Advertisement

Ανατριχιαστική μαρτυρία για το Μάτι, μητέρας που πνίγηκε δίπλα της ο 23χρονος γιος της -«Πού πάμε ρε μάνα…»

405

Το τραγικό τέλος του 23χρονου Βίκτωρα Μίχα, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στη θάλασσα προσπαθώντας να αποφύγει τις πύρινες γλώσσες που κατέκαιγαν ό,τι έβρισκαν στο Μάτι, περιέγραψαν στο δικαστήριο η μητέρα και η αδελφή του.

Η Αθηνά Μουτάφη, μητέρα του άτυχου νέου, φανερά συγκινημένη, μίλησε για τις δραματικές ώρες της 23ης Ιουλίου 2018. Βρέθηκε στην περιοχή με τα παιδιά της και μια φίλη της, την Αιμιλία. Γύρω στις πέντε το απόγευμα αντιλήφθηκαν καπνούς στην περιοχή. Όσο περνούσε η ώρα, η μυρωδιά του καμένου άρχισε να γίνεται έντονη, κόπηκαν το ρεύμα και το νερό στην περιοχή και αποφάσισαν να φύγουν.

«Μαμά, δεν είμαι καλά, δεν θα αντέξω»

«Φύγαμε άρον-άρον. Το ένστικτο μας καθοδηγούσε. Μπήκαμε στο αμάξι, βγήκαμε στην Ποσειδώνος, είχε μπλοκάρει. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει το αμάξι. Το ένα αυτοκίνητο πάνω στο άλλο. Λέει η Αιμιλία “θα αφήσουμε αμάξι και φεύγουμε”. Στα 40 μέτρα η θάλασσα. Πήγαμε στη θάλασσα. Είχαμε μπροστά μας τη φωτιά. Ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην Κόλαση. Ήταν τρομερό. Είχε μαυρίσει ο τόπος. Από τον πολύ αέρα δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Από τον αέρα έφευγαν κομμάτια πέτρες με σίδερα και ξύλα. Μπήκαμε ενστικτωδώς στη θάλασσα. Από πίσω γινόταν ένας χαμός φωνές, εκρήξεις, ουρλιαχτά, κόσμος μέσα στη θάλασσα. Ο γιος μου, ο Βίκτωρας, με κοίταζε στα μάτια σαν να μου έλεγε “πού πάμε ρε μάνα τώρα”…» κατέθεσε, φανερά φορτισμένη, η μάρτυρας.

Μετά από λίγη ώρα, όπως είπε η κυρία Μουτάφη, η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη. Ο γιος της άρχισε να δυσανασχετεί και η φίλη της δεν ένιωθε καθόλου καλά.

«Ο γιος μου μου έλεγε “δεν βλέπω τίποτα, έχω κράμπες, θα πεθάνω”. Του λέω “τι είναι αυτά που λες;” και μου απαντούσε “μαμά, δεν είμαι καλά, δεν θα αντέξω…”. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, τους έλεγα να μην κουράζονται, να έχουν οξυγόνο, να επιπλέουν… Μετά, τα κύματα ήταν τεράστια, μας κουκούλωναν. Το μέλημά μου ήταν να μη χαθούμε. Μου είπε η Αιμιλία στο αυτί “πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ” και μετά με έδιωχνε να μην την ακουμπάω» ανέφερε η μάρτυρας και περιέγραψε τη στιγμή που ο γιος της «έφυγε».

«Ο Βίκτωρας με ρωτούσε “πώς είναι η Αιμιλία, τι έχει;”. Ήμουν σε κατάσταση πανικού, περίμενα κάποιον να έρθει. Όση ώρα το παιδί παραπονιόταν, του έλεγα “μην ανησυχείς, κάποιος θα έρθει, μια βάρκα, αφού ξέρουν τι έχει γίνει σε μια κατοικημένη περιοχή, θα έρθουν”. Εκεί ο Βίκτωρας ηρεμούσε. Ξαφνικά ήρθαν δύο-τρία απανωτά κύματα, τον Βίκτωρα δεν τον είδα, του φώναζα “πού είσαι;”. Τον βλέπω να επιπλέει, τον έπιασα, τον γύρισα ανάσκελα και… Του φώναζα “Βίκτωρα!”… Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Έκανε μαύρο εμετό. Αν σκέφτεστε τον εφιάλτη, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου. Δεν πίστευα ότι θα “εγκαταλείψει”. Ή θα πήγαινα μαζί του και θα άφηνα την κόρη μου ή να τον αφήσω» είπε στους δικαστές.

Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή της χαροκαμένης μητέρας όταν μίλησε για την απόφασή της να αφήσει τον γιο της.

«Αποφάσισα ότι πρέπει να τον αφήσω. Έλεγα στην κόρη μου “μην τον κοιτάς”. Δεν τον αφήνω, μου έλεγε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτές τις στιγμές. Τον άφησα. Κι έφυγα. Ήμουν σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ήθελα να τον ακολουθήσω. Συνεχίσαμε με την κόρη μου. Παρακαλούσαμε η μία την άλλη να μην εγκαταλείψουμε. Είχα βγάλει το εσώρουχο και έδεσα τους καρπούς μας για να μη χαθούμε. Κάποια στιγμή είδε ο κύριος που ήταν μαζί μας ένα πτώμα, το απομάκρυνε για να μη φοβηθούμε. Πού να ήξερε ότι είχα αφήσει την ψυχή μου μέσα στη θάλασσα» είπε στο δικαστήριο και, ξεσπώντας σε λυγμούς, ζήτησε να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.

«Αυτή είναι η ιστορία μου. Άκουγα, μετά τι είχε γίνει όσο ήμουν στη θάλασσα και έμαθα για την εκκένωση στην Κινέττα. Και μετά άρχισαν τα “γιατί” να γεμίζουν το μυαλό μου. Όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι που έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν προσπάθησαν. Όλα αυτά που άκουγα δεν μπορούσαν να με αφήσουν ανεπηρέαστη. Ακούστηκαν αφύσικα πράγματα από τους αρχηγούς αστυνομίας, πυροσβεστικής, λιμεναρχείου οι οποίοι εκείνη τη μέρα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Θέλω να σας πω να μη φανείτε και εσείς κατώτεροι των περιστάσεων», ανέφερε απευθυνόμενη στους δικαστές.

Η αδερφή του 23χρονου που έχασε τη ζωή του στο Μάτι

Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση της Βασιλικής Μίχα, αδελφής του 23χρονου.

«Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει… Να χτυπήσει μια καμπάνα… Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον, θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά… Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε, τρέχοντας μπήκαμε στο νερό» είπε και μίλησε για τις τραγικές στιγμές όταν ο αδελφός της άρχισε να χάνει τις δυνάμεις του τη στιγμή που κατάλαβε ότι η φίλη της μητέρας του έχει πεθάνει.

«Μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή, πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα ο Βίκτωρας “έφυγε”. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά μου δεν ξέρω πώς άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε “ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή”… Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε “αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ…», είπε κλαίγοντας με λυγμούς.

Όπως είπε, αναζητούσαν τη σορό του αδελφού της επί οκτώ ημέρες.

«Το σώμα του ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν πού βρίσκεται, δεν ξέρω… Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο, μαρτύριο… Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μάς είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε, να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο. Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού, γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει» ανέφερε κλαίγοντας με λυγμούς και ξέσπασε λέγοντας:

«Είμαστε μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Πού είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι πλέον για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα, γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Πού ήταν οι αρμόδιοι; Πού βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος, σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν…Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο ένα προς ένα. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν, κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας, κι όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του, θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι».

Στη δίκη κατέθεσε και ο Α. Αθανασόπουλος, ο οποίος έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του. Την αναζητούσε παντού και την αναγνώρισε από ένα δαχτυλίδι.

«Στον έκτο και όγδοο όροφο του Ευαγγελισμού βρήκα σχεδόν όλη την πολυκατοικία όπου ζούσε η μάνα μου. Βρήκα μια φίλη της μάνας μου, η οποία μου είπε ότι προσπαθούσε να φύγει και κάπου τη χάσαμε. Θεώρησα ότι ήταν χρέος μου να γυρίσω σπίτι να ψάξω να τη βρω. Εκείνο το βράδυ αναζητώντας την έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν με τις κάλτσες. Έφτασα ξανά στο σπίτι. Οι αστυνομικοί μού είπαν ότι είναι πολλοί οι καμένοι… Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κείτονταν μπροστά μου. Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα μια φωτογραφία, που ήταν σκληρή, και μόλις είδε το δαχτυλίδι είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο. Την είχε βρει στο δρομάκι που ακολουθούσε στη θάλασσα…» είπε.

 

 

Πηγή iefimerida
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο