Advertisement

Απίθανες ιστορίες

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, σκίτσο: Γιάννης Γρηγορίου

1.606

Ο μπαρμπα-Μήτσος -Θεός σχωρέστου- πολύ καλός άνθρωπος ήτανε, μα σαν κι όλους μας, είχε κι αυτός το κουσούρι του. Ήτανε μεγάλος ψευταράς. Όχι επί κακού δηλαδή, αθώα ψεματάκια έλεγε. Και τάλεγε όταν ήθελε να πει κάτι για τον εαυτό του, γιατί είχε κι ένα δεύτερο κουσουράκι. Ήθελε να είναι σ’’ όλα ο πρώτος κι ο καλλίτερος. Και’’ πειδή δεν του βγαίνανε πάντα τα ποσά αναγκαζότανε και τα φούσκωνε.

Εύρεσκε, ας πούμε, στο δρόμο το Σπυρουλή και τον ερώτα: -Μπρε Μίμη, μα το Θεό σου, πόσο λάδι έκαμες οφέτος; -Χίλια εξακόσα κιλά, μπαρμπα-Μήτσο. -Μπράβο, να μην αβασκαθείς. Χίλια εξακόσα ένα έκαμα εγώ.

Αλλες φορές διηγιότανε κάτι ιστορίες που ποτέ δεν είχανε συμβεί, απίστευτα πράματα. Μα τάλεγε και τα ξανάλεγε, που στο τέλος ενόμιζε κι ο ίδιος πως τα είχε κάμει. Σαν το χταπόδι που ψάρεψε μία βολά, στο Μελιδόνι. Μόλις το έβγαλε, λέει, όξω από τη θάλασσα εσκέπασε όλη την αμμουδιά και καλά που πρόκαμε κι επήρε’ ένα δοκάρι και του γύρισε την κουκούλα ανάποδα. Διαφορετικά θα τον είχε πνίξει. Να φανταστείτε, για να το κουβαλήσει αναγκάστηκε να το δέσει στα φορτόσκοινα και να το σέρνει με το γάιδαρο, για να το πάει σπίτι. Αλλά δεν αντέξανε. Μόλις ανηφόρησε λιγάκι εσπάσανε κι είπε κι εκείνος: “Ας τη χάμαρη, άστο εκειά χάμω να το φάνε οι κοράκοι. Τέτοιο θερίο που είναι θαρρείς θα τρώεται; ʼΑστο κειά χάμω.

Εκείνο τον καιρό ήρθε στο χωρίο ένας ξένος, Ζακυνθινός εργολάβος ήτανε κι όπως αποδείχτηκε τον εξεσυνοριζότανε το δικό μας στις ψευτρίες. Πρώτη φορέ κοντρασταριστήκανε ένα βράδυ στο καφενείο. -Ξέρεις ορέ πόσα κατσίκια είχα εγώ, τσα πάνσ; -Πόσα είχες μάστορα; -Τρεις χιλιάδες είκοσι, χωρίς να μετρώ τα ρίφια. -Τρεις χιλιάδες είκοσι ένα είχα εγώ άλλα μου τα έπνιξε όλα μέσα σε μια νύχτα η ζουρίδα. -Τις λες ορέ Μήτσο; Κότες ήτανε και τάπνιξε η ζουρίδα; -Όχι μάστορα, ζούλες ήτανε, αλλά είχαμε εδώ μία ζουρίδα μεγάλη σαν ελέφαντα. Εγώ την εξέκαμα, ειδάλως θα το είχε ξεκληρίσει όλο το χωρίο. Ο άλλος το βούλωσε. Βρε τον αρχιψεύταρο, ωραία τα λέει, εσκέφτηκε.

Ένα άλλο βράδυ, στο καφενείο πάλι, ο Ζακυνθινός είχε ξεκινήσει κι έλεγε για γυναίκες. Μπήκε πάνω στην ώρα ο Μήτσος κι έριξε αμέσως τη βολή του. -Εγώ στην Αυστραλία εκοιμήθηκα ένα βράδυ με τέσσερες Κινέζες απανωτά, κοκκορεύτηκε και κοίταξε δεξιά-αριστερά να δει αν τον ακούσανε όλοι. -Σιγά τ’’ αυγά, του λέει ο Ζακυνθινός, εγώ στον πόλεμο, στην Αλβανία εμπήκα σ’’ ένα σπίτι που είχε εφτά κόρες κι ούτε η μάνα δεν μου την εγλύτωσε. -Ω, τι μου θύμησες τώρα; Εγώ στον πόλεμο στο Βιετνάμ μπήκα σ’’ ένα σπίτι με οχτώ κόρες και μάλιστα επειδή ήμουνα βιαστικός δεν πρόσεξα και πήρ’’ η μπάλα μάνα και πατέρα. Δόστου και δόστου είχανε φτάσει στις είκοσι, οπότε ο εργολάβος αγανάχτησε και σηκώθηκε να φύγει.

Α, το μπαγάσα, θα με σκασει, παραμίλιε κι όπως πάαινε στην άκρη τση πλατείας βλέπει κάτω από ένα μεγάλο πεύκο κάτι κορμία απλωμένα στο χώμα, σαν πτώματα. Πλησίασε κι είδε πως ήτανε καμμία δεκαρέα τουρίστριες που νυχτωθήκανε ως φαίνεται επαδά και την είχανε πέσει κατάχαμα. Κανά-δύο ήτανε ξύπνιες και παρλάρανε μεταξύ τους. -Βρε, πώς να κάμω, εσκέφτηκε, να νομίσει ο Μήτσος άμα βγει από το καφενείο ότι τσι κατάφερα; Ξεκίνησε να πάει πιο κοντά να τουνε. Μα δεν επρόκαμε. Ο Μήτσος τον είχε πάρει ξακολούθι και, μόλις κατάλαβε τσι διαθέσεις του, πήγε να του βγει μπροστά. -Μην τσι ακουμπάς, κουμπάρε, γιατί είναι δικές μου. Εγώ τουνε τηλεφώνησα να ‘ρθουνε απόψε και θα τσι πάρω στο σπίτι μου, μόνο έγνοια σου εσένα. -Ναι άλλα, ώσπου να ρθεις εσύ, τα κανόνισα εγώ μαζί τουνε και μούπανε πως θα ρθούνε στο δικό μου. Μόνο κάτσε στ΄ αυγά σου. -Βρε για δες αναίδεια. Αφού σου λέω πως τουν έχω τηλεφωνήσει. Σιγά μην ήρθανε για ελόγου σου. Τράβηξε μπροστά ο Μήτσος για να τουνε πιάσει κουβέντα. Έπιασε λοιπόν την κουβέντα μαζί τουνε, με τα ψευτοεγγλέζικα που ήξερε, γιατί ήτανε ξένες κι ο άλλος πλησίασε κι αγκρομαζότανε χωρίς να καταλαβαίνει. -Ίντα σου λένε βρε; -Μου λένε οκέυ, οκέυ. -Δηλαδής, θα ρθούνε; -Ναι, βέβαια, αφού τουν είχα τηλεφωνήσει. -Πες άμα θέλει καμία να ρθει και στο δικό μου, του είπε ο Ζακυνθινός και κόντευε ν’’ αρχίσει να πιστεύει τα όσα καυχιότανε ο φίλος του. Βρε τον άτιμο, καλά τα καταφέρνει. Του είχε ανοίξει η όρεξη, δεν εκρατήθηκε, πλησίασε και έπιασε μίανε από το μπράτσο. Μα με το που έκαμε την κίνηση, σηκωθήκανε όλες μαζί οι κοπέλες και επιτεθήκανε άσκημα στους καμακατζήδες. Ντομάτες, γιαούρτια, κονσέρβες κι ό,τι άλλο είχανε πρόχειρο, ακόμα και κουκουνάρια από το πεύκο εκτοξευτήκανε κατά πάνω τους. Οι λεβέντες βάλανε τα χέρια στο κεφάλι για ασπίδα και το κόψανε λάσπη. Ο Μήτσος είχε φάει ένα κουκουνάρι μες στο μάτι και του το είχε κάμει νταούλι κι ο Ζακυνθινός, ακόμα χειρότερα, είχε μία χαλόπα στο σβέρκο από κονσερβοκούτι γιομάτη αίματα.

Στο καφενείο την άλλη μέρα είχανε συνεταιριστεί. Ελέγανε πως τσι τουρίστριες που είδανε το πρωί’ ‘πο κάτω από το πεύκο εμείς τουν είχαμε παραγγείλει και ήρθανε κι από μία φορά ο καθένας την κάθε μίανε, καλά τσι καταφέρανε. -Μόνο που μία με δάγκασε’ παδά στο λαιμό κι έχω τα χάλια μου, παραπονιότανε ο Ζακυνθινός. -Και μένα η άλλη, η λυσιασμένη, μου ρούφηξε το μάτι μου, κλαιγότανε ο Μήτσος. Παραλίγο να μου το βγάλει. Χούι είναι αυτό, μπορείς να τους το κόψεις; ʼΑστους να ταξιδεύουνε μέσα στη φαντασία.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 63 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1993

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο