Αυτοψία στα «έγκατα» της λειψυδρίας
Στερεύουν τα σπήλαια και τα υπόγεια ποτάμια; Η αποτύπωση της κλιματικής κρίσης στις πηγές του Αγγίτη και το «καμπανάκι» της σπηλαιολογικής κοινότητας | Γιάννης Χατζηχαραλάμπους
Οι εικόνες ξηρασίας στις εισόδους σπηλαίων το φετινό φθινόπωρο, σε σημεία που από τη συνήθη ροή του νερού είχαν απομείνει τα ίχνη της στο έδαφος και τα πετρώματα, θορύβησαν επιστήμονες και εξερευνητές. Το «καμπανάκι» για την κατάσταση στους υπόγειους υδροφορείς ηχεί εδώ και καιρό, καθώς κλιματολογικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες αλληλοεπιδρούν, προκαλώντας ένα «γαϊτανάκι» κινδύνου για τις ανάγκες άρδευσης και ύδρευσης. Ισως οι επιπτώσεις από την παρατεταμένη ανομβρία θέτουν το νερό της βροχής στο επίκεντρο της κοινής αγωνίας, ωστόσο, στα κατάντη του υδρολογικού κύκλου, είναι μάλλον η έλλειψη χιονιού που «πονάει» περισσότερο.
Τα χιόνια στα ορεινά και τις κορυφές των βουνών είναι πολύτιμα για την «επαναφόρτιση» των υπόγειων υδροφορέων, καθώς συμβάλλουν στον εμπλουτισμό τους και παράλληλα λειτουργούν ως «τράπεζα χρόνου», επιβραδύνοντας τον ρυθμό της απορροής. Η μείωση των χιονοπτώσεων και ο περιορισμός της χιονοκάλυψης, ιδίως τους τελευταίους δύο χειμώνες, ενέτειναν τις πιέσεις στα υπόγεια ύδατα, επηρεάζοντας τη δυνατότητα απόκρισής τους στην αυξανόμενη, ελέω ανομβρίας, ζήτηση.
«Πέφτει λίγο χιόνι», λέει λακωνικά ο Χρήστος Πέννος, επισκέπτης καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ. Επισημαίνει πως το πρόβλημα, ως απόρροια της κλιματικής αλλαγής, είναι εντονότερο στη νότια Ελλάδα, όμως οι συνέπειες είναι ορατές και στον βορρά. Σύμφωνα με τον ίδιο, η διάρκεια της χιονοκάλυψης στη βόρεια Ελλάδα έχει μειωθεί αισθητά. «Πλέον, οι περισσότερες καρστικές πηγές της χώρας αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψυδρίας, λόγω μείωσης των κατακρημνισμάτων». Καρστικές πηγές είναι τα σημεία εκφόρτισης του υπόγειου νερού που συγκεντρώνεται και διασχίζει τους καρστικούς γεωλογικούς σχηματισμούς, σε μία «διαδρομή» μέσα από σπήλαια, αγωγούς, σιφόνια, καταβόθρες, πορώδεις ρωγμές και φυσικές δεξαμενές.
Η καρστική τοπογραφία καλύπτει περίπου το ένα τρίτο της ελληνικής επικράτειας και απαντάται σε Πελοπόννησο, Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα και Κρήτη. «Το περισσότερο νερό, κοντά στο 60%, προέρχεται από καρστικά συστήματα. Το νερό αυτό είτε το υδρομαστεύουμε απευθείας από πηγές είτε το συλλέγουμε μέσω γεωτρήσεων», εξηγεί.
Είκοσι πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Δράμας, στον Δήμο Προσοτσάνης, βρίσκεται το Σπήλαιο του Μααρά, το μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο της Ελλάδας, μήκους άνω των 13 χιλιομέτρων, εκ των οποίων περίπου 12 έχουν χαρτογραφηθεί. Από εκεί πηγάζει ο ποταμός Αγγίτης, που τροφοδοτείται υδρολογικά από το όρος Μενοίκιο και το λεκανοπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου. Τα νερά του Αγγίτη, από τον οποίο αρδεύεται τμήμα της πεδιάδας της Δράμας, καταλήγουν στον ποταμό Στρυμόνα, στην πεδιάδα των Σερρών.
Εκτός από γεωλόγος, ο Χρήστος είναι πρόεδρος της Σπηλαιολογικής Ομοσπονδίας Ελλάδος. Μαζί με άλλους εξερευνητές, επισκέπτεται τακτικά το Σπήλαιο του Μααρά. Διανύουν χιλιόμετρα, πραγματοποιώντας αυτοψίες και συλλέγοντας δεδομένα, πολύ μακρύτερα από τα 700 μέτρα που επιτρέπονται για τους επισκέπτες. Φέτος, η στάθμη του νερού ήταν στη «χειρότερη κατάσταση των τελευταίων χρόνων».
Περιγράφει γλαφυρά την πορεία της αλλαγής, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα ένα σημείο, περίπου 300 μέτρα μετά το τέλος του τουριστικού διαδρόμου. «Πριν από εννιά χρόνια, εκεί κολυμπούσαμε για να βγούμε. Είχε τέτοια ορμή το νερό που μας “πετούσε” έξω. Φέτος ήταν στον αστράγαλο. Πρόπερσι στο γόνατο».
Στην είσοδο του σπηλαίου, η στάθμη του νερού μειώθηκε κατά 200 χιλιοστά σε διάστημα ενός έτους. «Από 330 χιλιοστά το καλοκαίρι του 2023, έπεσε στα 130 χιλιοστά το καλοκαίρι του 2024», σημειώνει. «Ολο αυτό συμβαίνει πολύ γρήγορα. Ως άνθρωποι θεωρούμε πως τα δύο τρία χρόνια είναι μεγάλο διάστημα, όμως, στον γεωλογικό χρόνο είναι εξαιρετικά σύντομο. Είναι πολύ μεγάλη η ταχύτητα της αλλαγής».
Εκφράζει φόβους για ενδεχόμενη «κανονικοποίηση» της συνθήκης αυτής, αν και ακόμα «δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί». Δεν ανησυχεί ακριβώς για τα φυσικά συστήματα. «Αυτά θα επανέλθουν, τώρα αντιδρούν στις αλλαγές. Το πρόβλημα είναι για τον άνθρωπο». «Να αντιληφθούμε τη νέα πραγματικότητα και να εφαρμόσουμε καλές πρακτικές», προσθέτει, τονίζοντας την αξία των προγραμμάτων διαχείρισης και εμπλουτισμού των φυσικών ταμιευτήρων. Προτείνει δε τη διερεύνηση δυνατοτήτων συνεργασίας με γειτονικές χώρες, «για τη Βόρεια Ελλάδα, που έχει την τύχη να βρέχεται από ποτάμια που πηγάζουν από τα Βαλκάνια».
Προβλήματα λειψυδρίας καταγράφονται και σε άλλους καρστικούς σχηματισμούς. Κοντά στα Καλάβρυτα, στο χωριό Καστριά Αχαΐας, βρίσκεται το Σπήλαιο των Λιμνών, γνωστό λόγω της υψηλής γεωμορφολογικής και αρχαιολογικής του αξίας. Η μείωση της σταγονοροής εντός του σπηλαίου έχει οδηγήσει σε πτώση της στάθμης του νερού στις λίμνες, κάτι που αναμένεται, ωστόσο, να αναχαιτισθεί φυσικά. Στο Ηράκλειο Κρήτης, αντιμέτωπες με εντεινόμενες πιέσεις υφαλμύρωσης (διείσδυση θαλασσινού νερού) είναι οι πηγές του Αλμυρού, κάτι που αποδίδεται στον συνδυασμό ξηρασίας και υπεράντλησης.
Στα τέλη Οκτωβρίου, ο σύλλογος «Πρωτέας – Σπηλαιολογία Θεσσαλονίκης» επισκέφθηκε τη βαθύτερη καταβόθρα της Εύβοιας, τον Παπαλάκκο (βάθος 335μ., μήκος 1.346μ.). Οπως σημειώνει στην έκθεση αποστολής, σε βάθος άνω των 140μ. και σε σημείο όπου παλαιότερα είχε τοποθετηθεί φουσκωτή βάρκα, προς αποφυγή της επαφής με το νερό, «η διάσχιση έγινε στεγνά και εύκολα».
Το νερό στα σπήλαια είναι συχνά ζωτικής σημασίας για οργανισμούς που διαβιούν εκεί και όχι μόνο. «Στο εσωτερικό του Σπηλαίου του Μααρά εντοπίζονται κυπρίνοι και αρθρόποδα. Τα είδη αυτά είναι ξενικά, δεν είναι σπηλαιόβια, περνούν όμως μέρος της ζωής τους εντός του σπηλαίου κυνηγώντας. Με τη μείωση της παροχής του νερού, μειώνεται και η προσφορά τροφής. Κατ’ επέκταση επηρεάζεται η βιολογική ισορροπία», αναφέρει ο κ. Πέννος.
Παρόλο που η αξία των καρστικών πηγών έχει σε μεγάλο βαθμό κατανοηθεί επαρκώς, η εμβάθυνση της έρευνας για τα υπόγεια ύδατα παραμένει διακύβευμα. Πρόσφατα, η Σπηλαιολογική Ομοσπονδία Ελλάδος έθεσε σε τροχιά υλοποίησης ένα μακρόπνοο έργο προκειμένου να αναδείξει τη σημασία της προστασίας των καρστικών υδροφορέων. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα δίκτυο καταγραφής στα υπόγεια ποτάμια, το οποίο θα περιλαμβάνει την τοποθέτηση συσκευών και τη συλλογή δειγμάτων νερού για χημικές αναλύσεις.
Μέσω των συσκευών, θα μετράται και θα καταγράφεται η θερμοκρασία του νερού και του περιβάλλοντος αέρα, ενώ δείγματα νερού θα συλλέγονται κάθε μήνα και θα αποστέλλονται προς χημική ανάλυση σε διαπιστευμένο εργαστήριο.
Το έργο με την ονομασία «Καρστικοί Υδροφορείς: Προστασία από την Κλιματική Αλλαγή στην Ελλάδα (ΚΥΠΚΑ)», υπό την εποπτεία του ΑΠΘ και του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν στη Νορβηγία, εκπονείται με την υποστήριξη του Ιδρύματος Λασκαρίδη, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σημεία Στήριξης» που συγχρηματοδοτούν 10 κοινωφελείς οργανισμοί.
Συνοψίζοντας, ο κ. Πέννος λέει πως «δεν μπορούμε να πούμε ότι στερεύουν οι καρστικοί υδροφορείς», παράλληλα, όμως, τονίζει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού. Ρωτάμε αν η λειψυδρία θέτει νέες προκλήσεις για την εξερεύνηση των σπηλαίων. «Ως επιστημονική κοινότητα έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε πώς αντιδρούν γεωμορφολογικά και υδρολογικά αυτά τα συστήματα, σε αυτές τις συνθήκες».
«Σαν σπηλαιοεξερευνητές, μας προσφέρεται η δυνατότητα να περάσουμε ευκολότερα από τμήματα που πριν καταλαμβάνονταν από νερό και τώρα είναι ξερά. Ταυτόχρονα όμως, κάποια σημεία, μέσα στα σπήλαια, μπορεί να “κλείσουν”, αφού δεν υπάρχει νερό, ή νερό με αρκετή ορμή, ώστε να μεταφέρει τα ιζήματα», προσθέτει.
Οι φωτογραφίες από το μη επισκέψιμο τμήμα του Σπηλαίου του Μααρά παραχωρήθηκαν από τον Χρήστο Πέννο και η λήψη τους κατέστη εφικτή χάρη στην –κατά περίπτωση– συνδρομή των (με αλφαβητική σειρά) Χαρίκλειας Γκαρλαούνη, Σταύρου Ζαχαριάδη, Αργύρη Μανώλα, Ηλία Πάρτσιου και Γιώργου Σωτηριάδη.