Ένα διήγημα του Γ.Π.Δρυμωνιάτη από το βιβλίο του ΚΟΥΡΙΟΖΙΚΕΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ το 1999. Είχε δημοσιευθεί στο φ. 99 της έντυπης έκδοσης της εφημερίδας το Δεκέμβριο του 1996. (Εικονογράφηση: Γαβρίλης Ψαρράς)
Την άλλη μέρα ήτανε Πρωτοπάρασκο. Η καλλίτερη μέρα του καλόφεγγου, ελέγανε οι παπούδες. Γι’ αυτό τόχε κανονίσει ο Αχερέας να πάει να κεντρώσει όλες τσι άγριες αχλάδες που ήτανε φυτρωμένες στα Βαρύματα αύριο. Η εποχή ήτανε καλή. Αρχές Νοέμβρη. Αλλά το Πρωτοπάρασκο έπεφτε νάναι η τρίτη μέρα του Πεντέχτη. Κι όπως χειμώνιαζε πλέα, ο Πεντέχτης ήτανε πολύ ανάποδος. Φυσικό. Εδώ τον Αλωνάρη κάνει κακοκαιρία. Τσι μέρες του Πεντέχτη, να μην κάανει το Νοέμβρη; Θεομηνία, που λέτε, άγρια. Αστραποβρόντι, βροχή με το τουλούμι, ο κάμπος κάτω από το χωρίο εγίνηκε λίμνη, εφανήκανε οι πρώτοι χιονίτες να σκαλίζουνε τσι λάσπες των αμπελιών για να βρούνε νεροσκουλήκους να κολατσίσουνε. Ο Αχερέας τσοι ξάνοιγε από αλλάργου κι ήτανε όλο στενοχώρια που δεν τον άφηνε η βροχή να πάρει το νταβλό του και να πάει να τσοι περιποιηθεί, που γι’ αυτόνε θάτανε πολύ πιο καλός μεζές, απ’ ό,τι ήτανε γι’ αυτούς οι νεροσκούληκοι. Ψευτοστενοχωριότανε και που θα έχανε το Πρωτοπάρασκο και δεν θα κέντρωνε τέτοια καλή μέρα τσι αχλάδες του στα Βαρύματα. Αλλά εκουκούριε από το κρύο και δεν ετόλμα να βγάλει τη μύτη του όξω από την πόρτα. Εδώ που τα λέμε, εμέτρα από τσι αλαφρές κι όποτε εύρεσκε ευκαιρία για ζεύκι δεν την άφηνε. Το ίδιο είχε κάμει και σήμερα. Είχε αράξει στο τραπέζι κι εξεβρώστονε με μία σκωταρέα αρνίσια και με κρασί από το παλαιό του. Στην πραγματικότητα δεν πολυσκοτιζότανε για το κέντρωμα, για τσοι χιονίτες καλά θα ήτανε να επάαινε αν εμπόρειε, αλλά και γι’ αυτούς, δεν βαριέσαι, σκασίλα του, καλή ήτανε κι η σκωταρέα.
Κατά το απόγεμα ο καιρός ανατσάρωσε. Η Αχερού τον έβαλε αμέσως πόστα.
-Πάαινε, αχαΐρευτε, να κεντρώσεις τσι αχλάδες, που μου άπλωσες τσι αρίδες σου στον καναπέ κι όπου νάναι θα σε πιάσει κι ο ρόξυγγας.
-Πεντέχτης είναι και το φεγγάρι ανάσκελο.Οπου νάναι θα φέρει άλλη μπουρουλέα. Δεν πάω πότα.
-Σήκου πάαινε, κακοχρόνο νάχεις, θα ξεραθούνε τα μολίγγια και θα χάσομε και το Πρωτοπάρασκο. Ούτ ένα δεν θα πιάσει ανέ πολεμάς άλλη μέρα.
-ʼΑστα αύριο. Σάββατο καν’ αρχή, δε λένε;
-Πάαινε μωρέ, που να σου δώσει το γλυκί σου, που όλο δικαιολογίες βρέσκεις. Σήκου δαδά που έβιαξε.
-Του βοσκού τη βδία έκαμε. Σε μία ώρα θα ξαναρχινίξει. ʼΑσε που μέχρι να πάω θάχει νυχτώσει.
-Πάαινε και πάρε και το ντουφέκι νάχες φέρει κανένα χιονίτη.
-Καλή ιδέα. Φέρε μου τον ντρουβά.
Όπου δεν επέρνα η αγριάδα, επέρνα η πονηρία τση Αχερούς. Μόλις του θύμισε τσοι χιονίτες, εκρέμασε το νταβλό στοι ώμους κι αμολύθηκε κατά τσοι κάμπους.
Στου Καφετζή τ’ αμπέλι εβόσκανε καμμία δεκαρέα χιονόπουλα. Εσύρθη τση κοιλίας πίσω από τσοι βάτους και μόλις που ετοιμαζόντουσαν να πετάξουνε τα πουλία, πρόκαμε και τους τηνε μπουμπούνησε. Ντουμπλές. Επέσανε τα μισά ανάμεσα στα κούρβουλα. Ο Αχερέας ελέλεψε από τη χαρά του. Ούτε που σκέφτηκε πως το αμπέλι είχε γίνει βάλτος. Όρμηξε μέσα για να μαζώξει τα σκοτωμένα πουλία. Αλλά στο δεύτερο βήμα το αριστερό του πόδι εχώθη στη λάσπη μέχρι το γόνατο. Έκαμε μία μπροστά, του εχώθη και το άλλο μέχρι το μπούτι. Επιάστη από ένα κούρβουλο, αλλ’ αυτό ξεριζώθηκε και του έμεινε στο χέρι και η λάσπη πλέα έγλυφε τ’ αποκάτω του.
Εσυντροδίστη μονιτάρου.
-Αμάν, Παναγία μου, θα χωθώ μέχρι το λαιμό. Είντα κάνω τώρα;
Έμεινε ακούνητος κι έβαλε τσι φωνές:
-Γυναίκα, εεεε, βοήθεια, εβουλομάχησα στου Καφετζή τ’ αμπέλι. Καπετάνιε, εεε, χωριανοί βοηθάτε, εκόλλησα στι λάσπες, ελάτε ξεκολλάτε μου πριχού νυχτώσει!
Η Αχερού άκουσε πρώτη τσι φωνές του. Έφυγε ολοδράμουντη κι έψαχνε για βοήθεια, αλλά άντρας δεν εβρέθη. Μοναχά η Σοφία η γειτόνισσά της έρτεξε, επήρανε κάτι σανίδια και το φορτόσκοινο από το σομάρι κι εσώσανε στον τόπο του δυστυχήματος. Ο Αχερέας είχε χωθεί πλέα μέχρι πάνω από τον αφαλό. Του ρίξανε το σκοινί και τον ετραβομαχούσανε, πατώντας στα σανίδια, αλλά γλυστρά μια δόση η Σοφία, πάρτηνε μες στο βάλτο. Σπα μονιτάρου και το σκοινί και να την η Αχερού ανάσκελη στη λάσπη. Εγίνηκε οχλαλοή μεγάλη. Φωνάζανε όλοι μαζί βοήθεια και χωνόντουσαν όλο και πιο βαθειά στο βάλτο.
Ευτυχώς τσοι άκουσε ο Πατατούκας πριν νυχτώσει κι επήγε με τα βούιδα και με το βολόσυρο και τσοι ξεκόλλησε. Εμάζωξε και τσοι χιονίτες και τσοι πήρε για τον κόπο του.
Ο Αχερέας πήγε την άλλη μέρα κι εκέντρωσε τσι αχλάδες στα βαρύματα. Δεν έπιασε ούτ’ ένα κεντρί.
Μου τα διηγιότανε τσι προάλλες κι εγέλα μοναχός του. Η Αχερού τον άκουε από την κουζίνα κι ήρθε μια δόση όξω φουριόζα.
-Γελά το χτήμα! Να ‘ρθεις ένα άλλο βράδυ, που να μην έχω δουλειές, να κάτσω να σου πω εγώ πόσες κασκαρίκες μου έχει κάμει στη ζωή μου.
-Μολοντούτο εσύ ακόμα μ’ αγαπάς.
-Βλέπεις, όταν με πρωτοφίλησες ήτανε Πρωτοπάρασκο κι έπιασε το φιλί σου. Αχ, άτιμο καλόφεγγο! Ούτ ένα απίδι δεν έχω φάει από τα χέρια σου αχαΐρευτε. Δεν ήτανε να σε γνωρίσω κακόφεγγο, να μη μπορέσεις να με πάρεις!
Εγύρισε στο νεροχύτη η Αχερού κι ο Αχερέας, συνέχισε να χάσκει, δείχνοντας τα λειψά του δόντια.
-Καλά το λέει. Πρωτοπάρασκο τηνε πρωτοφίλησα. Τσι βγήκε σε καλό κι ό,τι θέλει ας λέει.