Advertisement

ΔΥΟ ΨΥΧΑΙΣ

933

‘Στον τόπο του κοινού Καθαρτηρίου
εμάλλωναν με πείσμα μια ημέρα
μία ψυχή πτωχού και μια πλουσίου
κι’ ο κόσμος εχαλούσε εκεί πέρα.

Και είπε η πτωχή εις την πλουσία:
«Παράδεισο ποτέ σου μην ελπίσης,
κι’ αν έως την δευτέρα παρουσία
εδώ ‘στο Πουργατόριο σαπίσης,

«Καλά να παστρευθής δεν θα ‘μπορέσης
απ’ όλα της ζωής σου τ’ αμαρτήματα·
θα κολασθής, ‘στα Τάρταρα θα πέσης,
εδώ δεν έχουν πέρασι τα χρήματα.»

Και είπε η πλουσία ‘στην πτωχή:
« Αν κι’ ήναι απρεπές να σ’ απαντήσω,
αφού δεν είσαι άρχοντος ψυχή,
αλλά με αναγκάζεις να ‘μιλήσω.

« Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας
‘στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης,
αφού δεν σ’ εμνημόνευσε παπάς,
γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης;

«Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες;
πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα,
πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες,
ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;

« Εμένα κάθε ‘λίγο θα με ψάλλη
όχι παπάς, αλλά Μητροπολίτης·
κι’ όποιος φορεί την μίτρα ‘στο κεφάλι,
είναι του Πλάστου άμεσος μεσίτης.

« Όσο σε μνημονεύει πιο τρανός,
τόσο και η ψυχή σου ελαφρόνει,
και τόσο της Εδέμ ο ουρανός
σιγά σιγά για σένα χαμηλόνει.

«Σε ψάλλει Πατριάρχης;. . . ολοΐσα
θα τρέξης εις τας χώρας των μακάρων,
κι’ αν προτιμάς εσύ την μαύρη πίσσα,
οι άγγελοι σε παίρνουν άρον άρον.

«Γι’ αυτά και άλλα βέβαια ελπίζω
το έλεος του Πλάστου και τη χάρι,
ενώ για σε, πτωχέ, στοιχηματίζω
πως ούτ’ ο Σατανάς δεν θα σε πάρη.»

 

Γ. ΣΟΥΡΗΣ

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο