Advertisement

Χαμηλές πτήσεις για την αγορά λιπασμάτων, δεν «ξύπνησαν» τη ζήτηση οι μειωμένες τιμές

Το αρνητικό γύρισμα στις αγορές των αγροτικών προϊόντων οδήγησε πολλούς αγρότες σε περικοπή δαπανών | Γιάννης Τσατσάκης

432

Με χαμηλές ταχύτητες εξακολουθεί να τρέχει η κατανάλωση λιπασμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς η αποκλιμάκωση των τιμών που βρίσκεται σε εξέλιξη από τις αρχές του έτους δεν μοιάζει ικανή να «ξυπνήσει» τη ζήτηση που παραμένει υποτονική.

Σε πρόσφατες δηλώσεις της, η διευθύντρια Ανάλυσης Αγορών του Διεθνούς Συνδέσμου Λιπασμάτων (IFA, θεσμικός εκπρόσωπος των βιομηχανιών του κλάδου) Laura Cross, ανέφερε ότι το 2022 ο κλάδος βίωσε μια πρωτόγνωρη κατάσταση με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία. Όπως ανέφερε, οι υψηλές τιμές ανάγκασαν τους αγρότες να προχωρήσουν σε περικοπές στη χρήση προϊόντων θρέψης, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί και στις φετινές σοδειές των σιτηρών, ενώ παρά τις πτωτικές τάσεις που εσχάτως καταγράφονται στην αγορά ο δρόμος για την επιστροφή στην κανονικότητα ούτε σύντομος, ούτε στρωμένος με ροδοπέταλα φαίνεται ότι θα είναι…

Μια διετία πτώσης μετά το ρεκόρ του 2020

Επικαλούμενη στοιχεία από την τελευταία έκθεση Μεσοπρόθεσμων Προοπτικών του IFA, η Cross σημείωσε ότι η παγκόσμια κατανάλωση λιπασμάτων μειώθηκε κατά 3% το 2021, υποχωρώντας στους 194,7 εκατ. τόνους και ακολούθησε νέα μείωση σε ποσοστό 5% το 2022 στους 185,1 εκατ. τόνους. Το νούμερο αυτό είναι 15 εκατ. τόνους κάτω από το ιστορικό ρεκόρ των 200,2 εκατ. τόνων που είχε καταγραφεί το 2020.

Σε γεωγραφικό επίπεδο, το 60% των απωλειών στη διετία προήλθε από την Ανατολική και τη Νότια Ασία, ενώ σε τουλάχιστον τρεις περιοχές η μείωση ήταν διψήφια. Πρόκειται για τη Δυτική Ασία (-17%), τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη (-15%) και την Αφρική (-14%). Ειδικότερα, στη Δυτική Ασία, η μεγαλύτερη πτώση καταγράφηκε στην Τουρκία, καθώς η υποτίμηση της λίρας ενέτεινε τον αντίκτυπο των ήδη έντονων πληθωριστικών πιέσεων στην αγορά λιπασμάτων. Στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, οι υψηλές τιμές ήρθαν να προστεθούν στην έντονη ξηρασία του 2022, ενώ στην Αφρική, όπου η κατανάλωση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις μεταπτώσεις (και δη στις αυξήσεις) τιμών, η κατανάλωση καλίου υποχώρησε σχεδόν στο μισό (-44%), πολύ περισσότερο δηλαδή από άλλες περιοχές.

Κατά το στέλεχος του IFA, ο συνδυασμός των δυτικών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, του αυξημένου κόστους των πρώτων υλών και των περιορισμών στις εξαγωγές, δημιούργησε την προοπτική σημαντικά μειωμένης προσφοράς και αυτό πυροδότησε την περαιτέρω άνοδο των τιμών που, με τη σειρά της, υπονόμευσε τη ζήτηση ιδίως σε περιοχές όπου αυτή βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το πόσο προσιτά είναι στους αγρότες τα λιπάσματα {σ.σ. το λεγόμενο «affordability» που αποτυπώνεται στον Δείκτη Προσιτών Τιμών (Affordability Index)}. Η ίδια σχολίασε ότι από τις αρχές του έτους «υπάρχουν κάποιες ενδείξεις σταθεροποίησης, ιδίως στις αγορές των αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο με τα καλιούχα».

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Argus, οι τιμές των λιπασμάτων μέσα στο 2023 έχουν υποχωρήσει αρκετά από τα υψηλά της περσινής χρονιάς, γεγονός που οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες:

1) Στο γεγονός ότι η προσφορά υπερβαίνει τη ζήτηση, η οποία είναι μάλλον ασθενική στους πρώτους μήνες του έτους καθώς, αν και φθηνότερα σε σχέση με πέρυσι, τα λιπάσματα εξακολουθούν να είναι ακριβά για μια μεγάλη μερίδα αγροτών. Επίσης, οι μειωμένες τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν επιδεινώσει την οικονομική κατάσταση των αγροτών, ενώ αρνητικά στην κατανάλωση επιδρούν και οι αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν τους προηγούμενους μήνες. Εξάλλου, η προσδοκία ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να πέφτουν, όπως εκτιμούν άλλωστε οι περισσότεροι αναλυτές, κάνει αρκετούς να μεταθέτουν για αργότερα τις αγορές τους.

2) Στις μειωμένες τιμές πρώτων υλών, όπως η αμμωνία και το φυσικό αέριο, που έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλιμακωθούν τα κόστη της βιομηχανίας και να αυξάνεται η παραγωγή, δηλαδή η προσφορά.

Αζωτούχα

Αναφορικά με τα αζωτούχα λιπάσματα, σύμφωνα πάντα με την Argus, οι τιμές της ουρίας στη Γαλλία υποχώρησαν στα τέλη Μαΐου στα 345 ευρώ/τόνο FCA (φορτίο «ελεύθερο στο μεταφορέα») από 535 ευρώ/τόνο στο τέλος του 2022, αν και ουσιαστικά δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες μεταβολές από τις αρχές Απριλίου και μετά. Στο ίδιο διάστημα, οι τιμές παράδοσης στη Βραζιλία μειώθηκαν από 470 δολ./τόνο στα 300 δολ./τόνο CFR. Αντίστοιχη πτώση καταγράφηκε και στα λιμάνια προέλευσης, με τις τιμές στη Μέση Ανατολή με όρους FOB να μειώνονται από 435 δολ./τόνο στα τέλη Δεκεμβρίου 2022 στα 305 δολ./τόνο στα τέλη Μαΐου 2023, με κάποιες οριακές αυξήσεις στις αρχές Απριλίου λόγω κάποιων συγκυριακών ζητήσεων που προέκυψαν.

Φωσφορικά

Στα φωσφορικά, οι τιμές του DAP (φωσφορικό διαμμώνιο) στην Ινδία, τη μεγαλύτερη εισαγωγική αγορά, έχουν υποχωρήσει στα 490-495 δολ./τόνο CFR από 690 δολ./τόνο στα τέλη του Σεπτεμβρίου 2022, κυρίως λόγω της αύξησης των αποθεμάτων στη χώρα από προηγούμενες μαζικές αγορές που είχαν ως αποτέλεσμα να είναι περιορισμένες οι νέες πράξεις. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η μείωση της επιδότησης στα φωσφορικά και καλιούχα λιπάσματα. Το κενό στη ζήτηση που προέκυψε δεν καλύφθηκε από το Πακιστάν, το οποίο, πέραν των γνωστών οικονομικών προβλημάτων, ταλανίστηκε το προηγούμενο διάστημα και από τις πλημμύρες. Όλα αυτά τη στιγμή που ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες διοχετεύονται στη διεθνή αγορά από την Κίνα, που η καλλιεργητική σεζόν φτάνει στο τέλος της.

Στη Βραζιλία, οι τιμές του MAP (φωσφορικό μονοαμμώνιο) υποχώρησαν από τα 659 δολ./τόνο στις αρχές Ιανουαρίου στα 490 δολ./τόνο CFR στο τέλος Μαΐου. Βασικό ρόλο σε αυτό, σύμφωνα με την Argus, έπαιξε η αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων που, υπό άλλες συνθήκες, θα κατευθύνονταν στην Τουρκία, ενώ και η ζήτηση από την τοπική αγορά δεν φαίνεται ιδιαίτερα ζωηρή.

Καλιούχα

Στα καλιούχα λιπάσματα, παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία είναι μειωμένες, οι τιμές παραμένουν σε καθοδική τροχιά. Στην Ταϊλάνδη και στο Βιετνάμ, η τιμή του ΜΟP (χλωριούχο κάλι) υποχώρησε στα τέλη Μαΐου στα 460 δολ./τόνο από 670 δολάρια τόνο CFR στις αρχές του έτους, ενώ στην Ινδία η τιμή του συμβολαίου τον Απρίλιο ήταν μειωμένη κατά 168 δολ./τόνο σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν και, επιπλέον, η διάρκειά του ήταν εξάμηνη αντί για ετήσια, γεγονός που προοιωνίζεται περαιτέρω μείωση νέων αγορών από τους εκεί αγοραστές. Ομοίως, στη Βραζιλία, τη τιμή του χλωριούχου καλίου από τα 530 δολ./τόνο CFR στο τέλος του Δεκεμβρίου 2022 είχε πέσει στα 380 δολ./τόνο στα τέλη Μαΐου.

ΕΥΡΩΠΗ
Οι καθυστερήσεις στις εαρινές σπορές πήγαν πίσω τις νέες παραγγελίες

Στην Ευρώπη, οι τιμές των αζωτούχων λιπασμάτων από τις αρχές του έτους έχουν ακολουθήσει την πτωτική πορεία της αμμωνίας και του φυσικού αερίου. Στο πρώτο τρίμηνο του έτους, υπήρχε σημαντική αύξηση της προσφοράς, καθώς αποκαταστάθηκε η παραγωγή στα περισσότερα από τα εργοστάσια που είχαν διακόψει τη λειτουργία τους το περασμένο καλοκαίρι, λόγω των πολύ υψηλών τιμών του φυσικού αερίου.

Την ίδια στιγμή και καθώς οι εαρινές σπορές σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή επικράτεια καθυστερούσαν λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών, οι αγρότες ανέβαλλαν διαρκώς τις αγορές τους. Ειδικότερα, στη Γερμανία, οι τιμές της ασβεστούχας νιτρικής αμμωνίας (CAN) 27 είχαν υποχωρήσει στα 270 ευρώ/τόνο στο τέλος Απριλίου από τα σχεδόν 600 ευρώ/τόνο του Σεπτεμβρίου 2022. Τον Μάιο, πάντως, καταγράφηκαν και κάποιες –οριακές– αυξήσεις, καθώς κάποιοι αγρότες άρχισαν να προμηθεύονται λίπασμα ενόψει της επόμενης καλλιεργητικής σεζόν.

Οι τιμές της ουρίας κινήθηκαν πτωτικά καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, με αποτέλεσμα στη Γαλλία, για παράδειγμα, να έχουν πέσει στα τέλη Απριλίου στα 360 ευρώ/τόνο FCA από 535 ευρώ/τόνο στις αρχές Ιανουαρίου.

Στα φωσφορικά και στα καλιούχα, όπως αναφέρει η Argus, οι ευρωπαϊκές τιμές διατήρησαν ένα σημαντικό premium έναντι των διεθνών, γεγονός που συνέβαλε στη μειωμένη κατανάλωση, δεδομένου ότι πολλοί αγρότες προτίμησαν να εστιάσουν στις εφαρμογές βασικών αζωτούχων λιπασμάτων και να μειώσουν τις αγορές άλλων προϊόντων θρέψης.

Στο Βέλγιο, οι τιμές του φωσφορικού διαμμωνίου (DAP) από τα 795 δολ./τόνο FCA τον Ιανουάριο είχαν υποχωρήσει σε 680 δολάρια στα τέλη Απριλίου, ενώ εκείνες του χλωριούχου καλίου (ΜOP) ακολούθησαν παρόμοια πορεία, πέφτοντας στα 600 ευρώ/τόνο από 800 ευρώ/τόνο.

Πηγή ypaithros
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο