Δυο λόγια, εν είδει αποχαιρετισμού, για να μαρτυρήσω κάτι για τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ενδεικτικό του πόσο ξεχωριστός ήταν, σχεδόν από γεννησιμιού του.
Αποφοιτήσαμε και οι δυο από το ιστορικό Α΄ Γυμνάσιοαρρένων Λαμίας, το περίφημο πέτρινο στολίδι της πόλης. Συνυπήρξαμε εξ, απροσίτου, αποστάσεως: εκείνος στην ογδόητάξη οκταταξίου και εγώ στην τρίτη. Μια απόσταση που βεβαίως δεν γεφυρώθηκε ποτέ.
Η μαρτυρία μου: Αναρωτιέμαι, αν υπάρχει προηγούμενο, ή επόμενο, μαθητικής ζωής, όπως αυτό που ο γυμνασιάρχης μας,Σταθόπουλος, είχε καθιερώσει: Να βάζει τον Γεωργουσόπουλο, να διαβάζει, από το υπερυψωμένο πλατύσκαλο του κτηρίου, τις εκθέσεις (ιδεών) του, εις επήκοον ολοκλήρου του σχολείου– εκατοντάδες μαθητών–, οι οποίοι οκλαδόν στο προαύλιο, τον ακούγαμε εκστατικοί. Περιμένοντας, πάντοτε, την επόμενηφορά.
Του το θύμισα αυτό, με κάποια ευκαιρία, ενώπιον μεγάλουακροατηρίου, και πολύ το είχε χαρεί. Όπως και κάποιες άλλες αναμνήσεις μας, που ανταλλάξαμε κατ’ ιδίαν, όπως το παρατσούκλι «Ρεγγίνας», που κολλήσαμε στον γυμνασιάρχηεπειδή, σχεδόν κατ’ αποκοπήν, είχε αναλάβει το μάθημα των λατινικών.
Ένα λιανοπαίδι τότε ο συμμαθητής μας, καμιά σχέση με τον σωματικό όγκο που απόκτησε έκτοτε. Μόνο το γαλανοπράσινο, κουρασμένο πια, βλέμμα απόμεινε από εκείνη την εποχή.
Σκέφτεται κανείς πόσες δεκαετίες θα περάσουν μέχρι να εμφανιστεί στην πολιτιστική μας ζωή ο, καθ’ όλα, διάδοχος του Κώστα Γεωργουσόπουλου. Ένα μέτρο της απώλειας κι αυτό.