Δ. Καρούσης: Το Ισραήλ, η Ελλάδα και οι κίνδυνοι του συχνού εμβολιασμού
Ο καθηγητής νευροανοσολογίας στο Ισραήλ κάνει μια συγκριτική αποτίμηση του 4ου κύματος στις δύο χώρες και εξηγεί γιατί πρέπει να αποφύγουμε την υπερβολή στα χρονικά περιθώρια μεταξύ των δόσεων του εμβολίου. | Βασίλης Ιγνατιάδης
Το Ισραήλ είναι η χώρα που προηγείται χρονικά στον εμβολιασμό του πληθυσμού κατά της COVID-19 και τα επιδημιολογικά της δεδομένα καθορίζουν πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε άλλες χώρες του κόσμου.
Ο Έλληνας καθηγητής νευροανοσολογίας στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Hadassah στην Ιερουσαλήμ, Δημήτρης Καρούσης, θεωρεί πως η εξέλιξη της πανδημίας στο Ισραήλ από τον Αύγουστο ως σήμερα δίνει μια προβολή όσων ίσως θα συμβούν στην Ελλάδα μέσα στο επόμενο τρίμηνο, υπό την προϋπόθεση πάντα πως η παραλλαγή Όμικρον δεν θα φέρει την ανατροπή και στις δύο χώρες.
Μιλώντας στο iatronet.gr κάνει τις δικές του εκτιμήσεις για το πώς η 3η δόση του εμβολίου μπορεί να μας βάλει σε τροχιά προσέγγισης των δεικτών του Ισραήλ. Παράλληλα, εξηγεί τους πολύπλοκους μηχανισμούς της ανοσίας και διατυπώνει ανησυχίες για πιθανή αποδυνάμωση της φυσικής ανοσίας του οργανισμού, αν ακολουθήσουμε μια στρατηγική πολλαπλών εμβολιασμών, με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ των δόσεων.
Πότε “θα γίνουμε Ισραήλ;”
Ο κ.Καρούσης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με την ευκαιρία του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ελληνικής Ακαδημίας Νευροανοσολογίας, όπου παρουσίασε τα τελευταία δεδομένα, τις προβλέψεις, τις προτάσεις και τις ανησυχίες του.
Όπως είπε, το peak του τέταρτου κύματος, στο οποίο βρέθηκε η Ελλάδα το προηγούμενο διάστημα θυμίζει όσα συνέβησαν στο Ισραήλ στο τέλος Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, παρά το υψηλό ποσοστό εμβολιασμού.
“Το καλοκαίρι εκεί έγινε το μεγάλο πανηγύρι. Μάιο – Ιούνιο άρχισαν όλοι να πετάνε τις μάσκες, να καταργούν κάθε περιοριστικό μέτρο να ταξιδεύουν σε όλες τις χώρες. Αυτό άρχισε να αυξάνει τις μολύνσεις και φτάσαμε τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου να έχουμε 15.000 νέες λοιμώξεις την ημέρα, πολύ περισσότερες από τον 1ο και 2ο κύκλο. Και λέγαμε τότε, κοιτάξτε το Ισραήλ, έχουν περισσότερα κρούσματα παρά τους τόσους εμβολιασμούς.
Η χορήγηση της 3ης δόσης ανέστρεψε την εικόνα. Σήμερα ένα ποσοστό 45% του πληθυσμού της χώρας έχει κάνει την ενισχυτική δόση. Οι νέες μολύνσεις, η νοσηρότητα και η θνησιμότητα έχουν πέσει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Η τρίτη δόση, όπως είπε, αύξησε κατά 10 με 12 φορές την προστασία από σοβαρή ασθένεια, σε σχέση με τη δεύτερη.
Θα συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα, με καθυστέρηση μερικών μηνών; “Κατά τη γνώμη μου, όταν ξεπεράσουμε το 30% του πληθυσμού στην 3η δόση, μετά από ένα μήνα θα αρχίσουμε να βλέπουμε την πτώση που είδαμε στο Ισραήλ”, λέει στο iatronet.gr ο καθηγητής, διατηρώντας ωστόσο επιφυλάξεις για το πόσο θα επηρεαστεί αυτή η εξέλιξη από τον αστάθμητο παράγοντα που ακούει στο όνομα παραλλαγή Όμικρον.
Για τον ίδιο λόγο υπάρχει αβεβαιότητα σήμερα και στο Ισραήλ, με αποτέλεσμα να λαμβάνονται μέτρα και ταξιδιωτικοί περιορισμοί. “Και στο Ισραήλ τις τελευταίες μέρες παρατηρείται μια τάση αύξησης. Δεν ξέρω αν αυτή οφείλεται στην Όμικρον ή στο ότι φτάνουμε στο τετράμηνο από τις πρώτες booster δόσεις”, σημειώνει.
Να σκεφτούμε πριν αποφασίσουμε 4η και 5η δόση
Ο κ.Καρούσης επισημαίνει πως θα πρέπει να μελετηθούν με προσοχή όλα τα δεδομένα και να ληφθούν υπόψη όλες οι μορφές των μηχανισμών ανοσίας προτού ληφθούν αποφάσεις για τις ενισχυτικές δόσεις εμβολίου και την χρονική τους απόσταση από τις προηγούμενες.
Τονίζει τη σημασία της μη ειδικής πρωτογενούς ανοσίας, που αποτελεί βασική άμυνα του οργανισμού απέναντι σε κάθε παθογόνο αίτιο, και διατυπώνει ανησυχίες για πιθανή αποδυνάμωσή της από τις συχνές ενισχυτικές δόσεις. Το ίδιο συμβαίνει, όπως εξηγεί, με την υπερβολική χρήση αντιβιοτικών.
“Το γεγονός ότι πάνω από το 90% όσων μολύνονται με τον κορωνοϊό το περνάνε ήπια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πρωτογενή ανοσία. Για να δημιουργηθούν ειδικά αντισώματα χρειάζονται τουλάχιστον 3 εβδομάδες. Επομένως όσοι έχουν περάσει την ασθένεια σε 2 και 3 εβδομάδες και ανάρρωσαν ή είχαν πολύ ήπια συμπτώματα, το έκαναν λόγω της πρωτογενούς ανοσίας”, σημειώνει για να προσθέσει: “Γιατί όμως αυτή πολλές φορές δεν δουλεύει καλά; Γιατί έχουμε κάνει μεγάλη χρήση αντιβιοτικών, έχουμε πολλή ακτινοβολία, πάρα πολύ στρες και έχουμε ελαττώσει την πρωτογενή ανοσία. Έτσι κι αν τώρα δίνουμε συνεχώς ερεθίσματα και έτοιμα αντισώματα με τους εμβολιασμούς σε υπερβολικό βαθμό, θα αρχίσει να ατροφεί η πρωτογενής ανοσία”.
Ο καθηγητής διευκρινίζει πως σε καμία περίπτωση δεν τάσσεται κατά της ενισχυτικής δόσης του εμβολίου, αλλά είναι επιφυλακτικός ως προς την μείωση της χρονικής της απόστασης από τη δεύτερη στους 3 μήνες. “Δεν λέω γενικότερα όχι στην 3η δόση, αλλά λέω ότι π.χ. θα προτιμούσα να μη γίνεται σε τόσο κοντινό διάστημα όπως σε 3, 4 και 5 μήνες, αλλά ίσως πάνω από τους 6 μήνες είναι ασφαλές με τα στοιχεία που έχουμε. Ναι μεν βραχυπρόθεσμα θα έχει δράση –αν πάρουμε τώρα ας πούμε στους 3 μήνες θα έχει αποτέλεσμα- αλλά πρέπει να κοιτάμε λίγο και το μακροπρόθεσμο. Αυτό πρέπει να το σκεφτούμε καλά πριν αποφασίσουμε 4η και 5η δόση”.