Αφορμή για τούτες τις θύμησες ήταν η φωτογραφία που δημοσίευσε ο ανιψιός μου Παναγιώτης Λευθέρης με το γάιδαρο που είχαμε στην κατοχή στο πατρικό σπίτι στα Κατελουζιάνικα (βλέπε φωτογραφία). Συγκινήθηκα όταν την είδα. Αυτό το ζώο ήταν ο καλύτερός μου φίλος στα χρόνια της κατοχής. Ήμουν σε ηλικία 13-15 χρονών και στο σπίτι εγώ και η ‘Κριτσού’, όπως ονομάζαμε τη γαϊδούρα, πηγαίναμε για πολλές εξορμήσεις-δουλειές.
Με τον ξάδελφο τον Μανώλη, πηγαίναμε στη Βρουλέα για αλάτι. Από το προηγούμενο βράδυ στήναμε στην ακρογιαλιά βεγγέρα με φαγητά και αστεία με άλλους Λειβαδίτες. Το πρωί της επόμενης χωριζόμαστε σε δύο ομάδες, η μια μάζευε το αλάτι και η άλλη με κουβάδες γέμιζε τις λακκούβες με νερό από τη θάλασσα. Το αλάτι συγκεντρωνόταν σε ένα σωρό στο τέλος της αλαταρέας. Όταν τελειώναμ, το αφεντικό χώριζε το μισό γι’ αυτόν και το άλλο μισό το μοίραζε σε αυτούς που συμμετείχαν.
Μόνος μου με την Κριτσού, από την Αγία Κυριακή πήγαινα στην Παλιόπολη στην τράτα για ψάρια, πολύ νωρίς για να είμαι εκεί τα ξημερώματα. Με την Κριτσού δεν φοβόμουν το σκοτάδι. Ανεπανάληπτη εμπειρία. Κι εδώ όλα τα ψάρια από την τράτα τα συγκέντρωναν σ’ ένα σωρό και το αφεντικό έπαιρνε τα μισά και τα άλλα μισά τα μοίραζε στους συμμετέχοντες. Στο τέλος έστηναν μια μεγάλη ψησταριά και το διασκεδάζαμε όλοι μαζί.
Σε ολοήμερο δρόμο ήταν και το ταξίδι μας στο Μυλοπόταμο για να μεταφέρω δύο σακιά καρπό στο νερόμυλο του Φίλιππα γι’ αλεύρι. Πάλι απαραίτητη παρέα η Κριτσού. Είπα του Φίλιππα, ήταν της Φιλίππαινας, μιας ανδρογυναίκας με φούστα μέχρι τους αστραγάλους και τσεμπέρι, που σήκωνε τα σακιά σαν άνδρας. Αστειευότανε με τους πελάτες της ότι ο άνδρας της δεν είχε δει ποτέ ούτε τον αστράγαλό της γυμνό από το σώμα της. Ο Φίλιππας, ένα ψηλός άνδρας , έπαιζε τάβλι στο καφενείο της πλατείας. Εγώ τότε παιδί, δεν καταλάβαινα το αστείο, γιατί είχε μερικά παιδιά μαζί του.
Μια άλλη «συνεργασία» με την Κριτσού ήταν το όργωμα της γης την άνοιξη. Ο πατέρας ρώτησε τον Μαρίνη από το Στραπόδι και μας έφτιαξε ένα σύνεργο και ένα ζυγό. Πήρα και το γάιδαρο του θείου του Θόδωρου και με οδηγό και βοηθό την θεία τη Διαμάντα, και οργώναμε τα χωράφια μας. Βέβαια, ακολουθούσε το αλώνι όπου και εκεί η βοήθεια της Κριτσού ήταν απαραίτητη.
Με τη γαϊδούρα μας την Κριτσού είχα και άλλα επεισόδια κατά τη διάρκεια της κατοχής 1940-1945. Κάθε οικογένεια καταλογιζόταν από τον πρόεδρο της κοινότητας για αναγκαστική δουλειά, αγγαρεία, στους Γερμανούς, όπως να μεταφέρουν νερό από τον Άγιο Μηνά στην Κάτω Χώρα στον Τράχηλα, όπου είχαν κτίσει ένα μικρό στρατώνα οι Γερμανοί και από τη στέρνα της Αγίας Ελέσας στο φυλάκιο-RADAR, όπου είναι και σήμερα. Και στις δυο περιπτώσεις έτυχε ο λαχνός σε μένα και την Κριτσού για το σπίτι μας.
Στη διάρκεια των χρόνων, βομβάρδιζαν τον Τράχηλα Αγγλικά αεροπλάνα. Ευτυχώς δεν μας βρήκαν στο στρατώνα.
Όπως γύριζα από την Αγία Ελέσα μια φορά, τότε δεν είχε δρόμο, αλλά μονοπάτι για γαϊδάρους, κάποια στιγμή πετάχτηκε μια γυναίκα από ένα σκίνο με ένα Γερμανό: μου είπε να ορκιστώ ότι δεν τους είδα, αλλιώς την επόμενη φορά θα με τιμωρήσει ο φίλος της ο Γερμανός ο οποίος έβαλε το περίστροφό του στο κεφάλι μου γελώντας. Ορκίστηκα και έφυγα φοβισμένος. Πόσο ζήλευα την Κριτσού που δεν καταλάβαινε τίποτα!
Μια άλλη φορά γύρισα από την Αγία Ελέσα από το χωριό Κλαράδικα, όπου συνάντησα κάτω από μια βελανιδιά ένα γέροντα μ’ ένα κουβά κρύο νερό για μένα και την Κριτσού. Στη συζήτησή μας για τον πόλεμο και τους κατακτητές ο γέροντας φιλοσοφικά ψιθύρισε: παιδί μου ο κόσμος έχει γίνει ΄μίτσι-νάιτσι-χόιτσι’. Όταν τον ρώτησα τι εννοεί, μου απαντά ότι ήταν ναυτικός και το είχε ακούσει. (αργότερα έμαθα ότι οι λέξεις είναι Κινέζικες και αντιπροσωπεύουν τρείς κινέζικες φυλές που συνεχώς μάχονται μεταξύ τους).
Ένα τρίτο επεισόδιο με την Κριτσού ήταν στο Κάστρο της Χώρας όταν οι αντάρτες είχαν ταμπουρωθεί και πολεμούσαν τους Γερμανούς που ήταν στο μόλο του Καψαλιού και περίμεναν καΐκι να φύγουν. Στο σπίτι είχε έλθει ο καπετάν Φλώρος,(αντάρτης από την Πελοπόννησο) με το πολυβόλο του. Πριν κατέβει στη Χώρα, έστησε το πολυβόλο του στην αυλή μας και κοιμήθηκε ‘φιλικά’ για δυο τρεις μέρες. Όταν πήγε στο Κάστρο έστειλε εντολή να σφάξομε μια κατσίκα, να την μαγειρέψουμε και να του την στείλομε στο Κάστρο. Έτσι σε δυο καζάνια φορτώσαμε τα φαγητά στην Κριτσού κι εγώ μαζί αρχίσαμε από τον πίσω δρόμο, το Στραπόδι, μην τυχόν βγουν οι Γερμανοί από τον κεντρικό. Έφτασα στο γήπεδο στο πάνω μέρος της Χώρας, κατέβηκα στον Εσταυρωμένο και ανέβηκα στο Κάστρο.
Μόλις με είδε ο καπετάν Φλώρος, μ’ αγκάλιασε, κατέβασε τα καζάνια και με πήρε από το χέρι. Μου έδειξε ένα γερμανικό πολυβόλο και μου είπε να σημαδέψω το μόλο και να τους ρίχνω. Εγώ ύστερα από τις πρώτες βολές ταρακουνήθηκα τόσο που τα παράτησα, γύρισα στην Κριτσού, πήρα τα καζάνια και γυρίσαμε στο σπίτι ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο.
Περιττό να σας πως όλοι οι δικοί μου χάρηκαν ιδιαίτερα που είδαν εμένα και την Κριτσού ζωντανούς.
Για μένα, σ’ αυτή την ηλικία, όλα αυτά δεν ήταν αγγαρεία, αντ’ αυτού ήταν δημιουργική εξερεύνηση. Αν προσθέσουμε ότι οι συνθήκες στην κατοχή ήταν τέτοιες που αναγκαστικά η κάθε οικογένεια έπρεπε να ζήσει μόνο με αυτά και αυτούς που είχε, ένιωθα την προσφορά μου να πιάνει τόπο.
Τα καταφέραμε. Όπως ανακαλώ τα γεγονότα σήμερα, στην τρίτη ηλικία, ήταν όλα χρήσιμες εμπειρίες ζωής.