Άρθρο του Κ. Κωστή στην «Κ»: Παγιδευμένη χώρα
Προσπαθώντας να παρακολουθήσω την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα, δεν παύω να αισθάνομαι κάθε μέρα που περνάει ότι κάτι μου διαφεύγει, ότι όσα εγώ καταλαβαίνω ότι συμβαίνουν γύρω μου, στη χώρα μας, δεν έχουν καμία σχέση με όσα αντιλαμβάνονται οι πολιτικές ελίτ (όχι μόνο οι κυβερνητικές) του τόπου/ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΣΤΗΣ
Προσπαθώντας να παρακολουθήσω την ελληνική και διεθνή πραγματικότητα, δεν παύω να αισθάνομαι κάθε μέρα που περνάει ότι κάτι μου διαφεύγει, ότι όσα εγώ καταλαβαίνω ότι συμβαίνουν γύρω μου, στη χώρα μας, δεν έχουν καμία σχέση με όσα αντιλαμβάνονται οι πολιτικές ελίτ (όχι μόνο οι κυβερνητικές) του τόπου προκειμένου να ασκήσουν τις πολιτικές τους και να διαμορφώσουν τις προτάσεις τους.
Πρώτα απ’ όλα το διεθνές περιβάλλον δεν αντιμετωπίζεται ως ένας καταναγκασμός που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, να πάρουμε μέτρα για να το αξιοποιήσουμε ή, στην αντίθετη περίπτωση, να το αντιμετωπίσουμε κατά τον βέλτιστο τρόπο. Αντιθέτως αποτελεί ένα άλλοθι που μας επιτρέπει να ξοδεύουμε ασυστόλως ή να ζητάμε –αν ανήκουμε στην αντιπολίτευση– να δαπανάμε ακόμη περισσότερο, λες και η χώρα δεν είχε χρεοκοπήσει μόλις λίγα χρόνια πριν, λες και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι τόσο χαμηλό, που αφήνει αυτά τα περιθώρια. Και ναι μεν η διάρθρωση του χρέους είναι τέτοια που δεν δημιουργεί πιέσεις άμεσα, αλλά η χρηματοδότηση πολλών δαπανών απαιτεί την προσφυγή στις αγορές, όπου τα επιτόκια σκαρφαλώνουν αργά αλλά σταθερά. Και ας μη λησμονούμε ότι δημόσιο χρέος σημαίνει ότι μεταθέτουμε δαπάνες στις μελλοντικές γενιές, για τις οποίες κοπτόμεθα ότι ενδιαφερόμαστε.
Ενα δεύτερο στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι οι προγνώσεις για επερχόμενη ύφεση. Αν η Γερμανία αντιμετωπίσει προβλήματα, όπως ήδη γίνεται φανερό ότι θα συμβεί, και για την αντιμετώπιση των οποίων προετοιμάζεται, εμείς θα μείνουμε ανεπηρέαστοι; Ετσι φαίνεται να πιστεύει τουλάχιστον ένας εκ των υπουργών της κυβέρνησης όταν προβάλλει τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Και φυσικά το ερώτημα είναι τι είδους ύφεση θα έχουμε στην περίπτωση που υπάρξει πλήρης διακοπή στην παροχή πετρελαίου και αερίου από τη Ρωσία. Πόσες ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αντέξουν και τι θα συμβεί με την ανεργία, που ήδη είναι προβληματική, παρά την επιφανειακή βελτίωση των μεγεθών; Πόσο θα αντέξει το ελληνικό κράτος να επιδοτεί –στην πραγματικότητα να χαρίζει χρήματα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις– χωρίς κριτήρια, επιδεινώνοντας την κοινωνική ανισότητα και ανταμείβοντας τους φοροφυγάδες; Με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός και οι συνέπειες που θα έχει για τους κοινωνικά πιο αδύναμους; Οι προβλέψεις υπαγορεύουν ότι η άνοδος των τιμών θα διαρκέσει· στην Ελλάδα τι θα κάνουμε, πώς σχεδιάζουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό έπειτα από τόσα χρόνια στενής εισοδηματικής πολιτικής;
Δυστυχώς το ελληνικό κράτος, εμείς οι Ελληνες, έχουμε αυτοπαγιδευτεί για μία φορά ακόμη. Κοιτάμε τον καθρέφτη και αυτό που βλέπουμε δεν είναι το είδωλό μας, αλλά μία άλλη Ελλάδα που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική. Γιατί αυτήν θέλουμε να βλέπουμε. Το πολιτικό μας σύστημα για μία φορά ακόμη αποδεικνύεται λίγο στην αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων που απασχολούν τη χώρα και χωρίς να θέλω να παριστάνω την Κασσάνδρα, οι συνθήκες που αντιμετωπίζουμε τείνουν στο να μετατραπούν σε μία «τέλεια καταιγίδα»: πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, αδυναμία επίλυσης προβλημάτων καθημερινότητας, ανεργία κ.ο.κ. Και τότε φοβάμαι ότι δεν θα έχουμε τους κακούς ξένους για να τους μεμφόμαστε. Γιατί δεν θα είναι αυτοί που μοίραζαν ενεργειακές επιδοτήσεις σε όσους δεν τις έχουν ανάγκη, αλλά ακόμη και στα εξοχικά. Και την ίδια στιγμή να μην κάνουν καμιά προσπάθεια να πείσουν τους καταναλωτές να δείξουν αυτοσυγκράτηση.
Οσο το πολιτικό σύστημα έχει ως μοναδικό όπλο δράσης το απλόχερο μοίρασμα χρημάτων που δεν υπάρχουν, εξακολουθεί να υποθηκεύει το μέλλον της Ελλάδας.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όσο ως μοναδικό όπλο δράσης του δεν έχει πολιτικές που θα μειώνουν την κοινωνική ανισότητα, που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη και θα κάνουν πιο εύκολη την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά το απλόχερο μοίρασμα χρημάτων που δεν υπάρχουν (άρα που είναι δανεικά και που θα τα πληρώσουν οι μέλλουσες γενιές) μπορεί να εξασφαλίσει μερικές ψήφους παραπάνω στις επόμενες εκλογές, ωστόσο εξακολουθεί να υποθηκεύει το μέλλον της χώρας. Πριν μετατραπεί η Ελλάδα σε μία χώρα που θα κάνει εξαγωγή ευτυχίας (η έκφραση δεν είναι δικιά μου) θα έπρεπε να φροντίσει να λύσει τα θεμελιώδη προβλήματα στην ανταγωνιστικότητά της και να βρει έναν τρόπο να κάνει εξαγωγές υλικών προϊόντων. Γιατί και ο τουρισμός είναι μία δραστηριότητα ιδιαιτέρως ασταθής σε βάθος χρόνου.
Η δημοσιονομική ισορροπία επιτεύχθηκε με πολύ κόπο και εξαιρετικά μεγάλες θυσίες. Ολα αυτά φαίνεται ότι τα έχουμε ξεχάσει και αντιμετωπίζουμε το σήμερα σαν να μην τρέχει τίποτα, δημιουργούμε προσδοκίες που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και τελικά παραπλανούμε τους πολίτες. Σε αυτήν την περίπτωση πάντως δεν θα πρέπει να παραπονιόμαστε για τα πλήγματα που δέχεται η δημοκρατία. Και είμαι σίγουρος ότι όταν τα δύσκολα θα έρθουν οι κατ’ επάγγελμα εφησυχαστές θα σιωπούν για να μη χαλάσουν την εικόνα τους.
Καλώς ή κακώς, μία οικονομία, μία χώρα για να προχωρήσει έχει ως αφετηρία μία πραγματικότητα που δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό φαίνεται να το ξεχνάμε, όπως φαίνεται να ξεχνάμε ότι θα πρέπει να προχωρούμε βήμα βήμα, μέρα με τη μέρα και να λύνουμε τα σημαντικά προβλήματα που υπάρχουν. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για να λύνει προβλήματα και θα πρέπει να αρχίσει κάποτε να αναζητά τους μηχανισμούς και τους τρόπους αυτο-μεταρρύθμισής του. Γιατί η μόνη ικανότητα που δείχνει να έχει είναι να διεκδικεί νέες εκλογές αμέσως μετά τη διενέργειά τους. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να μας πάει μακριά. Η χώρα έχει ανάγκη από διοικητική και κυβερνητική συνέχεια και σταθερότητα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα στοιχειώδη προβλήματά της. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί αν λάβω υπόψη μου τις επιδόσεις των κομμάτων που το μόνο που γνωρίζουν να κάνουν είναι να αρνούνται συνειδητά την ίδια την πραγματικότητα για το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος.
* Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.