Click Away ή Ψούνια από αλλάργου (στα Τσιριγώτικα)

Γράφει ο Γ. Δρυμωνιάτης

1.220

Δόξα την Παναγία μας και όλους τσοι Αγίους μας, μάς εφυλάξανε, για την ώρα, από τον κακό διάολο του κορωνοϊού. Και μπορεί, Θεός σχωρέστους, να χάσαμε πρόσφατα φίλους καλούς και αγαπητούς, όπως τον Κορώνη, τον Κορωναίο και τον Κορωνίτη, αιωνία να είναι η μνήμη τους, αλλά ευτυχώς κανένας δεν ήταν από κορωνοϊό. (Το ευτυχώς πάει σε μας που ζούμε ακόμα). Τώρα οι παρενέργειες από τις πολιτικές πολιτικής προστασίας, που κι αυτές μας φυλλάουνε, σαν την Παναγίτσα μας, από κάθε κακό, υπήρξαν μπόλικες και ευτράπελες μερικές. Σαν αυτήνε με έναν παππού (όνομα και μη χωριό), που είχε στο μπαούλο κάτι μύγιαστρα, ως ενθύμιο, από την εποχή που αλώνευε με τσοι γαιδάρους και, επειδή η τσέπη του έχει καβούρους, ούτε ένα ευρώ δεν έδωσε για μάσκες σύγχρονες, παρά κυκλοφορούσε παντού με το μύγιαστρο στη μύτη. Κι όταν του λέγανε, «μωρέ Γιάννη, αυτό δεν κάνει τίοτα, δεν τον εμποδίζει τον κορο να μπει στη μύτη σου», αυτός εγέλα και τουνε έλεγε…. «δα το σώβρακο εμποδίζει την πορδή να μπει στη μύτη μου;» Τέτοιες χαζομάρες… Καλά που δεν ήρθε κατά δω ο κορο κι απέ θα σου έλεγα Γιάννη, με τις παρομοιώσεις σου , τις άστοχες!!

Το άλλο πάλι, τώρα τελευταία είχε πολύ γούστο. Μία θεία 90 και, χρονώ, όνομα και μη χωριό κι αυτή, άκουσε πως επιτέλους μπορεί να ψουνίσει κανείς με το σύστημα Click Away κι έκανε μεγάλες χαρές, διότι τις είχανε λερωθεί όλες οι κυλόττες και της είχε χαλάσει και το πλυντήριο. Δεν ήξερε όμως πώς λειτουργεί το σύστημα κι ερώτησε τον ανιψίο της, ο οποίος της εξήγησε ότι σημαίνει ψούνια από αλλάργου και να πάρει τηλέφωνο στο μαγαζί κι απέ να πάει με την κάρτα της, να παραλάβει το πράμα όξω από το μαγαζί. Έχε το νου σου της είπε, μην μπεις μέσα, γιατί ανέ σε δει η αστυνομία, θα σου ρίξει 300 ευρώπουλα στην κεφάλα. Πράγματι η θείτσα παράγγειλε τα βρακάκια της έτσι. Βέβαια την ρωτούσαν από το μαγαζί τι νούμερο φορεί και που να καταλάβει τα σμολ και λαρτζ και εξτρα λαρτζ η κακομοίρα. «Να χωρεί ένα μουζούρι καρπό μέσα», τους είπε, αλλά όταν πήγε εκεί να τα παραλάβει, τα κοιτάει και τις φανήκανε μικρά. Δεν χάνει καιρό και στη μέση του δρόμου, τα κατεβάζει και άρχισε να τα δοκιμάζει. Αλλά πάνω στην ώρα νασου το περιπολικό. Βλέπουν οι άνδρες τη γιαγιά ξεβράκωτη στη μέση του δρόμου, στραβωθήκανε από τη λάμψη, αλλά γιαγιά είναι, σου λέει, άστηνε να τα πάρει και θα φύγει. Εγυρίσανε τη μούρη τους αλλού. Μόνο τη σειρήνα πατήσανε μία. Η θείτσα , ψυχραιμότατη, συνέχισε τις δοκιμές της. Γύρισε μόνο και τους είδε και νόμισε ότι την κοιτάζανε. «Πααίνετε από του μωρέ κακόμοιρα, που ξανοίγετε και δεν ντρεπόστε! Εγώ φταίω; Κλικ απ’ αλλάργου ξεβρακώθηκα, με τον Νόμο…Αααα έχει γούστο να με πάτε μέσα για προσβολή δημοσίας οδού».
Τα πήρε κι έφυγε πολύ χαρούμενη. Και το απόγευμα που κάλεσε στο τηλέφωνο τη συνομήλική της, την κυρά Μαρίτσα, «Μαρίτσα μου, της λέει, με τα καινούργια μου βρακιά είμαι πολύ σέξυ κι όποιος αντέξει!».

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 20121 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ»

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο