Advertisement

Δεν ήταν τση θωριάς

Τσιριγώτικο διήγημα του Γ.Π. Δρυμωνιάτη

1.639

Τον είχανε μυριστεί απ’’ όταν ήτανε μωρό, πως άμα μεγαλώσει θα κουτουλά κακού λογού και μάλιστα ένας γείτονας επείραζε τη μάνα του και της έλεγε να μη τονε χαϊδεύει στο κούτελο, γιατί ετσά μαθαίνει και κουτουλά χειρότερα. Και στα μουσκάρια λέγανε πως δεν κάνει να τουνε τρίβεις την κουτέλα, γιατί κι αυτά άμα μεγαλώσουνε γίνονται κουτουλιάρικα κι ο Θεός να σε φυλάει από δαύτα, ειδικά τα ταυρία.

Στα χωριά μας, που λέτε, οι ατσίδες έτσι και σε σταμπάρουνε ότι χάνεις λιγάκι, σε κάνουνε και χάνεις ολοσδιόλου. Και το Πετράκι το κακόμοιρο ετσά την έπαθε. Τόδανε που δεν ετράβα, ώσπου να σώσει στα είκοσι το είχανε αποπαλαβώσει. Αλλά βέβαια τους έδινε αφορμές. Ακόμα και ο νονός του, που ήτανε άρχοντας και τον αγάπα πολύ το βαφτισιμιό του ετσατίστηκε πολλές φορές με δαύτονε, εξαιτίας τσι παλαβομάρες του.

Μία νύχτα, τρεις το πρωί, κάποιος εχτύπαγε την πόρτα του άρχοντα. Επάαινε να τηνε σπάσει κι ο άρχοντας πετάχτηκε με τα σώβρακα, αλαφιασμένος, αλλά μόλις άκουσε απόξω τσι φωνές ησύχασε.

-Αφέ νονέ, ξύπνα  να σου πω είντα είδα!

Ο Πετράκης ήτανε κι είχε’ ‘ρθει να ξυπνήσει το νονό του για να του πει ένα καλό όνειρο που πρίν από λίγο είχε δει και του προμηνούσε πολλά λεφτά για το νονό. ʼμα λοιπόν του το έσωνε έγκαιρα το συχαρίκι θα’’ χε κι αυτός το διάφορό του. Είχε δει στον ύπνο του ο Πετράκης πως εκειά που έβοσκε τα πρόβατα στο βουνό τον έπιασε μία κοπανέα η κοιλία του, μα πόνο δυνατό σου λέει, κι έψαχνε εναγωνίως να βρει σκιναρέα για να τα κενώσει. Ηύρε λέει μίανε και βιαστικά τα έκαμε, αλλά όπως πήγε να σηκωθεί γυρνά για να δει τον κόπο του και τί να δει! Ο νονός του κοιμότανε κεια χάμω και τον είχε κάμει σύσκατο με το συμπάθειο. Το θεώρησε λοιπόν καλό όνειρο, αφού λένε πως τα κακά είναι λεφτά και πήγε στο μομέντο να το πει του νονού.

-Αφέ νονέ, ξύπνα να σου πω…

-Είντα είναι μπρε Πετράκη τέτοιαν ώρα; Επάθατε τίοτα;

-Όχι αφέ νονέ, όνειρο σε είδα κι ήρθα να σου το πω γιατί ήτανε καλό.

-Ε, αφού ήτανε καλό για πες μου κι άμε ύστερα στο καλό σου.

-Καλό αφέ νονέ, είδα πως σ’’ είχα καταχεσμένο. Λεφτά, λεφτά σωρός!

Ο άρχοντας πήγε να τονε διαολοστείλει, αλλά σκέφτηκε πως ειν’’ αναδεξίμι του και παλαβό μάλιστα κι έδωσε τόπο στην οργή.

Όταν ήρθε η ώρα τση παντρειάς έπεσε στη μέση μία γειτόνισσα να του κάμει προξενεία. Ήταν ένας  ξάδερφός της πούχε δύο αδύναμα. Το ένα κούκλα, το άλλο πανούκλα. Εσκέφτηκε το λοιπόν να του δείξει την κούκλα, αλλά να τονε τυλίξει με την πανούκλα, που ήτανε δύσκολο να τηνε ξεφορτωθεί ο πατέρας της. Σου λέει ετούτο το αχαμνό δεν θα καταλάβει την καρπουζανία και θα τηνε φορτωθεί μία χαρά. Είχε και λεφτά μπόλικα ο πατέρας των κοριτσιών, θα βολεβότανε στο τέλος το πράμα.

Τονε πήγανε λοιπόν μία Κυριακή και του δείξανε την κούκλα.

-Ε, είντα λέεις Πετράκη, τονε ρώτηξε η προξενήτρια.

-Φέρτε μου τον παπά δαδά και το νονό μου να με στεφανώσει.

-Ε, αυτά δεν γίνονται μονιτάρου, μονό να τα κανονίσουμε σε δύο βδομάδες.

-Όσο πιο γλήγορα γίνεται γειτόνισσα.

Είχε λελέψει που λέτε ο νέος. Την άλλη το πρωί του κάνανε συγχρητήρια οι γειτόνοι.

-Να ζήσετε Πετράκη, έμαθα πως είναι πρώτης τάξεως κοπέλα.

-Δόξα να’’ χει ο Θεός, γυναίκα με ορά.

-Με ορά;

-Παρά με ορά και κούκλα σασε λέω.

Επήγε και στο νονό του και του έκαμε μετάνοια.

-Αφέ νονέ την ευκή σου.

-Για είντα μπρε παλλήκαρε;

-Παντρεύομε νονέ. Δεν είναι τση δουλειάς, αλλά είναι τση θωριάς, που άμα τηνε δεις μπορεί να πέσεις χάμω. Κι έχει και ορά με παρά.

Του ευχήθηκε το λοιπόν ο νονός και στις δεκαπέντε μέρες απάνω εγίνηκε  κι ο γάμος. Αλλά στην εκκλησία δεν του πήγανε την κούκλα .Του πήγανε την πανούκλα, κουκουλωμένη με κάτι φαρδοτσέμπερα, χαμπάρι δεν επήρε ο κακομοίρης. Αλλά και τα μεσάνυχτα στο κρεββάτι, η άλλη έκανε πως εντρεπότανε τάχατες και δεν τον άφηνε ν’’ ανάψει τσοι λύχνους. Έτσι εγίνει στα σκοτεινά, τρελός ο Πετράκης γιατί επολέμα τέτοια σπουδαία γυναίκα όλη νύχτα δεν έκαμε διάλειμμα καθόλου και το πρωί έπεσε ξερός. Εξύπνησε κατά τις δώδεκα το μεσημέρι και μόλις άνοιξε τα μάτια του επήγε να κολπάρει.

-Ποία είσαι ελόγου σου;

-Η γυναικούλα του αντρούλη μου, που όλη νύχτα με επολέμας…παλιόπαιδο.

Εδιάει κατ’’ ευθείαν στο νονό του.

-Αφέ νονέ, δεν είναι τση θωριάς που σούλεγα, αλλά τση δουλειάς είναι και παραείναι. Μέχρι να ξυπνήσω εγώ, έπλυνε, εζύμωσε και μου’’ χε και τον καφέ μου έτοιμο.

-Να τηνε χαίρεσαι λεβέντη μου και καλούς απογόνους. Μόνο κοίτα, άμα γεννηθούνε να μην τα χαϊδεύεις στο κούτελο γιατί θα μάθουνε να κουτουλάνε.

-Μη σε γνοιάζει νονέ. Και για μένα λέγανε ότι κουτουλώ, αλλά είδες είντα γυναικάρα πήρα. Όχι δα.

Η γυναίκα αυτή, που δεν ήτανε τση θωριάς, τον έκαμε άνθρωπο πάντως, του έκαμε και δώδεκα παιδία και περάσανε γενικά καλά κι ας γκρέμιζε ώρες-ώρες τσοι τοίχους με τσι κουτουλές του ο Πετράκης. Σιγά το σπουδαίο. Αυτοί που κάνουνε τσοι έξυπνους, έχετε δει τι γκρεμίζουνε; Πολυκατοικία ρίχνει κάτω η κουτουλέα τουνε και δεν βγάνουνε ούτε κούσκουνα οι μπαγάσηδες. Αλλά και να βγάλουνε τονε κρύβουνε κάτω από τίοτα καπέλα ή καλιμάφκια και συνεχίζουνε να κάνουν τους έξυπνους, οι ηλίθιοι.

Ζήτω το λοιπόν ο Πετράκης κι όλοι οι αγνοί και αθώοι τση ανθρωπότητας κι οι γυναίκες που είναι τση δουλειάς κι ας μην είναι διόλου τση θωριάς.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΥΠ’ ΑΡ. 100 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1997

(Από το βιβλίο ΚΟΥΡΙΟΖΙΚΕΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ)

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο