Η ιστορία όλων σχεδόν των οικισμών του νησιού μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ναούς, τους οποίους είχαν. Με την πάροδο, όμως, των χρόνων, οι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν και οι ναοί τους κατέρρευσαν ή ξεχάστηκαν, καθώς χάθηκαν μέσα στη λήθη ή τους σκέπασαν τα πουρνάρια και τα σκίνα που γέμισαν τον ακαλλιέργητο πια τόπο. Κι εδώ θα επαναλάβουμε μία παλιότερη έκκλησή μας προς αυτούς που διαθέτουν χρήματα για τον ευπρεπισμό ναών. Θα ήταν καλό να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς τέτοιους ναούς, αφού είναι γνωστό ότι το κράτος δεν φθάνει για τέτοιες δράσεις, ενώ οι Αρχαιολογικές υπηρεσίες δεν ξέρουν πού να πρωτοπρολάβουν σε ένα νησί στο οποίο υπάρχουν πάνω από τρεις εκατοντάδες ναών, οι περισσότεροι από τους οποίους με κάποια, μικρή ή μεγάλη ιστορία. Μάλιστα, αυτή τη στροφή πρέπει να την δείξει η Μητρόπολη και οι ιερείς, αφού, δόξα τω Θεώ, οι περισσότεροι σύγχρονοι ναοί υπερεπαρκούν για την κάλυψη των αναγκών των πιστών όλου του νησιού.
Αλλά, ας επανέλθουμε στους δύο ναούς που ενδιαφέρουν τη σημερινή μας περιπλάνηση. Είναι γνωστό ότι η ευρύτερη περιοχή των Λογοθετιανίκων είχε οικισμούς παλαιότατους, πάνω στους οποίους χτίστηκαν κατά το πλείστον οι νεότεροι, ενώ χάθηκαν, πολλοί από αυτούς, αλλά και τα ονόματά τους.
Σήμερα, στη θέση του παλαιότατου Βυζαντινού οικισμού των Μαγγουνάδων, που είναι γνωστός από το 13ο αιώνα σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, έχουμε δύο οικισμούς με την ονομασία Περλεγκιάνικα και Ντουριάνικα, από τα παρωνύμια, αντίστοιχα, Περλέγκος και Ντούρης ή Ντούρος, που ανήκαν, το μεν πρώτο πιθανώς σε Σάμιους, το δε δεύτερο σίγουρα σε Κομηνούς. Μάλιστα η παλαιότερη ονομασία του οικισμού Ντουριάνικα ήταν Κομηνιάνικα, πριν η ονομασία αυτή δοθεί σε οικισμό του Πούρκου, από Κομηνούς που εγκαταστάθηκαν εκεί μεταγενέστερα. Στην απογραφή των Οθωμανών που έγινε κατά τον πρώτο χρόνο της βραχύβιας (1715-1718) παρουσίας τους στα Κύθηρα, αναφέρονται δύο οικισμοί με την ονομασία Κομηνιάνικα και είναι, τα σημερινά Ντουριάνικα και τα Περλεγκιάνικα. Κοντά στο δεύτερο και πολύ πλησίον του, επίσης παλαιότατου, οικισμού Πιτσινάδες, έχουμε έναν μικρό και άγνωστο στους πολλούς οικισμό, τα Γιωργάδικα, τα οποία ονομάζονται και Μενεγιάνικα, από το παρωνύμιο ενός Γεωργά, που λεγόταν Μένεγας και δημιούργησε αντίστοιχο επώνυμο κατά τη γνωστή συνήθεια στο Βόρειο τμήμα των Κυθήρων. Από τον οικισμό αυτόν μπορούμε σήμερα να δούμε ένα-δύο σπίτια, το ένα δε, ενδιαφέρον αρχιτεκτονικά, διώροφο, με δεσπόζουσα θέση στον οικισμό, ΒΔ των Πιτσινάδων. Εκεί κοντά είναι και ο ναός της Αγίας Τριάδας, μισοερειπωμένος, που διασώζει λίγες τοιχογραφίες του 19ου αι μάλλον, ενώ ο ναός αναφέρεται σε έγγραφα από παλαιότερα χρόνια.
Απέναντι από τα Περλεγκιάνικα, πάνω σε ένα λόφο ΝΔ, βρίσκονται τα ερείπια ενός άλλου ναού, άγνωστου στους περισσότερους σήμερα στο νησί. Πρόκειται για ό,τι έχει απομείνει από το ναό των Αγίων Πάντων, με ίχνη τοιχογραφιών πιθανώς του 17ου αι. Ο ναός αυτός έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των παλαιών οικισμών των Κυθήρων, καθώς ο εντοπισμός του μας δίνει με σαφήνεια την πιθανή θέση ενός άγνωστου οικισμού, που ονομαζόταν Γρυζωτή. Στην απογραφή του Καστροφύλακα (1583) αναφέρεται οικισμός με το όνομα αυτό, ήταν όμως εντελώς άγνωστο πού βρισκόταν. Ο εντοπισμός, πολύ πρόσφατα, της αναφοράς του εξωμονίου των Αγίων Πάντων στα Γρυζωτιάνικα, σε κατάλογο του 1697, που είχε συνταχθεί με εντολή του Επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, μας οδήγησε στο ναό και στην περιοχή, μέσα από μία δύσβατη διαδρομή στο δασεμένο λόγγο . Σύμφωνα με την πρώτη εντύπωση που αποκομίσαμε η αναφορά σε οικισμό Γρυζωτή στην Απογραφή του Καστροφύλακα γίνεται μάλλον από άγνοια της ονομασίας του, γειτονικού με το ναό των Αγίων Πάντων, οικισμού Περλεγκιάνικα, ο οποίος τότε είχε άλλη ονομασία (πιθανώς να είχε διατηρηθεί η ονομασία Μαγγουνάδες ή, λόγω ενδεχόμενης παρακμής του οικισμού, να ήταν η απαρχή των Κομηνιάνικων). Η ονομασία Γρυζωτή και Γρυζωτιάνικα προέρχεται, πάντως, από το επώνυμο Γριζωτής, το οποίο ανιχνεύεται στους οικισμούς Πιτσινάδες και Γιωργάδικα κατά το 18ο αι.. Ετσι, οι Άγιοι Πάντες, ήταν ναός της περιοχής, αλλά ο οικισμός πρέπει να ήταν βΑ, δηλαδή τα σημερινά Περλεγκιάνικα, όπως είπαμε. Παρ’ όλα αυτά, ναοί, όπως αυτός, δεν πρέπει να μένουν ερείπια και καταφύγιο στα άφθονα αγριοκάτσικα της περιοχής. Απλά περιμένουν μήπως και αλλάξουν ρότα δωρητές και ανήσυχοι άνθρωποι, όπως γράφουμε στην αρχή και στρέψουν το ενδιαφέρον τους στη διάσωση αυτών των ναών, που αποτελούν μέρος της ιστορίας του τόπου μας, το οποίο χάνεται πλέον με γρήγορους ρυθμούς, συνθλιβόμενο μέσα στην εγκατάλειψη, την «αξιοποίηση» ή την αδιαφορία των συγχρόνων.
Σημείωση:
Ευχαριστούμε θερμά για την υπόδειξη την κυρία Ελένη Χάρου-Κορωναίου, που πάντα δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον στα θέματα της Κυθηραϊκής ιστορίας.
Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στον κ. Μανώλη Αναστασόπουλο, ο οποίος, όχι μόνο γνώριζε και μας υπέδειξε τους δύο ναούς, αλλά μας οδήγησε σ’ αυτούς μέσα από δύσκολες διαδρομές.
Σημείωση: Όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερα στοιχεία των οικισμών που αναφέρονται παραπάνω μπορούν να ανατρέξουν στο βιβλίο του Ε.Π.Καλλίγερου, Κυθηραϊκά τοπωνύμια, Ιστορική Γεωγραφία των Κυθήρων, Έκδ. Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, Αθήνα, 2011 (τώρα και στα Αγγλικά)
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 253, Δεκέμβριος 2010