Advertisement

Ανθρωποφαγία από Άγγλους στα Αντικύθηρα στις αρχές του 19ου αι

Γράφει ο Ε.Π. Καλλίγερος

2.146

Από το Δεκέμβριο του 1995 έως το Μάρτιο του 1997 δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα  ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ για πρώτη φορά τα Χρονικά του Ιερέως Δανιήλ Βαρυπάτη, τα οποία είχε διασώσει στη δεκαετία του 1920 ο Σπύρος Στάθης με σκοπό να τα συμπεριλάβει στο 2ο τεύχος της εξαίρετης ΚΥΘΗΡΑΪΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΣ, ο οποίος όμως δεν εκδόθηκε ποτέ. Αργότερα ολόκληρα τα Χρονικά εκδόθηκαν το 1998 στο δοκιμαστικό τεύχος του περιοδικού ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ, το οποίο επίσης δεν είχε συνέχεια. Ανάμεσα στα Χρονικά υπήρχε και το παρακάτω, το οποίο παρατίθεται αυτολεξεί:

«Επί των ημερών μου φιλόμουσοι αναγνώσται του χρονικού, ένα πολεμικόν πλοίον πρώτης τάξεως Αγγλικό, ένεκα αναξιότητος του πλοιάρχου έπεσε έξω ανάμεσον Αντικυθήρων και Πρασονήσι εις την Πλακουλήθρα. Ετζακίσθη το πλοίον. Οι άνθρωποι εγλύτωσαν όλοι, εβγήκαν απάνω εις την ξέρα και όταν εκατάλυσαν τα ολίγα τροφίματα οπού είχαν σώσει από το πλοίον, έσφαξαν τον πλοίαρχό τους και τον έφαγαν. Άφησαν μόνο τα δάχτυλα των χειρών του ως δείγμα εκείνου της μεγάλης ανοησίας και ανικανότητος, εκείνων δε της τελειοτάτης θηριωδίας. Εκάμαν έτι αρκετάς ημέρας, δεν ηξέρομεν πως το έμαθαν εις τα Αντικύθηρα και ήλθε εις την Πλακουλήθρα ο καπετάν Μανούσος Αλεβιζάκης με καΐκι από τα Αντικύθηρα και τους επήρε εις τον οίκον του και τους περιποιήθη αρκετόν καιρό. Τους έφερε εδώ εις την πατρίδα και από εδώ ανεχώρησαν. Μετά ταύτα έκαμε ο άνωθεν Μανούσος Αλεβιζάκης αναφοράν εις τον αρμοστή προς πληρωμήν των εξόδων του, αλλά οι Άγγλοι συνηθώσι και δεν ακούωσιν παράπονον, ούτε εγγράφως, ούτε διά στόματος».

Σύμφωνα με όσα είχαμε συνοδεύσει τότε το χρονικό αυτό ενδιαφέρον έχει η υπόθεση ότι το περιστατικό πρέπει να είχε γίνει στο 2ο τέταρτο του 19ου αι, καθώς ο χρονικογράφος ανέφερε ότι έγινε «επί των ημερών» του, γνωρίζουμε δε ότι είχε γεννηθεί το 1830, ενώ γνωστός ήταν και ο καπετάνιος Μανούσος Αλεβιζάκης, ο γιος του οποίου αναφέρεται να συγκατοικεί στη Χώρα με τον Δημ. Ραπτάκη το 1830. Η υπόθεση αυτή δεν ήταν σωστή, καθώς, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το περιστατικό έγινε το 1803.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον, πάντως, είχε η περιγραφή του συμβάντος, όπως περιγράφονται στους ελάχιστους στίχους μίας ρίμας, που διασώθηκαν σε δύο εκδοχές και δημοσιεύθηκαν τότε. Εννοείται ότι το περιστατικό θα είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στο νησί και, αποτυπώθηκε σε ρίμα, καθώς με αυτόν τον τρόπο έμεναν ανάλογα χρονικά στις μνήμες των ανθρώπων την εποχή που δεν κυκλοφορούσαν εφημερίδες. Και οι δύο εκδοχές σώθηκαν στη μνήμη δύο ανθρώπων από τον Κάλαμο, του Νικ. Ζ. Καλλίγερου, που πέθανε στην Αυστραλία και του Αντ. Σωτήρχου, ο οποίος πέθανε στον Κάλαμο μερικά χρόνια πριν. Και οι δύο ανέφεραν τους στίχους που είχαν συγκρατήσει στον υπογράφοντα το παρόν.

1.     Εκδοχή Νικ. Καλλίγερου

Ένα καράβι αρμένιζε στου Λιώνε το κανάλι

με τραμουντάνα περισσή κι ανεμική μεγάλη.

Ο καπετάνιος φώναξε: παιδιά καλή καρδία

περάσαμε όλα τα στενά κι απ’  όλα τα νησία.

Μα ήταν εκείνο το νησί, η πομπεμένη ξέρα

π’  ούτε ακουστά την είχανε, ούτε και την εξέραν.

Ήταν εκείνο το νησί, εκείν΄ η Πλακουλήθρα

π΄ ούτε και την εξέρανε, ούτ΄ ακουστά την είχαν.

Καράβι ήταν πολεμικό από την Εγγλετέρα,

Θε μου το τι εγίνηκε σαν έπεσε στην ξέρα.

…………………………………………………………………….

Τον καπετάνιο εσφάξανε κι έφαγε όλο τ΄ ασκέρι,

κομμάτια τον εκάμανε, μπουκιές με το μαχαίρι.

Τι ήταν εκείνη η ψυχή η αιματοβαμμένη

να τρώει κρέα ανθρωπινό, ωμό και να χορταίνει.

Γιατί δεν είχανε φωτιά για να το μαγειρέψουν.

Ωμό το φάγαν κι έπρεπε, ωμό να το χωνέψουν.

Πώς μπόρεσαν να το μασούν δόντια που το ελειώσαν

κι η γλώσσα που τ΄ ανάδευε και δεν το σιχαινόταν.

Καλά το λένε οι παλαιοί «μάτια δεν έχει η πείνα

κι αν έχει γίνονται στραβά, δε βλέπουν ουδ΄ εκείνα».

 

2.     Εκδοχή Αντ. Σωτήρχου

Ένα καράβι αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα,

δεν ήξερε τις συμφορές οπού το περιμέναν.

Ήταν Βασιλικό από την Ιγγλετέρα

μα ΄ταν η τύχη του κακή και κάθισε στην ξέρα.

Θε μου όταν εκάθισε το τι κακό εγίνη

και τι φωνές εκόψανε κι είπαν την ώρα εκείνη.

Αλλού ήταν τα κατάρτια του, αλλού πανιά σχισμένα,

αλλού ήταν το φορτίο του κι αλλού κορμιά λειωμένα.

Δεκαοχτώ μερόνυχτα στην Πλάκα καρτερούνε

χωρίς νάχουνε τίποτα να φάνε και να πιούνε.

Στον καπετάνιο βάλανε μικροί μεγάλοι χέρι,

κομμάτια τον εκάμανε, μπουκιές με το μαχαίρι.

Τ΄ ήταν εκείνη η κοιλιά η ατσαλοβαμμένη

να τρώει κρέα ανθρωπινό, ωμό και να χορταίνει.

Καλά το λεν οι παλαιοί «μάτια δεν έχει  η πείνα

κι αν έχει γίνονται στραβά, δε βλέπουν ούτε ΄κείνα».

 

Σημειώσεις

Λιοι=Αντικύθηρα,

Εγγλετέρα και Ιγγλετέρα=συνήθης λαϊκή ονομασία της Αγγλίας

Βασιλικό=του Βασιλικού Ναυτικού,

Πλάκα=άλλη ονομασία της ξέρας Πλακουλήθρα, στην οποία τσακίστηκε το καράβι και η οποία βρίσκεται πλησίον της νησίδας Πρασονήσι, ΒΑ των Αντικυθήρων.

Την εποχή της δημοσίευσης είχαμε κάνει την υπόθεση ότι ένα τέτοιο γεγονός αποκλείεται να είχε αποκρυβεί από το Αγγλικό Ναυαρχείο και ζητήσαμε από φίλους στην Αγγλία να αναζητήσουν τυχόν υλικό, δυστυχώς όμως δεν είχαμε ανταπόκριση. Πριν λίγα χρόνια όμως, ένας Κυθήριος από την Αυστραλία, ο κ. Peter Prineas,  αναζητώντας υλικό για τα Ιόνια νησιά έπεσε πάνω και στη συγκεκριμένη περίπτωση, την οποία συμπεριέλαβε στο εξαίρετο βιβλίο του, Britain’s Greek islands. Kythera and the Ionian Islands 1809 to 1864. Η συνέχεια, όπως προκύπτει από την έρευνα του κ. Πρινέα, είναι εντυπωσιακή. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Αγγλικού Ναυαρχείου, η ιστορία εξελίχθηκε όπως αναφέρεται εν συντομία στη συνέχεια.

Στις 3 Ιανουαρίου 1807 το πλοίο «Ναυτίλος» του Βασιλικού Ναυτικού της Αγγλίας με πλοίαρχο τον Edward Palmer και πλήρωμα 122 άνδρες άφησε τα Δαρδανέλια με κατεύθυνση το Ελληνικό Αρχιπέλαγος. Όταν το πλοίο έφθασε στην Αντίμηλο ο πιλότος ανέφερε στον πλοίαρχο ότι προχωρούν σε άγνωστα νερά, αλλά ο πλοίαρχος έχοντας επίγνωση της σπουδαίας αποστολής του απεφάσισε να προχωρήσει χωρίς την καθοδήγηση του πιλότου και έβαλε πλώρη για τα Αντικύθηρα.  Γύρω στα μεσάνυχτα τον ήπιο ΒΑ άνεμο αντικατέστησε θυελλώδης άνεμος και σφοδρή βροχόπτωση.  Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα διέκριναν το φάρο στα Αντικύθηρα και τότε ο πλοίαρχος θεώρησε ότι είχαν αφήσει πίσω τους τον κίνδυνο, έδωσε  εντολή να αναπτύξουν ταχύτητα, παράλληλα δε άφησε την ευθύνη του πλοίου στον υποπλοίαρχο Nesbit.

Ελάχιστη ώρα αφ’  ότου ο πλοίαρχος είχε αφήσει τη γέφυρα ένα τεράστιο κύμα έριξε το πλοίο στα βράχια, το οποίο έγινε κομμάτια από τη σφοδρή πρόσκρουση και δεκάδες ναύτες τραυματίστηκαν. Μετά από μεγάλο κόπο βρέθηκαν πάνω στο βράχο, που τον χτυπούσαν ανελέητα τα κύματα 90 άτομα, πολλά από τα οποία με τραύματα, όλοι χωρίς επαρκή ρουχισμό και χωρίς τρόφιμα, ενώ από τις σωσίβιες λέμβους του πλοίου είχε διασωθεί μόνο μία μικρή. Όσοι διασώθηκαν είχαν δεθεί με σχοινιά για να μην παρασυρθούν από τα κύματα. Ένας ναυτικός είχε μαζί του σπίρτα και κατάφερε να ανάψει φωτιά με τη βοήθεια από μπαρούτι που διέσωσε σε ένα βαρέλι που είχε βρεθεί ακέραιο. Με τη βοήθεια της μικρής βάρκας κάποιοι ναυαγοί κατάφεραν να φθάσουν στη νησίδα Πορί (Πρασονήσι), στην οποία υπήρχαν μερικά πρόβατα και γίδια, που είχαν αφήσει ελεύθερα για βόσκηση κάτοικοι των Κυθήρων και λίγο βρόχινο νερό σε μία φυσική στέρνα.

Οι άνδρες με τη βάρκα επέστρεψαν στο βράχο που είχαν αφήσει τους υπόλοιπους χωρίς να βρουν κάτι να φάνε ο δε πλοίαρχος τούς διέταξε να πάνε την άλλη μέρα στα Αντικύθηρα να ζητήσουν βοήθεια, κάτι που έκαναν. Όμως τη νύχτα ο άνεμος μετετράπη σε θύελλα, η φωτιά έσβησε και  το φως του πρωινού  αποκάλυψε τα πτώματα όσων δεν επέζησαν από τη συμφορά. Την ίδια μέρα αναφέρεται ότι ένα πλοίο πλησίασε το βράχο των ναυαγών, οι οποίοι πίστεψαν ότι σώθηκαν, όμως η βάρκα που κατέβασε και πλησίασε κοντά τους απεχώρησε μετά από κάποια προσπάθεια και επέστρεψε στο πλοίο χωρίς να προσφέρει τελικά τίποτα στους ναυαγούς.

Την τέταρτη ημέρα τους στο βράχο, η πείνα οδήγησε τους άντρες στο να ξεκινήσουν να τρώνε τους νεκρούς συντρόφους τους. Επελέγη αρχικώς το πτώμα ενός νεαρού μέλους του πληρώματος, το οποίο είχε αποβιώσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά, παρόλο που προσπάθησαν να φάνε τη σάρκα του, πολλοί απ’ αυτούς βρήκαν δύσκολο να το μασήσουν και να το καταπιούν, καθώς τα στόματά τους ήταν  στεγνά από την έλλειψη νερού. Εκείνο το βράδυ ο καπετάνιος Πάλμερ πέθανε και το πτώμα του χρησιμοποιήθηκε, επίσης, ως φαγητό για τους επιζώντες.

Την έκτη ημέρα οι άντρες είδαν τη βάρκα που είχαν στείλει στα Αντικύθηρα να επιστρέφει με τέσσερις Ελληνικές βάρκες να την ακολουθούν. Οι Έλληνες έφεραν τροφή και νερό και, αφού έφαγαν και ήπιαν λίγο, το πλήρωμα ανέκτησε δυνάμεις και  επιβιβάστηκαν όλοι  στις βάρκες. Οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του Ναυτίλου ήταν συνολικώς 122 άνθρωποι, αλλά μόνον 64 κατάφεραν τελικά να επιζήσουν και να  φτάσουν στα Αντικύθηρα, όπου οι νησιώτες τούς φρόντισαν για έντεκα μέρες πριν να αποπλεύσουν για τα Κύθηρα και, στη συνέχεια, για τη Μάλτα και μετά για την πατρίδα τους.

Δύο αγγλικά πολεμικά πλοία, περίπου της εποχής του ναυαγίου

Πολλά χρόνια αργότερα, το Μάιο του 1834, ο καπετάνιος James Colthurst, κάτοικος των Κυθήρων, επισκέφτηκε τα Αντικύθηρα και άκουσε από τον, Μανώλη  (Μανούσο) Αλεβιζάκη, πώς το «Ναυτίλος» προσέκρουσε σε έναν απειλητικό βράχο, περίπου 27 χρόνια πριν. Ο Αλεβιζάκης του έδειξε τον πρωτότυπο λογαριασμό του ατυχήματος, τον οποίο του είχε αφήσει ο υποπλοίαρχος Nesbitt. Ο Colthurst έκανε ένα αντίγραφο του παραπάνω εγγράφου και το απέστειλε στο Λόρδο Nugent στην Κέρκυρα. Το έγγραφο ανέφερε (σε ελεύθερη απόδοση) τα εξής:

“Φαίνεται ότι όσα μέλη του πληρώματος δεν χάθηκαν ή δεν φαγώθηκαν από τους συναδέλφους τους (όπως  ο καπετάνιος και ο γιατρός του πλοίου), όφειλαν τη σωτηρία του στην τόλμη του Μανώλη και των συμπατριωτών του, οι οποίοι, αφού έκαναν πολλές  ανεπιτυχείς προσπάθειες, οφειλόμενες στα τεράστια κύματα, σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν, με επικείμενο κίνδυνο τόσο για τις βάρκες τους, όσο και για τους ίδιους, να σώσουν 77 Άγγλους ναυτικούς, οι οποίοι συντηρήθηκαν από τα εναπομείναντα μέλη των αποβιωσάντων συναδέλφων τους και δέχτηκαν τη φροντίδα και επανήλθαν  στη ζωή, εξαιτίας της ανθρωπιάς και της καλά οργανωμένης φιλοξενίας των Ελλήνων χωρικών, κάτω από την κυριαρχία μίας ξένης δύναμης, οι οποίοι ακολούθως τους επέστρεψαν στις οικογένειές τους και στην υπηρεσία της πατρίδας μας”.

Όπως παρατηρούμε η αναφορά εδώ ανεβάζει τους διασωθέντες σε 77, καίτοι το κείμενο παραπάνω αναφέρει 64. Πιθανώς να πρόκειται για λανθασμένη μεταφορά του αριθμού δεδομένης και της μεγάλης χρονικής διαφοράς. Επίσης, όσον αφορά τις μέρες παραμονής στην ξέρα, εδώ αναφέρονται πολύ λιγότερες από τη ρίμα που κυκλοφόρησε, αυτό όμως εύκολα μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα από το ένα νησί στο άλλο και είναι φυσικό να αλλοιώνονται ή να διογκώνονται οι σχετικοί αριθμοί.

Τέλος να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, δεν δόθηκε καμία απάντηση στην παραπάνω επιστολή. Άλλη τέλος πληροφορία, η οποία δεν δίδεται στο κείμενο και δεν επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες που παρέχουν τα σχετικά έγγραφα της υπόθεσης,  είναι ότι τελικά έγινε δίκη στην Αγγλία για την ανθρωποφαγία, αλλά οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν λόγω του μεγάλου κινδύνου ζωής στον οποίο βρέθηκαν.

Αξίζει να παρατηρήσουμε, επίσης, τη σχετική ακρίβεια της περιγραφής στο Χρονικό του Δαν. Βαρυπάτη, καίτοι αυτός έγραψε πολλές δεκαετίες αργότερα.

(Μην ξεχνάμε ότι είχε γεννηθεί το 1830 και είχαν περάσει ήδη τότε 23 χρόνια από το περιστατικό).

Χάρτης των Αντικυθήρων με την ξέρα “Πλακουλήθρα” (1) και τις νησίδες “Πορί” ή “Πρασονήσι” (2) και “Πορέτι” ή “Λαγούβαρδος” (3).

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο