική μελέτη, σε μια αδειοδότηση από την εποπτεύουσα αρχή, σε μια έγκριση από το τότε υπουργείο Εμπορίου και αποτελούσε μέρος του business plan των ασφαλιστικών εταιρειών. Οπότε η εν τοις πράγμασι μονομερής ανατροπή του καθεστώτος των ισόβιων ασφαλιστικών συμβολαίων, από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών είναι τουλάχιστον προβληματική.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες αποδίδουν τις αυξήσεις των ασφαλίστρων, στις ανατιμήσεις του κόστους των υπηρεσιών υγείας. Η αλήθεια είναι ότι το κόστος νοσηλείας στα ιδιωτικά νοσοκομεία της Ελλάδας είναι αισθητά υψηλότερο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και αυτή δεν είναι μια ανεύθυνη και ελαφριά κουβέντα του καφενείου, αλλά μια διαπίστωση της έκθεσης του 2022 της HCCI (Health Care Cost Institute) η οποία συγκρίνει τα κόστη νοσηλείας ανάμεσα σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων είναι και ευρωπαϊκές όπως είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Γερμανία και η Ελβετία.
Στο ακόλουθο γράφημα που συγκρίνει τα κόστη μιας στεφανιαίας παράκαμψης (bypass) με καρδιακό καθετηριασμό, διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα η επέμβαση έχει κόστος $33.584, στην Ελβετία έχει κόστος $33.199, στη Γερμανία $17.667 και στην Ισπανία $14.351.
Όσον αφορά την στεφανιαία αγγειοπλαστική, το κόστος στη χώρα μας βρίσκεται στα $9.572, στην Ελβετία στα $9.356, στην Ισπανία στα $8.586 και στη Γερμανία στα $3.794, όπως παρατηρούμε στο ακόλουθο γράφημα.
Στην χειρουργική αποκατάσταση ισχίου το κόστος στη Ελλάδα είναι $10.584, στην Ελβετία $16.197, στη Γερμανία $7.564 και στην Ισπανία $6.623, όπως παρατηρούμε στο ακόλουθο γράφημα.
Η εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας στην Ελλάδα κοστίζει $6.860, στην Ελβετία $6.992, στην Γερμανία $3.796 και στην Ισπανία $2.136, όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα.
Τέλος ο φυσιολογικός τοκετός στη χώρα μας κοστίζει $6.860, στην Ελβετία $6.992, στην Γερμανία $3.796 και στην Ισπανία $2.136, όπως φαίνεται στο ακόλουθο γράφημα.
Όπως διαπιστώνουμε κάτι δεν πάει καλά. Το κόστος των χειρουργικών επεμβάσεων και της νοσηλείας στα ιδιωτικά νοσοκομεία στην Ελλάδα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τη Ελβετία και είναι πουλάχιστον διπλάσιο ή και τριπλάσιο από χώρες όπως είναι η Γερμανία και η Ισπανία. Πώς είναι αυτό δυνατόν να συμβαίνει; Η απάντηση είναι μια και απλή και έρχεται από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Ο οποίος έχει αναφερθεί στην ύπαρξη ολιγοπωλίου στο νοσοκομειακό κλάδο και έχει καλέσει την πολιτεία να λάβει τα απαραίτητα μέτρα που θα άρουν τα εμπόδια και θα ανοίξουν την αγορά για τη δραστηριοποίηση νέων παικτών στον χώρο της υγείας.
Στο κουβάρι των σχεδόν απαγορευτικών ασφαλίστρων και του υπέρογκου κόστους επεμβάσεων και νοσηλείας, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας και το γεγονός ότι τα ασφάλιστρα υγείας επιβαρύνονται με ΦΠΑ υπηρεσιών υγείας ύψους 24%, καθώς και με Φόρο Ασφαλίστρων ύψους 15%. Ο φόρος ασφαλίστρων θα μπορούσε να καταργηθεί, ώστε να υπάρξει στροφή προς την ιδιωτική ασφάλιση. Αλλά και το ΦΠΑ στην Υγεία θα μπορούσε να μειωθεί.
Ένα επίσης λογικό μέτρο θα ήταν η πλήρης έκπτωση των ασφαλίστρων υγείας από το φορολογητέο εισόδημα. Κι αυτό διότι όσοι είναι ασφαλισμένοι με ιδιωτικές νοσοκομειακές καλύψεις δεν επιβαρύνουν το σύστημα της δημόσιας υγείας σε επίπεδο νοσηλειών.
Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι στο επίκεντρο των ενστάσεων σε σχέση με τη γενικότερη στρέβλωση στα ισόβια ασφαλιστικά συμβόλαια βρέθηκε το ΙΟΒΕ. Φταίει όμως το ΙΟΒΕ για το κόστος των δαπανών των ασφαλιστικών εταιρειών που προκύπτουν από τα ισόβια νοσηλευτικά προγράμματα; Ασφαλώς και όχι. Το ΙΟΒΕ ανέλαβε να υπολογίσει το κόστος. Και φυσικά είναι διαφορετικό το κόστος όταν κατανέμεται σε 711 χιλιάδες ισόβια συμβόλαια όπως ήταν το 2011, ή 370 χιλιάδες που ήταν το 2018 και διαφορετικό όταν κατανέμεται σε 255 χιλιάδες συμβόλαια. Δεν ευθύνεται το ΙΟΒΕ για την απόφαση των ασφαλιστικών εταιρειών να σταματήσουν να πωλούν ισόβια συμβόλαια και να «πιέζουν» μέσω της αύξησης των ασφαλίστρων στη μεταφορά των ασφαλισμένων, από τα ισόβια, στα ετησίως ανανεώσιμα συμβόλαια. Δεν ευθύνεται το ΙΟΒΕ για τη μεταβολή της στρατηγικής των ασφαλιστικών εταιρειών όσον αφορά τα ισόβια ασφαλιστήρια, που έχει βάλει τους ασφαλισμένους με την πλάτη στον τοίχο μπροστά σε ένα εφιαλτικό αδιέξοδο.
Το ΙΟΒΕ προέβη με απολύτως διαφανή τρόπο στην συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων και μόνο, για να καταλήξει στην έκθεση που προφανώς δεν αρέσει σε κανέναν. Η ανακοίνωση του υπουργού Ανάπτυξης Τάκη Θεοδωρικάκου, σχετικά με τη θέσπιση νέου δείκτη από την ΕΛΣΤΑΤ -με αντικειμενικά και επιστημονικά δεδομένα- με βάση και την επαναξιολόγηση του υπάρχοντος δείκτη του ΙΟΒΕ, μόνο προβλήματα δημιουργεί. Διότι είναι σαν να κατηγορεί το ΙΟΒΕ ότι δεν χρησιμοποιεί αντικειμενικά και επιστημονικά δεδομένα.
Εάν ο υπουργός Ανάπτυξης θέλει να αλλάξει τους υπολογισμούς και να υπολογίζεται πλέον το συνολικό κόστος των ασφαλιστικών εταιρειών τόσο για τα ισόβια, όσο και για τα ετησίως ανανεώσιμα συμβόλαια και να επιμερίζεται το κόστος αυτό και στα 1 εκατομμύριο ιδιωτικά ασφαλιστικά συμβόλαια υγείας ας το πράξει. Το να ρίχνει όμως έμμεσες ευθύνες στο ΙΟΒΕ για την παρούσα κατάσταση δεν είναι σωστό. Στην πατρίδα μας πάντα οι τεχνοκράτες ήταν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι από την πλευρά των πολιτικών. Ας ελπίσουμε ότι το 2025 κάπου θα μπει ένα τέλος.
Όσον αφορά όλα όσα λέγονται για τους κινδύνους επί της κεφαλαιακής επάρκειας των ασφαλιστικών εταιρειών που πιθανόν να οδηγήσουν σε επιπλέον κεφαλαιακές ενισχύσεις, έχουμε να πούμε ότι κάπου – κάπου και οι μέτοχοι πρέπει να προβαίνουν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, για να στηρίζουν και να μεγαλώνουν τις επιχειρήσεις τους. Κάτι που έχουμε δει να γίνεται στις τράπεζες και στους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας.Σημείωση