Advertisement

Δένδρα με ψυχή, ιερά, προστατευόμενα…

της Αικατερίνης Πολυμέρου - Καμηλάκη

737

Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα  

Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)

Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά  και βρωμερά  ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα  αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθειά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και  ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ήσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.

Στοιχειωμένα δέντρα

Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).

Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα  

Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)

Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά  και βρωμερά  ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα  αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθειά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και  ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ήσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.

Στοιχειωμένα δέντρα

Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).

 

Το στοιχειό  του δέντρου

Η δοξασία ότι όποιος φυτέψει δέντρο θα πεθάνει, όταν αυτό μεγαλώσει και ο κορμός του γίνει όσος και η περίμετρος της μέσης του, έχει ευρύτατη διάδοση, ιδιάιτερα για δέντρα που θεωρούνται στοιχειωμένα, όπως η καρυδιά.

«Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό».

Οι δοξασίες για δέντρα καλά και κακά, καλοήσκιωτα και βαρυήσκιωτα οδηγούν σε ανάλογες προλήψεις και δεισιδαιμονίες:

• Δεν είναι καλό κανένας  να κοιμηθεί  κάτω από συκιά γιατί έχει κακόν ήσκιο .

• Όταν τα παιδιά έχουν σκυλλόβηχα (κοκκύτη) τα περνούν από μια τρύπια καρυδιά και δένουν και ένα κομμάτι πανί στην καρυδιά.

•  «Αποδεμό κάνουν οι γυναίκες. Κατεβαίνουν στην ποταμιά, παίρνουν κλάδους ιτιάς, τους δένουν με χόρτο κι έτσι αποδένουν τον άντρα που θέλουν να αποδέσουν. Κι όταν θέλουν να λύσουν τον αποδεμό, λύνουν τους κλώνους της ιτιάς ή δίνουν στον αποδεμένο να φορέση δαχτυλίδι πεθαμένου» .

Δέντρα, κλαδιά, στεφάνια στον κύκλο του χρόνου και της λατρείας

Κλαδιά δέντρων, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, αποτροπή επιβλαβών ζωυφίων, προστασία από τη βασκανία  και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. Έτσι η ελιά σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας εξαιτίας του αειθαλλούς της φυλλώματος και του εξαιρετικά θρεπτικού και υγιεινού καρπού της, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη χρήση στα χαρακτηριστικά περάσματα του ανθρώπινου κύκλου της ζωής, από τη γέννηση ώς το θάνατο, αλλά και στον κύκλο του χρόνου, από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά, και σε κάθε περίπτωση που ένα κλωνάρι της συμβολίζει την ευετηρία και τη μακροβιότητα. Αλλά και το πουρνάρι  (δρυς, δέντρο), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον αποχρωματισμένο τελετουργικά στολισμό των σπιτιών κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Το  πάντρεμα της φωτιάς

Την παραμονή των Χριστουγέννων επειδή πιστεύουν ότι με την έναρξη του Δωδεκαημέρου, οι καλλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της ζωής να αναβλαστήσει, και επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επιλέγουν μάλιστα ξύλα δέντρων που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «παντρεύουν». Και ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το αντρόγυνο ή το αντρόγυνο και τον κουμπάρο.

Στα Άγραφα «Την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη. Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν».  Στην Κέρκυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυό ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.  Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς.  Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ώς την παραμονή των Φώτων».

Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικογένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία).

Στην Καστοριά, το βράδυ της παραμονής ανάβουν στο τζάκι τη μεγαλύτερη φωτιά βάζουν τη μεγαλύτερη «κουρφάδα» (=χοντρό κορμό) δέντρου, «για να φασκιώσ’ η αρκούδα».  Στη Ήπειρο την Πρωτοχρονιά συνηθίζουν να ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας τα εξής:

Καλημέρα κι άη Βασίλης / με τον πέρναρο στα χέρια /
με το διάφορο στο σπίτι / όσα φύλλα και κλαριά, /
τόσα γρόσια και φλουριά.

Στην Κερασούντα του Πόντου την ημέραν των Χριστουγέννων, περί τα ξημερώματα, τα κορίτσια κατέβαιναν στην παραλία, μάζευαν πετραδάκια και τα σκόρπιζαν στο σπίτι.  Επίσης έσχιζαν λεπτοκάρυα και τα περνούσαν στα φύλλα κλάδου ελιάς και τα κρεμούσαν στο εικονοστάσι καθώς και στις αυλόθυρες και τα εργαστήρια.

Εκτός από την ελιά κατά τη διάρκεια των αγερμών τα παιδιά κρατούσαν κλαδιά κρανιάς, δένδρου με ιδιαίτερα γερό ξύλο. Στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως «το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντα: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, / γερό κορμί, γερό σταυρί/.  Σαν ασήμι, σα κρανιά / και την χρόν’ γούλ’ γεροί / και καλόκαρδοι !» Αλλού το κλωνάρι της κρανιάς περιτυλίσσουν με χρωματιστές κλωστές και κορδέλλες; Στο Κωστί «κόφτανε ένα κλωνάρι πράσινο ακρανιά και τυλίζασι τη ζώνη την ασημένια, που φορούσαν οι μάννες τους.  Έτσι το παιδί πήγαινε πα στο σπίτι με τ’ ασήμι».

Αλλού «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά, σκοτεινά – σκοτεινά ακόμη, ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι.  Έπρεπε να πάη πρώτη ν’ ανοίξη αυτή την πόρτα.  Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε:  «Και του χρόνου, καλές δουλειές».

Βάγια, ελιές, φοίνικες. Οι κλάδοι των βαϊων

Για να στολίσουν τις εκκλησίες την ημέρα των Βαϊων και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζομένους χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές, μυρτιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια.  Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βαγιάς, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα.  Φορεί και κεντητά τσαρούχια, κόκκινα με ωραίες φουντίτσες, καινούργια, και άσπρες κάλτσες.  Προσκαλεί πρωτύ-τερα όλες τις συγγένισσές της, κάνουν ρυζόπιττα, ψήνουν φασούλια, παίρνουν ελιές, χαλβά, παίρνουν κ’ ένα βουτσέλι κρασί κι άλλο ένα νερό και πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι (ένα ισάδι του βουνού) κ’ εκεί κάθονται.  Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα – όχι παντρεμένα, να’ χουν και μάννα και πατέρα – και πηγαίνουν στο λόγγο.  Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια και τα ζαλώνονται και τα πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες.  Στο δρόμο τραγουδούν:

«Όλες οι δάφνες είν’ εδώ κι όλες δαφνολογιούνται,
και νια βεργούλα δεν είν’ δω,
πάει στη βρύση για νερό κτλ.»

Κούνιες από δέντρο χλωρό και δυνατό

Κούνια, ροδάνη (Καστορία), τα τουλάπια (Σινώπη) κλπ. στήνεται το Πάσχα σε ανοιχτό χώρο και από δέντρο δυνατό που έχει βλαστήσει. Συνήθως κουνιούνται οι ανύπαντρες κοπέλλες στις οποίες απευθύνονται και τα δίστιχα:

«Κουνήσετε τις έμορφες, κουνήσετε τις άσπρες,
κουνήσετε τις λεμονιές, που’ ναι ανθούς γεμάτες».

Αλλά και τα παιδιά κατά την εορτή της Πεντηκοστής, στα Ρουσάλια περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι με ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια στην κορυφή μιας σημαίας και τραγουδούν: Π.χ. στα Μέγαρα:

Να σας πούμε τα Ρουσάλια;  / – Πέστε τα, βρε παλληκάρια. / …
Κάτω σ’ ένα περιβόλι / δάφνη και μηλιά μαλώνει. /
Δάφνη, πήρες μου κλωνάρι, / να με πάρη το ποτάμι, /

Στεφάνι της πρωτομαγιάς

Η αναζήτηση κλαδιού από δέντρο δυνατό για την κατασκευή του σκελετού του μαγιάτικου στεφανιού ήταν η πρώτη μέριμνα και ακολουθούσε η συλλογή ανθέων για την κατασκευή του. Η  αναζήτηση φυτών ή ανθέων με θαυμαστές ιδιότητες απέβλεπε στην συγκέντρωση ευεργετικών ιδιοτήτων στο στεφάνι του Μάη που κρεμούσαν στο ανώφλι του σπιτιού. Έτσι το ξύλο της κρανιάς ή της μουριάς χρησίμευε για τον σκελετό του στεφανιού, ενώ απαραίτητο ήταν το σκόρδο, κάποιο αγκαθερό λουλούδι, τσουκνίδα και γενικά φυτά αποτρεπτικά της βασκανίας και κλαδιά καρποφόρων δέντρων.

Κτυπήματα με χλωρούς κλάδους αγριοτριανταφυλλιάς

Τα ζώα για να γεννούν εύκολα τα χτυπούν την πρωτομαγιά με χλωρά κλαδιά αγριοτριανταφυλλιάς. Στον Πόντο “την 1ην Μαϊου ωδηγούσαν τα ζώα εκ της μάνδρας εις την βοσκήν με τρία χλωρά κλαδιά λεφτοκαρυάς, αγρίας ροδής και κι αρμασαούδας (αγρίου θάμνου), δια να μην αρρωστήσουν τα ζώα και δια να γεννούν ελεύθερα.  Κτυπώντες δε με τας ράβδους αυτάς τα ζώα έλεγαν: «Χίλια κεφάλια ! χίλια κεφάλια!». Επίσης τοποθετούσαν ένα κλωνάρι αγριοτριανταφυλλιάς στον τράχηλο ζώων και πτηνών.

Παραδόσεις για δένδρα βαρυήσκιωτα  

Κι ας γείρει ο πόθος σου βαρύς σαν ήσκιος καρυδιάς (Σεφέρης)

Δέντρα καρπερά και άκαρπα, γερά και ευπαθή, όμορφα, ευωδιαστά, καλοήσκιωτα αλλά  και βρωμερά  ή βαρυσήσκιωτα, δέντρα που βλαστάνουν και θάλλουν από ξερά κλαδιά, δέντρα  αειθαλή και φυλλοβόλα, ευθυτενή και σκυφτά, αυχμηρά και βελούδινα, δάση σιωπηλά και μοναχικά, βαθειά ριζωμένα στη γη από την οποία τρέφονται και  ζουν. Οι ιδιότητες των δέντρων και των καρπών τους έχουν δημιουργήσει γενικότερα πολλές δοξασίες και παραδόσεις, στην προσπάθεια των ανθρώπων να δώσουν εξήγηση. Η συκιά, η καρυδιά, η ακακία με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες τους δημιουργούν ήσκιο βαρύ και ανθυγιεινό.

Στοιχειωμένα δέντρα

Εις το χωριό της Λέκας ευρίσκονται πολλά πλατάνια, μεγάλα και φουντωτά, αλλά κανείς δεν τολμά να βάλει επάνω τους πελέκι ή πριόνι. Μια φορά ηθέλησε ένας γεωργός να κόψει έν’ από τα πλατάνια, αλλά το στοιχειό του δέντρου τον εσκότωσε» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177, αρ. 323).

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν προύμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει και θα έχουν δυνατούς πόνους στη μέση» » (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 177-178, αρ. 324).

 

Το στοιχειό  του δέντρου

Η δοξασία ότι όποιος φυτέψει δέντρο θα πεθάνει, όταν αυτό μεγαλώσει και ο κορμός του γίνει όσος και η περίμετρος της μέσης του, έχει ευρύτατη διάδοση, ιδιάιτερα για δέντρα που θεωρούνται στοιχειωμένα, όπως η καρυδιά.

«Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Όποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό».

Οι δοξασίες για δέντρα καλά και κακά, καλοήσκιωτα και βαρυήσκιωτα οδηγούν σε ανάλογες προλήψεις και δεισιδαιμονίες:

• Δεν είναι καλό κανένας  να κοιμηθεί  κάτω από συκιά γιατί έχει κακόν ήσκιο .

• Όταν τα παιδιά έχουν σκυλλόβηχα (κοκκύτη) τα περνούν από μια τρύπια καρυδιά και δένουν και ένα κομμάτι πανί στην καρυδιά.

•  «Αποδεμό κάνουν οι γυναίκες. Κατεβαίνουν στην ποταμιά, παίρνουν κλάδους ιτιάς, τους δένουν με χόρτο κι έτσι αποδένουν τον άντρα που θέλουν να αποδέσουν. Κι όταν θέλουν να λύσουν τον αποδεμό, λύνουν τους κλώνους της ιτιάς ή δίνουν στον αποδεμένο να φορέση δαχτυλίδι πεθαμένου» .

Δέντρα, κλαδιά, στεφάνια στον κύκλο του χρόνου και της λατρείας

Κλαδιά δέντρων, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, αποτροπή επιβλαβών ζωυφίων, προστασία από τη βασκανία  και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. Έτσι η ελιά σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας εξαιτίας του αειθαλλούς της φυλλώματος και του εξαιρετικά θρεπτικού και υγιεινού καρπού της, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη χρήση στα χαρακτηριστικά περάσματα του ανθρώπινου κύκλου της ζωής, από τη γέννηση ώς το θάνατο, αλλά και στον κύκλο του χρόνου, από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά, και σε κάθε περίπτωση που ένα κλωνάρι της συμβολίζει την ευετηρία και τη μακροβιότητα. Αλλά και το πουρνάρι  (δρυς, δέντρο), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον αποχρωμα-τισμένο τελετουργικά στολισμό των σπιτιών κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Το  πάντρεμα της φωτιάς

Την παραμονή των Χριστουγέννων επειδή πιστεύουν ότι με την έναρξη του Δωδεκαημέρου, οι καλλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη, αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της ζωής να αναβλαστήσει, και επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους, οι ένοικοι του σπιτιού προσπαθούν να κρατούν αναμμένη τη φωτιά στην εστία. Επιλέγουν μάλιστα ξύλα δέντρων που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «παντρεύουν». Και ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού ή το αντρόγυνο ή το αντρόγυνο και τον κουμπάρο.

Στα Άγραφα «Την παραμονή των Χριστουγέννων παντρεύουν τη φωτιά τους. Βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη. Και τα βάνουν χλωρά στη φωτιά, για να καούν».  Στην Κέρ-κυρα βάζουν και τρίτο ξύλο, που συμβολίζει τον κουμπάρο, ενώ στη Λευκάδα ο νοικοκύρης, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυό ξύλα, (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό) χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας δ’ αμέσως το «Ευλογητός ει, Κύριε», ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.  Έτσι γίνεται το πάντρεμα της γωνιάς.  Στη Θράκη «ο σπιτονοικοκύρης κόβει τρία ξύλα τριών λογιών ίσαμε ένα μέτρο, απού δέντρα π’ κάνουν καρπό, και τα βάζ’ στου τζάκι απού βραδύς του Χριστού θα καίουνται απού λίγου, ώς την παραμονή των Φώτων».

Η φωτιά των Χριστουγέννων και του Δωδεκαημέρου συγκεντρώνει την οικο-γένεια γύρω από την εστία, όπου και μαντεύει με φύλλα χλωρά ελιάς ή καρυδιάς ή δάφνης ή σούρβα ή κουκούτσια από κρανιές ή φύλλα πρίνου την εξέλιξη της υγείας και ευτυχίας των μελών της και του σπιτιού (υγεία ή θάνατο, ευφορία ή αφορία).

Στην Καστοριά, το βράδυ της παραμονής ανάβουν στο τζάκι τη μεγαλύτερη φω-τιά βάζουν τη μεγαλύτερη «κουρφάδα» (=χοντρό κορμό) δέντρου, «για να φασκιώσ’ η αρκούδα».  Στη Ήπειρο την Πρωτοχρονιά συνηθίζουν να ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας τα εξής:

Καλημέρα κι άη Βασίλης / με τον πέρναρο στα χέρια /
με το διάφορο στο σπίτι / όσα φύλλα και κλαριά, /
τόσα γρόσια και φλουριά.

Στην Κερασούντα του Πόντου την ημέραν των Χριστουγέννων, περί τα ξημερώματα, τα κορίτσια κατέβαιναν στην παραλία, μάζευαν πετραδάκια και τα σκόρπι-ζαν στο σπίτι.  Επίσης έσχιζαν λεπτοκάρυα και τα περνούσαν στα φύλλα κλάδου ελιάς και τα κρεμούσαν στο εικονοστάσι καθώς και στις αυλόθυρες και τα εργαστήρια.

Εκτός από την ελιά κατά τη διάρκεια των αγερμών τα παιδιά κρατούσαν κλαδιά κρανιάς, δένδρου με ιδιαίτερα γερό ξύλο. Στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως «το πρωϊ της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντα: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, / γερό κορμί, γερό σταυρί/.  Σαν ασήμι, σα κρανιά / και την χρόν’ γούλ’ γεροί / και καλόκαρδοι !» Αλλού το κλωνάρι της κρανιάς περιτυλίσσουν με χρωματιστές κλωστές και κορδέλλες; Στο Κωστί «κόφτανε ένα κλωνάρι πράσινο ακρανιά και τυλίζασι τη ζώνη την ασημένια, που φορούσαν οι μάννες τους.  Έτσι το παιδί πήγαινε πα στο σπίτι με τ’ ασήμι».

Αλλού «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά, σκοτεινά – σκοτεινά ακόμη, ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι.  Έπρεπε να πάη πρώτη ν’ ανοίξη αυτή την πόρτα.  Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε:  «Και του χρόνου, καλές δουλειές».

Βάγια, ελιές, φοίνικες. Οι κλάδοι των βαϊων

Για να στολίσουν τις εκκλησίες την ημέρα των Βαϊων και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζομένους χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές, μυρτιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια.  Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βαγιάς, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα.  Φορεί και κεντητά τσαρούχια, κόκκινα με ωραίες φουντίτσες, καινούργια, και άσπρες κάλτσες.  Προσκαλεί πρωτύ-τερα όλες τις συγγένισσές της, κάνουν ρυζόπιττα, ψήνουν φασούλια, παίρνουν ελιές, χαλβά, παίρνουν κ’ ένα βουτσέλι κρασί κι άλλο ένα νερό και πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι (ένα ισάδι του βουνού) κ’ εκεί κάθονται.  Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα – όχι παντρεμένα, να’ χουν και μάννα και πατέρα – και πηγαίνουν στο λόγγο.  Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια και τα ζαλώνονται και τα πηγαίνουν στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες.  Στο δρόμο τραγουδούν:

«Όλες οι δάφνες είν’ εδώ κι όλες δαφνολογιούνται,
και νια βεργούλα δεν είν’ δω,
πάει στη βρύση για νερό κτλ.»

Κούνιες από δέντρο χλωρό και δυνατό

Κούνια, ροδάνη (Καστορία), τα τουλάπια (Σινώπη) κλπ. στήνεται το Πάσχα σε ανοιχτό χώρο και από δέντρο δυνατό που έχει βλαστήσει. Συνήθως κουνιούνται οι ανύπαντρες κοπέλλες στις οποίες απευθύνονται και τα δίστιχα:

«Κουνήσετε τις έμορφες, κουνήσετε τις άσπρες,
κουνήσετε τις λεμονιές, που’ ναι ανθούς γεμάτες».

Αλλά και τα παιδιά κατά την εορτή της Πεντηκοστής, στα Ρουσάλια περιφέρονται από σπίτι σε σπίτι με ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια στην κορυφή μιας σημαίας και τραγουδούν: Π.χ. στα Μέγαρα:

Να σας πούμε τα Ρουσάλια;  / – Πέστε τα, βρε παλληκάρια. / …
Κάτω σ’ ένα περιβόλι / δάφνη και μηλιά μαλώνει. /
Δάφνη, πήρες μου κλωνάρι, / να με πάρη το ποτάμι, /

Στεφάνι της πρωτομαγιάς

Η αναζήτηση κλαδιού από δέντρο δυνατό για την κατασκευή του σκελετού του μαγιάτικου στεφανιού ήταν η πρώτη μέριμνα και ακολουθούσε η συλλογή ανθέων για την κατασκευή του. Η  αναζήτηση φυτών ή ανθέων με θαυμαστές ιδιότητες απέβλεπε στην συγκέντρωση ευεργετικών ιδιοτήτων στο στεφάνι του Μάη που κρεμούσαν στο ανώφλι του σπιτιού. Έτσι το ξύλο της κρανιάς ή της μουριάς χρησίμευε για τον σκελετό του στεφανιού, ενώ απαραίτητο ήταν το σκόρδο, κάποιο αγκαθερό λουλούδι, τσουκνίδα και γενικά φυτά αποτρεπτικά της βασκανίας και κλαδιά καρποφόρων δέντρων.

Κτυπήματα με χλωρούς κλάδους αγριοτριανταφυλλιάς

Τα ζώα για να γεννούν εύκολα τα χτυπούν την πρωτομαγιά με χλωρά κλαδιά αγριοτριανταφυλλιάς. Στον Πόντο “την 1ην Μαϊου ωδηγούσαν τα ζώα εκ της μάνδρας εις την βοσκήν με τρία χλωρά κλαδιά λεφτοκαρυάς, αγρίας ροδής και κι αρμασαούδας (αγρίου θάμνου), δια να μην αρρωστήσουν τα ζώα και δια να γεννούν ελεύθερα.  Κτυπώντες δε με τας ράβδους αυτάς τα ζώα έλεγαν: «Χίλια κεφάλια ! χίλια κεφάλια!». Επίσης τοποθετούσαν ένα κλωνάρι αγριοτριανταφυλλιάς στον τράχηλο ζώων και πτηνών.

Ερίνιασμα – αρραβώνιασμα των δέντρων

Για την καλύτερη καρποφορία των δένδρων έβαζαν  πάνω στα κλαδιά τους κλαδιά από αροδάφνη, αγράμπελη, ρίγανη κ.ά. Στη Ρόδο  «ανήμερα τ’ άη Κωνσταν-τίνου βάλλουν πάνω στους κλάδους των ροδιών και συκιών βλαστάρια αροδάφνης και αριγανιές.  Αυτό το λεν ραώνιασμα (αρραβώνιασμα) και το κάμνουν, για να πιάσουν τα δέντρα περισσότερους καρπούς.  Εκείνη την ημέρα περιμένει τον νοικοκύρην του το δέντρο, γιατί, σαν δε το νοιαστή, νομίζει πώς πέθανε και λυπάται». Στην Κάρπαθο «του αγ. Κωνσταντίνου ρωνιάζουν τα δέντρα και λέγουν: «Να, τσυρά, τον άντρα σου τσαί κράτει τον καρπόσ σου». Ύστερα βάζουν στη ρίζα τως μια πέτρα ή και ένα κλωνάρι από σφάκα», (δηλ. πικροδάφνη). Αλλού «την παραμονή του αγ. Κωνσταντίνου έπαιρναν φύλλα κυδωνιάς και άντρες και γυναίκες τα φορούσανε ως ανήμερα το μεσημέρι, για να μην τους χτυπήσ’ η Πούλια και βγάλνε πούλιες (=πανάδες) στο πρόσωπο.  Ακόμα και οι τσομπάνηδες έφερναν τα πρόβατα, τα αγελάδια και τα άλλα ζώα σε μέρος, που να μην τα αντικρύσ’ ο ήλιος το πρωϊ».

Ο πλάτανος του Ιπποκράτη

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά  και πρωτοσταυριά  χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές η πρώτη του Σεπτέμβρη. Κι αυτό γιατί από  το 312 μ.Χ. είχε ορισθεί ως αρχή της ινδίκτου, του θρησκευτικού δηλαδή έτους. Ως πρωτοχρονιά, πέρασμα από τον ένα χρόνο στον άλλο διατηρεί πολλά σχετικά έθιμα. Έτσι στην Κω τα κορίτσια και τα αγόρια κάνουν την αρκιχρονιά δηλαδή μια αρμαθιά από ρόδι, σταφύλι, σκόρδο και φύλλο από το πλατάνι του Ιπποκράτη και το πρωί της πρώτης του Σεπτέμβρη αραδιάζονται στην παραλία και ρίχνουν την παλιά αρχιχρονιά στη θάλασσα και βουτούν την καινούργια στο νερό. Έπειτα παίρνουν νερό από σαράντα κύματα και γυρίζουν στο σπίτι και την κρεμούν στο εικονοστάσι. Γυρίζοντας περνούν από τον πλάτανο, τον αγκαλιάζουν για να πάρουν το χόντρος και τη δύναμή του.

Παρομοιώσεις προς δέντρα

• Ο κλέφτης που πέφτει στη μάχη : Σα δέντρον ερραγίστηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει
ενώ ο Όμηρος για να παραστήσει τους πεσόντας Άσιον (Ν 389-392) και Σαρπηδόνα (Π 482-484) :

Ήριπε δ’ ως ότε τις δρυς ήριπεν ή αχερωίς
Ηέ πίτυς βλωθρή, την τα’ ούρει τέκτονες άνδρες
Εξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήιον είναι…

• Δέντρα που φυτρώνουν σε τάφους εραστών

Εκεί που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι
Κι εκεί που θάψανε τη νιά φύτρωσε μια μηλίτσα.

Βεργολυγάει η μηλιά φιλάει το κυπαρίσσι….

Στα τραγούδια του γάμου είναι συχνές οι παρομοιώσεις των νέων με δέντρα:

Δέντρο είχα στην αυλή μου για παρηγοριά δική μου…

Μηλίτσα πού ’σαι στο γκρεμό τα μήλα φορτωμένη,
Τα μήλα σου λιμπίζομαι και το γκρεμό φοβούμαι

Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
μάνα μ’έδιωχνε από το σπιτικό μου
Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
Βρίσκω ένα δεντρί, βρίσκω ‘να κυπαρίσσι

Για τον γαμπρό:
Κίνα δεντρί μου, κίνα, κίνησε, κυπαρίσσι,
Να πας να βρης τη λεύκα τη λυγεροκλαδούσα…..
Μακρύς, λιγνός εις το κορμί κι ίσιος σαν κυπαρίσσσι
Κι απολυγίζει η μέση του σαν λεμονιάς κλωνάρι
Η νύφη
Σα λυγιά λυγάει
σα νερατζούλα φουντωτή, οπού μοσχοβολάει
Αλλά και συμβουλευτικά:
Ψηλή γυναίκα μη πάρης συκιά ξεκλωνισμένη
Η συκιά ξεκλωνισμένη πάντα είναι μαραμένη
Και για τον αρνητή της αγάπης και άπιστο:
Εσείς οι νέοι το’χετε το δέντρο ν’αγαπάτε
Κι αφόντες φάτε τον καρπό, το δέντρο λησμονάτε.

*Η κ. Αικατερίνη  Πολυμέρου-Καμηλάκη είναι τ. Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών

 

 

Πηγή Καθημερινή
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο