Χρήστος Γιανναράς: Θεολογία που ανησυχεί, φιλοσοφία που ερεθίζει, αρθρογραφία που προκαλεί
Ερευνητικός σκοπός του Χρήστου Γιανναρά κατέστη η στιβαρή κριτική της ατομοκεντρικής πρόσβασης στη γνώση. Κύριο στοιχείο του προβληματισμού του η ύπαρξη – η ύπαρξη που ερωτεύεται, κοινωνεί, και αναμετριέται με τον θάνατο | Χαρίδημος Τσούκας
Στη μνήμη του γνωστού διανοητή και εκλεκτού φίλου Χρ. Γιανναρά αναδημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο του κ. Χαρίδημου Τσούκα κι ένα σημαντικό άρθρο του αείμνηστου καθηγητή της Φιλοσοφίας, που έφυγε από τη ζωή στο αγαπημένο του νησί.
Δεν είμαι θρησκευόμενος, αλλά δεν μπορώ παρά να βλέπω κάθε πρόβλημα από θρησκευτική σκοπιά».
Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν
Ασπαζόμενος τη σορό του Χρήστου Γιανναρά στην εξόδιο ακολουθία, η σκέψη μου αυθόρμητα πέταξε στη γραφή του για τον θάνατο. Ο θάνατος είναι σταθερό μοτίβο στο θεολογικό-φιλοσοφικό έργο του. Ισως αυτό να μην είναι άσχετο και με την απώλεια του πατέρα του όταν ο ίδιος ήταν μόλις τεσσάρων ετών. «Κατανοούμε τον θάνατο, δεν τον γνωρίζουμε» γράφει.
Ο άνθρωπος είναι «διφυές υπαρκτό», επισημαίνει ο Γιανναράς: υπάρχει αφενός ως θνητό ον, αφετέρου «με τον τρόπο της αχρονίας των σχέσεων». Ακούγοντας τον Μότσαρτ αναγνωρίζουμε τη μουσική του ιδιομορφία, διαβάζοντας τον Καβάφη αντιλαμβανόμαστε την ποιητική του ιδιοπροσωπία. Η σχέση μας με τα ενεργήματά τους κομίζει γνώση της ετερότητας των δημιουργών. Η σχέση αυτή είναι «δυναμικά ενεργούμενη μετοχή» – ρηχή ή βαθιά, πρόσκαιρη ή διαρκής, απλή πληροφορία ή ενορατική κατανόηση.
Αν και η ψυχοσωματική μοναδικότητα του κορυφαίου Ελληνα θεολόγου-φιλοσόφου περατώθηκε, η σχέση μας μαζί του όχι. Αντιθέτως, με το έργο του, ο Γιανναράς έλκει και ερεθίζει, γονιμοποιεί και προβληματίζει, ενίοτε, δε, όταν επικαιρικά σχολιάζει, προκαλεί.
Το έργο του θα εκτιμηθεί πληρέστερα μετά την εκδημία του. Η θρηνητικά μαχητική επιφυλλιδογραφία του, αν και υπέροχη εκφραστικά, προκαλούσε αντιδράσεις που απομείωναν τη δυνητική απήχηση του θεολογικού-φιλοσοφικού έργου του. Η απουσία του επικαιρικού λόγου του θα δημιουργήσει χώρο να αναδειχθεί η βαρύτητα του μακρόπνοου στοχασμού του.
Ιδιαίτερα κρίσιμο επεισόδιο στη ζωή του ήταν η ένταξή του στη θρησκευτική οργάνωση «Ζωή», ένα «ιδεολογικό και ψυχολογικό καταφύγιο», το οποίο, εν μέρει ίσως, αναπλήρωνε την πατρική απουσία στα παιδικά χρόνια. Εργάστηκε στη «Ζωή», από τα 19 μέχρι τα 29 του, «συνεπέστατα στρατωνισμένος στην ιδεολογική μου αφιέρωση», όπως γράφει.
Στο «Καταφύγιο Ιδεών» ο Γιανναράς περιγράφει εκτενώς, με εκφραστικότητα και απογυμνωτική ειλικρίνεια, τις εμπειρίες του από τη «Ζωή». Είναι μια συγκλονιστικά απο-καλυπτική μαρτυρία για τη λειτουργία ενός ολοκληρωτικού μηχανισμού ελέγχου του σώματος και του νου, στην υπηρεσία του ιδεολογικοποιημένου χριστιανισμού. Ιδεολογικός στρατωνισμός, αστυνομευμένη πειθάρχηση, υποκριτικός ευσεβισμός, κούφιος ηθικισμός, απέχθεια για το σώμα, και ανέραστη ιδεοληψία χαρακτήριζαν την εν «Ζωή» ζωή. Ενας ανοιχτόμυαλος νέος, με υπαρξιακή «πείνα και δίψα», δεν θα άντεχε για πολύ. Βρήκε το κουράγιο να αποχωρήσει.
Το έργο του Γιανναρά μπορεί να ιδωθεί ως αντίδραση στη «διάστροφη θρησκευτικότητα των εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων». Αργότερα, στη Γερμανία, ζώντας ως μεταπτυχιακός φοιτητής σε ρωμαιοκαθολικό οικοτροφείο, κατάλαβε «ποιος ήταν ο πρώτος διδάξας τη διαστροφή» – η Δυτική θρησκειοποίηση του χριστιανισμού και το γνωσιακό της υπόβαθρο.
Ερευνητικός σκοπός του κατέστη η στιβαρή κριτική της ατομοκεντρικής πρόσβασης στη γνώση. Κύριο στοιχείο του προβληματισμού του η ύπαρξη – η ύπαρξη που ερωτεύεται, κοινωνεί, και αναμετριέται με τον θάνατο. Αναζήτησε απαντήσεις στους Πατέρες της Εκκλησίας – κυρίως, στους Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Μάξιμο Ομολογητή και Γρηγόριο Παλαμά. Γονιμοποίησε το έργο τους με τη σκέψη αρχαίων και σύγχρονων φιλοσόφων.
Καθοριστική επίδραση πάνω του άσκησε ο Χάιντεγκερ. Ο Γιανναράς τού αναγνωρίζει την τόλμη να θέσει την οντολογία στο κέντρο του φιλοσοφικού προβληματισμού. Η οντολογία κατέστη το μείζον θέμα έρευνας και στο δικό του έργο. Το ύφος του Γιανναρά οφείλει πολλά στον ύστερο Χάιντεγκερ – ποιητική γραφή, ετυμολογική ανασκαφή των εννοιών, πυκνές διατυπώσεις, μελαγχολική κριτική της νεωτερικότητας.
Στη φιλοσοφική παράδοση της αρχαιοελληνικής και εκχριστιανισμένης ελληνικής σκέψης, ο Γιανναράς διαβλέπει συνέχεια: την προτεραιότητα της σχέσης έναντι της ατομοκεντρικής γνωσιοθεωρίας, την ταύτιση του «ορθώς διανοείσθαι» με το «ορθώς κοινωνείν», και την άρνηση να εξαντληθεί η γνώση στη διατύπωσή της (αποφατισμός). Η διερεύνηση αυτών των επισημάνσεων, σε αντιπαραβολή με την κυρίαρχη ρασιοναλιστική νοοτροπία του καρτεσιανού cogito, ήταν το κύριο θεολογικό-φιλοσοφικό εγχείρημα του Γιανναρά.
Το ακαδημαϊκό έργο του αναγνωρίστηκε στο εξωτερικό. Μεταφράστηκε, σχολιάστηκε, και συζητήθηκε σε διεθνή συνέδρια. Στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν, ως συνήθως, διαφορετικά. Κυριάρχησε η μικρόνοια. Η Θεολογική Σχολή Αθηνών δεν ενέκρινε τη διδακτορική του διατριβή: είχε «ακρότητες», είπαν, ενώ ο «δοκησίσοφος» υποψήφιος «προσβάλλει την αυθεντία της Σχολής». Οι μαρξιστές πολέμησαν με πάθος και στενομυαλιά την εκλογή του σε θέση καθηγητή Φιλοσοφίας στην τότε Πάντειο Σχολή. Είναι θεολόγος, όχι φιλόσοφος, έλεγαν. Ο Γιανναράς υπέμεινε με καρτερία τον διανοητικό διασυρμό. Δεν αναρωτήθηκαν οι επικριτές: πού κατατάσσεται γνωστικά ο Νίτσε, ο Κίρκεγκορ, ο Λεβινάς ή ο Ντεριντά; Αν διαλέγεται ένας στοχαστής με τον Ακινάτη, γιατί όχι με τον Μάξιμο Ομολογητή; Πώς μπορεί να ξεπεραστεί η καρτεσιανή εκδοχή του ορθού λόγου και τι κομίζει συναφώς η αποφατική θεολογία;
Αν και πολέμιος των φενακιστικών ιδεοληψιών, ο Γιανναράς δεν απέφυγε τα ιδεολογήματα. Το διχοτομικό σχήμα «ατομοκεντρική Δύση» έναντι «κοινωνιοκεντρικού Ελληνισμού» παραβλέπει την πληθυντικότητα των δύο πόλων. Πολιτισμικές κατηγορίες («Δύση», «Ελληνισμός») συσκοτίζουν το κυρίαρχο στη νεωτερικότητα φαινόμενο της εκλογίκευσης-εκκοσμίκευσης της κοινωνίας. Ο ευσεβισμός –η εμμονή σε εξωτερικά πιστοποιούμενες συμπεριφορές– είναι εγγενής τάση σε κάθε ρητώς οριο-θετημένο σύστημα αξιών που μεριμνά για την αναπαραγωγή του. Η Εκκλησία στη νεωτερικότητα δεν είναι μόνο Σώμα πιστών αλλά και γραφειοκρατικός οργανισμός.
Δεν θεωρούσε την πολιτική σχολιογραφία «περίσπαση» αλλά ζωτική ανάγκη – η «θεωρία» να φωτίσει το «συγκεκριμένο παρόν». Εδειχνε, όμως, να τον ενδιαφέρει λιγότερο η ρεαλιστική ανάλυση της ελλαδικής πραγματικότητας και περισσότερο η επιβεβαίωση του κεντρικού ερμηνευτικού του σχήματος. Εκανε άλματα από τη μεταφυσική στο βιωμένο παρόν, παρακάμπτοντας επίπεδα ανάλυσης και αποφεύγοντας την ιστοριογραφική τεκμηρίωση και την κοινωνικοεπιστημονική σκέψη. Η έκδηλη αγωνία του για την Ελλάδα κατέστησε τον δημόσιο λόγο του θρηνητικά μοιρολατρικό και, ενίοτε, υπερβολικά σκληρό.
Ακάματος διανοούμενος, ο Χρήστος Γιανναράς μετάγγιζε στον αναγνώστη την αγάπη του για τη γλώσσα. Η εκφραστική του ικανότητα, προφορική και γραπτή, ήταν δεινή. Η διανοητική ευτολμία του τον έφερνε συχνά σε αντιπαλότητα με εμπεδωμένες αντιλήψεις. Συνέβαλε σημαντικά στη διαρκή συζήτηση για την εθνική ιδιοπροσωπία, υπενθυμίζοντας την οικουμενικότητα του ελληνισμού.
Χάσαμε έναν από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους των τελευταίων πενήντα ετών αλλά δεν θα πάψουμε να σχετιζόμαστε μαζί του – να συνομιλούμε με το έργο του.
* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
«Βδέλυγμα σε τόπο άγιο»
Η επιφυλλίδα επιτρέπεται να αιθεροβατεί – είναι φιλολογικό είδος, δεν πειθαρχεί στις απαιτήσεις επικαιρότητας της ειδησεογραφίας.
Στην οργάνωση και στη λειτουργία του ελλαδικού κράτους, ποια δεδομένα δεν είναι ελληνικά, δεν τα γέννησε η σοφία της ανάγκης, η εμπειρική παράδοση του Ελληνισμού; Είναι πολλά, ας ξεχωρίσουμε τρία: Ο διακοσμητικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή το συγκεντρωτικό κράτος. Επίσης, η προτεραιότητα δάνειων ιδεολογημάτων (όχι της επιχώριας ανάγκης) στην άσκηση της πολιτικής. Και η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού κοινωνικού θησαυρίσματος σε «επικρατούσα θρησκεία».
Η θρησκεία συνήθως είναι θεσμοποιημένη αγοραπωλησία: κάποιοι πουλάνε, κάποιοι αγοράζουν. Πωλούνται χρηστικά ωφελιμοθηρικά προτάγματα, αγοράζονται παρηγορητικές ψευδαισθήσεις. Το κράτος κατοχυρώνει τη συναλλαγή, διότι του εξασφαλίζει λιγότερο φόρτο δουλειάς για την αστυνομία και τα δικαστήρια. Αλλοτριώνει θεσμικά σε θρησκεία (σε ατομοκεντρικό νομικισμό και ηθικοπλαστική προπαγάνδα, δηλαδή σε «κήρυγμα») την ανατροπή της θρησκείας, που είναι ο εκκλησιαστικός γιορτασμός της ζωής. Παραβλέπει το κράτος ότι μπροστάρηδες στη Γιορτή της Εκκλησίας είναι ο ληστής, η πόρνη, ο άσωτος. Στη θέση της τολμηρής απελευθερωτικής ανατροπής, το κράτος αντιτάσσει ένστολους υπαλλήλους της δημόσιας τάξης και του καθωσπρεπισμού.
Οι θρησκευτικοί υπάλληλοι του κράτους διαβαθμίζονται – οι υψηλόβαθμοι είναι ογδόντα δύο (82) «μητροπολίτες». Πώς επιλέγονται; Πρέπει να είναι άγαμοι (όχι έμπειροι μοναστικής άσκησης, απλώς απάντρευτοι). Να έχουν και πτυχίο «πανεπιστημιακής» Θεολογικής Σχολής. Με ποια διαδικασία εκλέγονται; Μόνο με παρασκήνιο – η ψηφοφορία είναι μυστική, οι εκλέκτορες δεν αιτιολογούν την ψήφο τους. Πρόκειται για το απόλυτο της αυθαιρεσίας.
Η μετάβαση από τη βαθμίδα του «πρεσβυτέρου» (ιερέα) στη βαθμίδα του μητροπολίτη επισκόπου συνιστά υπαρκτική μετάλλαξη, κυριολεκτική – από σερνάμενη κάμπια σε χρυσοστολισμένη πεταλούδα. Το ασήμαντο, καλογεροφορεμένο «παπαδάκι» μεταμορφώνεται ακαριαία σε πρίγκηπα, γίνεται αφέντης, δεσπότης, μπορεί και τριανταπεντάρης αλλά σεβασμιότατος, όλοι γονατίζουν μπροστά του και τον προσκυνούν.
Συχνά διαχειρίζεται χρήματα πολλά, αλλά τον άνθρωπο τον αλλάζει κυρίως η δύναμη, η εξουσιαστική ισχύς, το ακαταμάχητο κύρος του αξιώματος. Και μαζί, το αιφνίδιο της ριζικής μεταβολής. Ο φτωχός, χιλιοταπεινωμένος στις σημερινές συνθήκες «παπάς», που τον έχει λιώσει η μοναξιά και η περιθωριοποίηση, «εξαίφνης» γίνεται οικοδεσπότης επισκοπικής έπαυλης, συχνά διώροφης ή τριώροφης, με κήπο, ανθοκομική ποικιλία, υπηρετικό προσωπικό, ένα ή και «στόλο» αυτοκινήτων, με οδηγό ή οδηγούς, μάγειρα, οικονόμο.
Αυτή η ονειρώδης «μεταστοιχείωση» κερδίζεται με ένα πτυχίο Θεολογικής, που το παίρνει πια σήμερα ο πάσα ένας. Το μεγαλωμένο συνήθως στην ένδεια, συμπλεγματικό χωριατόπουλο, χωρίς εμπειρία και εθισμούς στην αστική συμπεριφορά, μεταφυτεύεται σε συνθήκες και όρους άρχοντα. Επίσημα δείπνα, συνεχής συγχρωτισμός με τους σκληροπετσωμένους της εξουσίας, αλισβερίσια μυθικών κονδυλίων, περίγυρος αδίστακτων κερδομανών.
Και όταν «λειτουργεί», τα παραισθησιογόνα κορυφώνονται: Ο χθεσινός «Μήτσος», «Κώτσος» ή «Παναγής» ντύνεται ακέραιη τη στολή τού άλλοτε απόλυτου μονάρχη της «οικουμένης»: Σάκο αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να του κρατάει την «ουρά». Αυτά όλα, με καταιγιστικούς τους πολυχρονισμούς και άφθονο το θυμίαμα, όχι στον καθεδρικό, της πρωτεύουσας του κράτους ναό, αλλά και στο τελευταίο κουτσοχώρι όπου ιερουργεί «δεσπότης».
Από όλα αυτά τίποτε δεν είναι ανάγκη να αλλάξει στην ιεροτελεστία, αρκεί να λείψει το ψέμα και η αφόρητη αδικία. Είναι πρόκληση και μάλιστα βάναυση, άνθρωποι τόσο ελάχιστων προσόντων ή και κραυγαλέα ανύπαρκτης σοβαρότητας να έχουν μεταβάλει ένα τεράστιας δυναμικής λειτούργημα σε λαχείο, που μεταμορφώνει θλιβερούς σπιθαμιαίους σε υπερευνοημένους μεγιστάνες. Το μυστικό για να μην χαθεί τίποτα και όλα να μεταμορφωθούν, είναι να προταχθεί η δίψα και ανάγκη για ανθρώπινη ποιότητα.
Ανοίξτε την ετήσια έκδοση «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου απογράφονται τα βιογραφικά σημειώματα όλων των μητροπολιτών. Είναι ίλιγγος: για τη συντριπτική πλειονότητα, τα προσόντα εξαντλούνται στο πτυχίο της Θεολογικής και σε θητεία ιεροκήρυκα, δηλαδή αμειβόμενου προπαγανδιστή. Με αυτά τα δύο «εφόδια» γίνεσαι από πληβείος άρχοντας πολυζήλευτος. Ακόμα και υπουργό σήμερα δεν σε κάνουν με ένα πτυχίο και κάποια θητεία προπαγανδιστή. Δεσπότη, αν έχεις αποδείξει ότι είσαι (και θα παραμείνεις) πειθήνιος, σε χειροτονούν.
Μέσα από διαβλητές και εξοργιστικά άδικες διαδικασίες εκλογής, το «σώμα» των επισκόπων-μητροπολιτών στο ελλαδικό κρατίδιο έχει να επιδείξει (αλλά δεν το κάνει) και κάποια δείγματα εξαιρετικής ανθρώπινης ποιότητας. Είναι μια μειονότητα πολύτιμη, αλλά μάλλον ανενεργός συνοδικά. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς ποιοι παράγοντες ή ποιοι συντελεστές παγιδεύουν αυτή την ποιότητα στην ατολμία. Είναι πρόβλημα που πιστοποιείται σε πολλούς κομβικής λειτουργίας θεσμούς στο παρακμιακό μας Ελλαδέξ.
Ασυγκρίτως οδυνηρότερη από την πλημμυρίδα της ανικανότητας και φαυλότητας, είναι η παραλυτική ατολμία της ποιότητας.