Ο κώδωνας του κινδύνου χτυπάει από την Ουάσιγκτον μέχρι τις Βρυξέλλες και το Πεκίνο, καθώς οι ελλείψεις σε επεξεργαστές είναι ολοένα και μεγαλύτερες και πλήττουν αυτοκινητοβιομηχανίες και τεχνολογικούς κολοσσούς. Η αυτονόητη λύση θα ήταν να αυξηθεί η παραγωγή τους ανά τον κόσμο, αλλά δεν είναι τόσο απλό, καθώς είναι περίπλοκη, δύσκολη και δαπανηρή. Και την ίδια στιγμή η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει από έλλειψη μιας πρώτης ύλης εξαιρετικά σημαντικής ιδιαιτέρως για τη μετάβαση στην «πράσινη» οικονομία.
Καίριο πρόβλημα είναι ότι χρειάζονται χρόνια και πολλά δισ. δολάρια για την ανέγερση των εγκαταστάσεων που απαιτούνται για την παραγωγή επεξεργαστών. Η κατασκευή ενός επεξεργαστή απαιτεί συνήθως τουλάχιστον τρεις μήνες, κολοσσιαίες βιομηχανικές μονάδες, χώρους χωρίς ίχνος σκόνης, μηχανολογικό εξοπλισμό αξίας πολλών εκατ. δολαρίων αλλά και εξοπλισμό laser. Ζητούμενο είναι να μετατραπεί ένας μεγάλος όγκος σιλικόνης σε ένα δίκτυο από μικροσκοπικούς διαβιβαστές που στοιχειοθετούν τη βάση ενός κυκλώματος.
Το δυσβάσταχτο κόστος, όμως, κάθε άλλο παρά εγγυάται την επιτυχία. Αντιθέτως, μπορεί το όλο εγχείρημα να αποβεί πλήρως αποτυχημένο όταν μια βιομηχανία μεταποίησης υστερεί ως προς τους ανταγωνιστές της. Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που για τις περισσότερες χώρες είναι πάρα πολύ δύσκολη η αυτάρκεια σε επεξεργαστές. Η Κίνα έχει αναγορεύσει σε άμεση προτεραιότητα εθνικής σημασίας την αυτάρκειά της σε επεξεργαστές, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος έχει υποσχεθεί να αναστήσει την εγχώρια βιομηχανία διασφαλίζοντας μια αμερικανική εφοδιαστική αλυσίδα. Ακόμη και η Ε.Ε. αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για να κατασκευάσει δικούς της επεξεργαστές. Κανείς από τους τρεις δεν έχει εξασφαλίσει την επιτυχή έκβαση των σχεδίων του.
Προειδοποίηση
Την ίδια στιγμή, η Bank of America προειδοποιεί πως η παγκόσμια οικονομία κινδυνεύει «να ξεμείνει από χαλκό», την πρώτη ύλη που διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε ένα μεγάλο φάσμα ταχύτατα αναπτυσσόμενων βιομηχανικών τομέων, όπως, για παράδειγμα, οι μπαταρίες για τα ηλεκτροκίνητα οχήματα και οι καλωδιώσεις επεξεργαστών. Πιθανολογεί, έτσι, την εκτίναξη της τιμής του σε 20.000 δολάρια τον τόνο. Σημειωτέον ότι η τιμή του βιομηχανικού μετάλλου έχει ήδη σημειώσει θεαματική άνοδο καθώς τελευταία έχει εκτιναχθεί στις 10.000 δολάρια ο τόνος για πρώτη φορά μετά 10 χρόνια. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, το θεαματικό άλμα 30% που σημείωσε στη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων στο Λονδίνο η τιμή του χαλκού, φτάνοντας στα 4,5 δολάρια η λίβρα.
Σύμφωνα με τον Μάικλ Βίντμερ, αναλυτή εμπορευμάτων στην Bank of America, τα αποθέματα χαλκού έχουν περιοριστεί στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν εδώ και 15 χρόνια, που σημαίνει ότι δεν καλύπτουν παρά μόνον τη ζήτηση τριών εβδομάδων. Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ η παγκόσμια οικονομία ετοιμάζεται να επιστρέψει σε κάποιας μορφής κανονικότητα ανοίγοντας σταδιακά την οικονομική δραστηριότητα. Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις του Ντέιβιντ Νόιχαουζερκ, ιδρυτή και γενικού διευθυντή της αμερικανικής επενδυτικής Livermore Partners: «Ο χαλκός είναι το νέο πετρέλαιο και για τα επόμενα 10 χρόνια θα αυξάνεται η τιμή του με μια δυναμική να φτάσει στις 20.000 δολάρια ο τόνος». Σημειωτέον ότι η S&P έχει από τον Οκτώβριο προειδοποιήσει για τον κίνδυνο μεγάλης έλλειψης χαλκού, καθώς έχει αυξηθεί σημαντικά η ζήτηση από τομείς όπως η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι κατασκευαστικές και οι βιομηχανίες ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Στην έλλειψη χαλκού έδρασαν καταλυτικά, όπως και στους περισσότερους τομείς, η πανδημία και η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας που μείωσε την παραγωγή και προσφορά του βιομηχανικού μετάλλου, με τη Χιλή, σημαντικότερη ίσως χώρα παραγωγής χαλκού, αλλά και τις ΗΠΑ και το Περού, να έχουν πληγεί ιδιαιτέρως.