Αρχαία ελληνικά ανέκδοτα
Τα αρχαία Ελληνικά ανέκδοτα, εκφράζουν το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα και προσφέρουν εκτός από γέλιο, γνώση και προβληματισμό.
Παραθέτουμε μερικά από αυτά:
> Είπε κάποιος στον Αρίστιππο ότι η Λαΐδα δεν τον αγαπά, αλλά προσποιείται ότι τον αγαπά. Ο Αρίστιππος απάντησε: «Ούτε το κρασί ή το ψάρι με αγαπούν, εγώ όμως τα απολαμβάνω».
> Είπε κάποιος στον Διογένη: «Οι συμπολίτες σου σε καταδίκασαν σε εξορία». ο φιλόσοφος απάντησε: «Κι εγώ τους καταδίκασα να μένουν στον τόπο τους».
> . Ένας πατέρας ζήτησε από τον Αρίστιππο να διδάξει τον γιο του. Ο φιλόσοφος ζήτησε αμοιβή 500 δραχμές. Ο πατέρας θεώρησε υπερβολικό το ποσό. «Με τόσα χρήματα», είπε, «θα μπορούσα να αγοράσω ένα ζώο». «Αγόρασε», είπε ο Αρίστιππος, «κι έτσι θα έχεις δύο».
> . Ο Διογένης ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλμα. Όταν τον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο απάντησε: «Εξασκούμαι στο να μην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων».
> Επέστρεφε ο Διογένης από τους Ολυμπιακούς αγώνες και ένας τον ρώτησε, αν ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ο Διογένης αποκρίθηκε: «Κόσμος υπήρχε πολύς, άνθρωποι όμως λίγοι»
> Παρακινούσαν τον Φίλιππο τον Μακεδόνα να εξορίσει κάποιον που τον κακολογούσε. Ο Φίλιππος απάντησε: «Δεν είστε καλά!! Θέλετε να τον στείλω να με κατηγορεί και σ’ άλλα μέρη;»
> Ένας φαλακρός έβριζε τον Διογένη. Ο φιλόσοφος γύρισε και του είπε: «Δεν σου ανταποδίδω τις βρισιές, αλλά θα ήθελα να πω ένα «μπράβο» στις τρίχες σου, γιατί απαλλάχτηκαν από ένα κακορίζικο κεφάλι».
> Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε: «Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν».
> . Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να φυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε: “Κανένα κακό να μη μπει στο σπίτι αυτό”. Ο Διογένης διάβασε την επιγραφή και απόρησε: «Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει;»
> Είπαν στον Σωκράτη ότι κάποιος έλεγε άσχημα λόγια γι’ αυτόν. Ο Σωκράτης απάντησε: «Καθόλου παράδοξο. Ποτέ του δεν έμαθε να λέει καλά λόγια».
> Σε κάποιον που έλεγε ότι η ζωή είναι άσχημη, ο Διογένης ο Κυνικός είπε: «Άσχημη δεν είναι η ζωή. Άσχημη είναι η άσχημη ζωή»
> Ρώτησαν τον φιλόσοφο Στίλπωνα, αν υπάρχει κάτι πιο ψυχρό από ένα άγαλμα. «Ναι» είπε, «ένας αναίσθητος άνθρωπος».
> Έδειξαν στον Διαγόρα τον «άθεο» τα πολλά αφιερώματα ανθρώπων που είχαν σωθεί από ναυάγια με τη βοήθεια των θεών. Ο Διαγόρας απάντησε: «Αν οι θεοί φρόντιζαν να σώσουν και όσους πνίγηκαν, τότε θα βλέπατε πολύ περισσότερα αφιερώματα».
Ένας φτωχός πλησίασε τον Σωκράτη και του είπε: «Θέλω να γίνω μαθητής σου, αλλά δεν έχω τίποτε, το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ο εαυτός μου». Ο Σωκράτης του απαντά: «Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι μου δίνεις το πιο σπουδαίο πράγμα;»
> Προσπαθούσε ο Ζήνων ο Ελεάτης να αποδείξει στον Αντισθένη με περίπλοκα και σοφιστικά επιχειρήματα ότι δεν υπάρχει κίνηση. Ο Αντισθένης άρχισε να βαδίζει, ενώ συγχρόνως ρωτούσε τον Ζήνωνα: «Δεν νομίζεις ότι τα γεγονότα είναι πιο ισχυρά από τα επιχειρήματά σου;»
> Υπερηφανευόταν κάποιος σε μια παρέα και έλεγε ότι είχε πάρει μέρος σε πολλούς αγώνες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και είχε πραγματοποιήσει εξαιρετικές αθλητικές επιδόσεις. Στη Ρόδο μάλιστα είχε κάνει ένα μεγάλο άλμα που κανένας Ολυμπιονίκης δεν είχε κάνει ως τότε. Ένας από την παρέα του είπε: «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» (Κι εδώ Ρόδος είναι. Γιατί δεν κάνεις το άλμα σου;)
>Ένας Αθηναίος ταξίδευε με πλοίο με πολλούς άλλους. Ξέσπασε όμως δυνατή τρικυμία και το πλοίο ανατράπηκε. Όλοι προσπαθούσαν να σωθούν κολυμπώντας, ο Αθηναίος όμως έχανε τον καιρό του καλώντας τη θεά Αθηνά σε βοήθεια. Ένας από τους ναυαγούς, που κολυμπούσε κοντά του, του είπε: «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» .Φώναζε την Αθηνά, μα κούνα και τα χέρια σου).
> Όταν είδε ο Διογένης κρατικούς ταμίες να έχουν πιάσει κάποιον που είχε κλέψει ένα μπουκάλι, παρατήρησε: «Οι μεγάλοι κλέφτες έχουν συλλάβει το μικρό κλέφτη».
> Ρώτησε κάποιος το Διογένη ποιας πόλης είναι πολίτης κι αυτός απάντησε: «Είμαι πολίτης του κόσμου».
> Η Ξανθίππη Σωκράτη: «Άδικα σε καταδίκασαν σε θάνατο». Κι ο Σωκράτης: «Αλίμονο κι αν η καταδίκη μου ήταν δίκαιη».
> Ο Πλάτωνας επέπληξε κάποιον γιατί έπαιζε κύβους. Εκείνος δικαιολογήθηκε: «Τα ποσά που παίζω στο παιχνίδι είναι ασήμαντα». Ο Πλάτωνας του παρατήρησε: «Η συνήθεια όμως να παίζεις δεν είναι καθόλου κάτι ασήμαντο».
> Μια μέρα η Ξανθίππη έβαλε τις φωνές στο Σωκράτη και στη συνέχεια άδειασε πάνω του μια λεκάνη νερό. Ο Σωκράτης ατάραχος είπε: «Η Ξανθίππη κάνει ό,τι και ο Δίας: πρώτα βροντά και ύστερα βρέχει».
> Ένας φλύαρος κουρέας, ρώτησε τον βασιλιά της Μακεδονίας, Αρχέλαο: «Πως θες να σε κουρέψω;» Ο Αρχέλαος απάντησε: «Σιωπηλός»
> Κάποιος ρώτησε τον Θεμιστοκλή: «Τι θα ήθελες να ήσουν; Αχιλλέας ή Όμηρος;» Ο Θεμιστοκλής ρωτά κι αυτός: «Εσύ τι θα ήθελες να ήσουν; Νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ή αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα των νικητών;»
> Ο Δημοσθένης έπιασε έναν να τον κλέβει. Ο κλέφτης προσπάθησε να δικαιολογηθεί: «Δεν ήξερα ότι αυτό που έκλεβα είναι δικό σου…» Κι ο Δημοσθένης του είπε: «Γνώριζες ωστόσο πολύ καλά, ότι δεν ήταν δικό σου»
Ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, νίκησε δυο φορές τους Ρωμαίους, αλλά έχασε πολλούς στρατιώτες και αξιωματικούς. Τότε είπε: «Αν πετύχουμε άλλη μια νίκη σαν και αυτές, καταστραφήκαμε»