Χριστιανοί και Εθνικοί στην Αθήνα: Aπό τον Απόστολο Παύλο ως τον Ιουστινιανό
Το κήρυγμα του Απόστολου Παύλου στην Αθήνα - Η στάση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ως τον Μέγα Κωνσταντίνο προς τους Χριστιανούς της Αθήνας - Οι αυτοκράτορες ως τον Μέγα Θεοδόσιο και τους διαδόχους του - Το τέλος των «Εθνικών» και των σχολών της Αθήνας από τον Ιουστινιανό (529). | Μιχάλης Στούκας
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο “Απόστολος των Εθνών” δεν αναφέρεται σε καμία Επιστολή του, στο πέρασμά του από την Αθήνα. Την εποχή εκείνη υπήρχαν στην πόλη εκτός από τους Εθνικούς και Ιουδαίοι που είχαν ιδρύσει και συναγωγή, όπως συμπεραίνεται από αναφορά στις «Πράξεις των Αποστόλων», οι οποίοι αντιμετώπισαν μάλλον απαξιωτικά τον Παύλο. Πάντως, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η Δάμαρις και μερικοί ακόμα Αθηναίοι ασπάστηκαν τότε τον Χριστιανισμό.
Όπως γράφει ο Φέρντιναντ Γκρεγκορόβιους: «Κανένας αρχαίος λαός δεν έμεινε πιο πεισματικά σταθερός στην υπηρεσία των Ολυμπίων (θεών) από τον αθηναϊκό… ακόμα και την εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η πόλη του Σωκράτη παρέμεινε το μεγάλο πανεπιστήμιο της ειδωλολατρίας. Οι επιστημονικές της σχολές άνθισαν ξανά μετά την πτώση του Νέρωνα…».
Παρά την πολιορκία του Σύλλα και τις καταστροφές που προκλήθηκαν στην πόλη (86 π.Χ.), νέα δημόσια κτίρια κατασκευάστηκαν στην Αθήνα τα επόμενα 300 περίπου χρόνια και έτσι δεν έχασε την αίγλη της. Ήδη, το 15 π.Χ. κατασκευάστηκε από τον Αγρίππα το ομώνυμο Ωδείο, που προοριζόταν για μουσικές εκδηλώσεις (καταστράφηκε από πυρκαγιά μετά την επιδρομή των Έρουλων το 267). Την ίδια εποχή περίπου μεταφέρονται από τις Αχαρνές ο ναός και ο βωμός του Άρη και τοποθετούνται κοντά στη ΒΔ άκρη της Αγοράς. Ανεγέρθηκε το Ωρολόγιο του Ανδρόνικου Κυρρήστου (Αέρηδες), ο αρχαιότερος μετεωρολογικός σταθμός του κόσμου. Στα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα κατασκευάστηκε από τους Ιούλιο Καίσαρα και Οκταβιανό Αύγουστο η Ρωμαϊκή Αγορά, αφιερωμένη στην Αθηνά Αρχηγέτιδα. Το Ωδείο του Περικλή, που είχε καταστραφεί από τον Σύλλα ξαναχτίστηκε με έξοδα του Αριοβαρζάνη Β’ ενώ ανατολικά του Ερέχθειου, πάνω στην Ακρόπολη ιδρύθηκε ο μονόπτερος ναός της Ρώμης και του Αυγούστου.
Ο βωμός στον Άγνωστο Θεό στον οποίο αναφερθήκαμε, ιδρύθηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Την ίδια εποχή κατασκευάστηκε μνημειακή μαρμάρινη κλίμακα που οδηγούσε στα Προπύλαια της Ακρόπολης και στην περιοχή του Ωρολογίου του Ανδρόνικου Κυρρήστου, τα πρώτα δημόσια αποχωρητήρια! Ονομάστηκαν Βεσπασιανές, από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Βεσπασιανό που κατασκεύασε δημόσιες τουαλέτες και σε άλλες περιοχές.
Όταν επισκέφθηκε την Αθήνα ο φιλέλληνας αυτοκράτορας Αδριανός (126 μ.Χ.) ξεκίνησε μια περίοδος αναγέννησης για την πόλη. Κατασκευάστηκαν τότε νέα κτίρια, το Αδριάνειο Υδραγωγείο, επισκευάστηκαν τα παλιά τείχη και επεκτάθηκε η πόλη προς τα ανατολικά, στην περιοχή του Ιλισού (Αδριανού πόλις), με ωραίες επαύλεις. Η Πύλη του Αδριανού χώριζε την παλιά πόλη από τη νέα. Ο Αδριανός ίδρυσε το Πάνθεον, την ομώνυμη βιβλιοθήκη και τη βασιλική του Αδριανού στα ανατολικά της Ρωμαϊκής Αγοράς. Ο Ηρώδης ο Αττικός στη μνήμη της γυναίκας του Ρηγίλλης ανέγειρε το Ωδείο στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης και ναό της Τύχης της πόλης με χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα (ΝΔ του Παναθηναϊκού Σταδίου). Κατασκευάστηκε επίσης η γέφυρα του Ιλισού, ενώ ιδρύθηκε ακόμα ναΐσκος της Ίσιδας (θεάς των αρχαίων Αιγυπτίων) στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης. Λίγο πριν τον Αδριανό, είχε χτιστεί η Βιβλιοθήκη του Πανταίνου που αφιερώθηκε στην Αθηνά Πολιάδα, στον Τραϊανό και στην πόλη της Αθήνας (99-102), ενώ το 114-116 ο Γάιος Ιούλιος Επιφανής Φιλόπαππος έστησε στην κορυφή του λόφου των Μουσών το περίφημο μνημείο του. Το 144 περίπου κατασκευάστηκε ξανά το Πομπείο στη θέση του παλαιότερου.
Έτσι είδε την πόλη και την περιέγραψε ο Παυσανίας, που γράφει ότι όλα τα περίφημα αρχαία οικοδομήματα της Αθήνας στο τέλος του 2ου αιώνα ήταν ανέπαφα, ενώ στην Ακρόπολη, την πόλη, τους δρόμους, τους ναούς και τις πλατείες υπήρχαν αμέτρητα εικαστικά έργα. Ο σοφιστής Αίλιος Αριστείδης, με μια δόση υπερβολής, έγραφε για τη μεγαλοπρέπεια της Αθήνας, που ξεπερνούσε ακόμα κι αυτή των κατοίκων της. Δυστυχώς για την Αθήνα, η χρυσή αυτή εποχή τελείωσε με τον Μάρκο Αυρήλιο (161-180). Βάρβαροι ηγεμόνες ή φιλόδοξοι στρατιώτες ανέβηκαν στον ρωμαϊκό θρόνο, εμφύλιοι πόλεμοι συντάραξαν την αυτοκρατορία, ενώ νομαδικοί λαοί οι οποίοι προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές άρχισαν τις επιδρομές τους στον ελλαδικό χώρο.
Η πορεία του Χριστιανισμού στην Αθήνα
Πρώτος επίσκοπος της Αθήνας ήταν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Στα χρόνια του Αδριανού (117-138) σκοτώθηκαν (μαρτύρησαν για την ακρίβεια) από τον εξαγριωμένο όχλο ο Νάρκισσος, διάδοχος του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και ένας από τους 70 Αποστόλους και ο Πόπλιος, που διαδέχθηκε τον Νάρκισσο. Μετά τον θάνατο του Πόπλιου η μικρή χριστιανική παροικία της Αθήνας λίγο έλειψε να διαλυθεί. Αυτό δεν έγινε, λόγω ενθαρρυντικής επιστολής του επισκόπου Κορίνθου Διονύσιου και του ζήλου του διαδόχου του Πόπλιου Κοδράτου. Οι, σταθερά πιστοί στους Ολύμπιους Θεούς Αθηναίοι, λιθοβόλησαν τον Κοδράτο και τον έδιωξαν από την πόλη. Ο αρχικά πλατωνικός φιλόσοφος και μετέπειτα Χριστιανός απολογητής Αθηναγόρας, αντιλήφθηκε το ασυμβίβαστο της χριστιανικής θρησκείας με τις διδασκαλίες των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας και εγκατέλειψε την πόλη για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Κατά τους διωγμούς του Σεπτίμιου Σεβήρου και του Μαξιμίνου, οι Χριστιανοί της Αθήνας δεν υπέφεραν. Ακόμα και κατά τους σκληρούς διωγμούς του Δέκιου (250) και του Διοκλητιανού (293-305) τα θύματα στην Αθήνα ήταν λίγοι Χριστιανοί. Αναφέρονται οι Ηράκλειος, Βένδιμος και Παυλίνος, καθώς και ο επίσκοπος της πόλης Λεωνίδης, ο οποίος σταυρώθηκε στην Κόρινθο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι διάδοχοί του
Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνου, 313), ο Μέγας Κωνσταντίνος καθιέρωσε την ανεξιθρησκεία εντός των ορίων της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα η ρήση του «έκαστος ο περ η ψυχή βούλεται τούτο και πραττέτω», τόνιζε την απόφασή του να μην ενοχλεί κανένας τους άλλους για τα θρησκευτικά του πιστεύω.
Όμως, στην Κωνσταντινούπολη μετέτρεψε σε χριστιανικούς ναούς τα ιερά της Αθηνάς Εκβασίας, του Ποσειδώνα, της Εκάτης, του Δία και του Απόλλωνα Ζευξίππου. Αργότερα, υποκινούμενος από φανατικούς Χριστιανούς επισκόπους, κατά τον μεν Θεοδώρητο απαγόρευσε τις θυσίες στους θεούς, χωρίς να πειράξει τους ναούς των Εθνικών, κατά δε τον σοφιστή Λιβάνιο πήρε τα χρήματα των ναών των Εθνικών, οι οποίοι σταδιακά εγκαταλείφθηκαν.
Ανάμεσά τους, το Μαντείο των Δελφών και ο ναός των Μουσών του Ελικώνα. Έτσι, για να γλιτώσει τον Πύθιο Απόλλωνα και τον τρίποδα των Δελφών από τη φθορά, τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη και τα έστησε στον Ιππόδρομο. Το ίδιο έκανε και με τις Ελικωνιάδες Μούσες τις οποίες τοποθέτησε σε νεόδμητο παλάτι.
Οι διάδοχοι του Μέγα Κωνσταντίνου Κώνστας και Κωνστάντιος (337-361), τιμούσαν την Αθήνα ως γενέτειρα των γραμμάτων και των επιστημών. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, ότι στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, σπούδαζαν μαζί Χριστιανοί και Εθνικοί. Μαθητές των σοφιστών Ιμέριου και Προαιρέσιος, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, αλλά και ο μετέπειτα αυτοκράτορας, φανατικός ειδωλολάτρης, Ιουλιανός ο Παραβάτης.
Όταν μάλιστα ο Ιουλιανός ανέβηκε στον θρόνο (361-363), ανορθώθηκαν βωμοί και θυσίαζαν οι κάτοικοι της Αθήνας, στην πολιούχο θεά Αθηνά, ενώ στάλθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα οι πρώην δάσκαλοι του Ιουλιανού Χρυσάνθιος και Μάξιμος και ο ιεροφάντης των Ελευσίνιων Μυστηρίων, για επανόρθωση του αρχαίου θρησκεύματος και τη φροντίδα των ιερών των Εθνικών. Οι διάδοχοι του Ιουλιανού Ιοβιανός, Ουαλεντινιανός και Ουάλης, αν και Χριστιανοί δεν δημιούργησαν προβλήματα στη λατρεία των Εθνικών. Ο Ιοβιανός μάλιστα άνοιξε και τα ως τότε κλειστά ιερά των Εθνικών και άφησε να τελούνται από αυτούς οι νόμιμες θυσίες.
Απαγόρευσε μόνο τη σπλαγχνοσκοπία και άλλες τελετές που άγγιζαν τα όρια της δεισιδαιμονίας. Ακόμα και ο οπαδός του αρειανισμού Ουάλης που δίωκε τους Ορθόδοξους Χριστιανισμούς, προκαλώντας τους πολλά δεινά, έδινε άδεια στους Εθνικούς για να κάνουν τις καθιερωμένες θυσίες τους. Μάλιστα το 375 τελέστηκαν στην Ακρόπολη τα Παναθήναια.
Ο Μέγας Θεοδόσιος και οι διάδοχοί του
Ο Μέγας Θεοδόσιος (378-395) εξέδωσε διατάγματα κατά της λατρείας των αρχαίων Θεών. Απαγορεύτηκαν οι ημερήσιες και οι νυχτερινές θυσίες, η σπλαγχνοσκοπία και κάθε τελούμενη λατρεία των Εθνικών, μυστική ή φανερή. Οι ποινές ήταν βαριές για τους παραβάτες: από εξοντωτικά πρόστιμα ως και αποκεφαλισμός. Από την απαγόρευση αυτή όμως εξαιρέθηκαν κάποιες ελληνικές πόλεις, ανάμεσά τους και η Αθήνα. Στην Κηφισιά βρέθηκε επιγραφή για «ταυροβόλο τελετή»(θυσία ταύρου) το 387.
Καίριο πλήγμα για την Αθήνα, ήταν η επιδρομή των Γότθων του Αλάριχου το 395. Από τότε άρχισε η βαθμιαία κατάπτωση της πόλης. Συνέχισαν μεν να λειτουργούν οι σχολές και να διδάσκονται τα ελληνικά γράμματα, όμως η επιδρομή και ο θάνατος του τελευταίου ιεροφάντη των Ελευσινίων Μυστηρίων και του σπουδαίου, γηραιού φιλόσοφου Πρίσκου, επηρέασαν αρνητικά τους Εθνικούς της Αθήνας. Ο γιος του Θεοδόσιου Α’ Αρκάδιος, αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους (395-408), το 396 επέφερε καίριο πλήγμα στην αρχαία ελληνική θρησκεία, καθώς αφαίρεσε τα προνόμια από τους ιερείς, τους θυηπόλους (αυτούς που τελούσαν τις θυσίες), και τους ιεροφάντες. Μάλιστα, στις 9 Ιουνίου του 408 εξέδωσε μαζί με τον Ονώριο, αυτοκράτορα του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους Διάταγμα, με το οποίο αφαιρέθηκαν τα είδωλα και τα αγάλματα από τους ναούς, καταργούνταν οι βωμοί, ενώ τα ιερά των Εθνικών γίνονταν χριστιανικοί ναοί ή καταστρέφονταν.
Τα υλικά από την κατεδάφισή τους χρησιμοποιούνταν για το στρώσιμο οδών, κατασκευή γεφυρών, ανέγερση τειχών και επιδιόρθωση υδραγωγείων. Πάντως στην Αθήνα δεν έγιναν δραματικές αλλαγές, λόγω της ύπαρξης λίγων Χριστιανών στην πόλη, αλλά και του κύρους που εξακολουθούσαν να έχουν οι αρχαίες σχολές της. Νέο πλήγμα για τους Εθνικούς ήταν το διάταγμα του Θεοδόσιου Β’ το 426, με το οποίο καταστρέφονταν όλοι οι βωμοί και τα ιερά των Εθνικών. Η σύζυγος του Θεοδόσιου Β’ Αθηναΐδα, γεννημένη στην Αθήνα, αν και πατέρας της ήταν ο φιλόσοφος Λεόντιος, έγινε Χριστιανή με το όνομα Αιλία Λικινία Ευδοκία όταν παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα. Θέλοντας να προστατεύσει τη γενέτειρά της, κατάφερε να μην καταστραφούν τα ιερά της Ακρόπολης, το Θησείο, το Ασκληπιείο και διάφοροι ναοί γύρω από τον Ιλισό, να παραμείνουν όμως κλειστά. Όταν ο φιλόσοφος Πρόκλος επισκέφθηκε την Ακρόπολη το 429, βρήκε όλους τους ναούς της κλειστούς.
Το τέλος των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας επί Ιουστινιανού
Έτσι τον 5ο αιώνα η Αθήνα βρισκόταν σε πνευματική παρακμή. Πολλά από τα αριστουργήματα που κοσμούσαν την πόλη, μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Δύο από τους τελευταίους επώνυμους άρχοντες της πόλης ήταν ο Νικαγόρας (485) και ο Θεαγένης. Τον 4ο και τον 5ο αιώνα επιφανείς φιλόσοφοι και σοφιστές που δίδαξαν στην πόλη ήταν οι: Ιουλιανός ο Καισαρεύς, Προαιρέσιος, Λιβάνιος, Μουσώνιος, Αιδέσιος, Ιμέριος, Πρίσκος, Λεόντιος, Αρχιάδας, Πλούταρχος, Συριανός, Πρόκλος και Μαρίνος.
Οι σοφιστές Πρόκλος και Μαρίνος και οι διάδοχοί τους Ισίδωρος ο Γαζαίος, Ζηνόδοτος, Σιμπλίκιος, Δαμάσκιος και Ολυμπιόδωρος, που δίδασκαν στις σχολές στις Αθήνας, είχαν σταματήσει την επιθετική ρητορική κατά του Χριστιανισμού. Παράλληλα κατά καιρούς γίνεται αναφορά σε επισκόπους της χριστιανικής Εκκλησίας της Αθήνας. Ο επίσκοπος Πιστός πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, της Νίκαιας (325), ο Κλημάτιος, ο Μόδεστος που πήρε μέρος στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο (431), ο Αθανάσιος που μετείχε σε τοπική Σύνοδο (458) και ο Ανατόλιος που μετείχε σε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 468, είναι μερικοί από αυτούς.
Η οριστική ανατροπή του εθνικού θρησκεύματος στην Αθήνα έγινε από τον Ιουστινιανό (527-565). Το 529, σύμφωνα με τον χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα και άλλους, έστειλε εντολή να μην διδάσκονται στην πόλη φιλοσοφία, αστρονομία και νομικά. Κατά τον Προκόπιο αφαίρεσε τους μισθούς των διδασκάλων των «ελευθερίων γραμμάτων». Με τον “Πανδέκτη”, συλλογή νόμων του Ιουστινιανού, έκλειναν όλες οι σχολές εκτός από εκείνες που βρίσκονταν στη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και απαγορευόταν οποιαδήποτε μάθημα διδασκόταν από Εθνικούς.
Σύμφωνα με την Αγαθία, τότε έφυγαν από την Αθήνα και πήγαν στην Περσία, στην αυλή του Χοσρόη Β΄, ο Ισίδωρος, ο Δαμάσκιος, ο Σιμπλίκιος, ο Ευλάλιος, ο Ερμείας, ο Σύρος και άλλοι φιλόσοφοι,αφού προηγουμένως εξασφάλισαν με παρέμβαση του Ιουστινιανού την απρόσκοπτη επιστροφή τους και ότι δεν θα υποχρεωθούν να γίνουν Χριστιανοί.Τελικά οι σχολές της Αθήνας δεν έκλεισαν οριστικά, αλλά από εθνικές έγιναν χριστιανικές, από δημόσιες ιδιωτικές και χωρίς επιχορήγηση για τις αμοιβές των διδασκόντων σε αυτές. Έτσι οι σχολές έχασαν την αξία και τη λαμπρότητά τους και έγιναν χριστιανικά διδασκαλεία και ιερατικά σχολεία εκκλησιαστικής ρητορικής και φιλοσοφίας.
Πηγές: Τάσος Νερούτσος ,«Χριστιανικαί Αθήναι», Α’ Έκδοση 1889
ΦΕΡΝΤΙΝΑΝΤ ΓΚΕΓΚΟΡΟΒΙΟΥΣ «ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ», Πρώτος Τόμος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ