Εκείνος και μοναχός του

του Γ.Π. Δρυμωνιάτη, Σκίτσο: Γαβρίλης Ψαρράς

907

Η δουλειά του ήτανε ψαράς. Τις άλλες δουλειές όλες, τις επολέμα μοναχή της η κερά του και πολύ της εκακοφαινότανε, αλλά όσο και να μουρμούριζε, εκείνος εβούλωνε τ’’ αυτία, έπαιρνε τα παραγάδια κι ετράβα για τις άλλες τις μουρμούρες, που έχουνε μόνο τ’’ όνομα χωρίς νάχουνε και τη χάρη. Μία φορά στις δέκα εγιόμιζε ένα καλάθι από δαύτες κι έβγανε το μερόκαμά του.

-ʼΑστηνε τη λελή να μουρμουρίζει και να βολοδέρνει με ζοβγάρια και πρεβόλια. Εγώ έχω γεννηθεί στη θαλάσσα, δεν μου βολεί το χώμα. Αλλά όσο νάναι η γυναίκα είναι δύναμη. Ποίος ξέρει είντα εκβιασμό του έκαμε και μία μέρα αποφάσισε ο ψαράς να πάει, κακωσέχοντα βέβαια, να τηνε βοηθήξει στις ελές. Αυτή η φορά όμως, η μία και μόνη ήτανε αρκετή για να παρασημειωθεί ο γρουσούζης. ʼΑμαθος όπως ήτανε, εβρόντηξε από την τρούλα τση ελαίας κι έκαμε τον κουφό του σκορδαλιά. Εκείνος και μοναχός του, εκωλόσερνε άσκημα το δεξί από τότε κι εστερήθηκε αναπάντεχα τη θάλασσα και τα ψάρια. Ανάσανε όμως κι από τη μουρμούρα τση Αγγέλας, που δεν είχε πλέα λόγο να του βαβλίζει.

-Είντα να σε κάμω, κούτσαβλη. Κάτσε να φυλάεις το σπίτι,… άχρηστο κορμί. Που να σου σπάσει και τ’ άλλο, μπας  και ρθεις στα ίσια σου.

Τόπε η κακόγλωσσα κι εγίνηκε. Ένα βράδυ που είχε πάει κούτσα-κούτσα στο καφενείο κι έπαιζε χαρτία μ’’ ένα ξονεμπασάρη, τότες εγίνηκε το κακό. Ήταν ένας εργάτης στην ύδρευση ο συμπαίχτης του, ένα μουντουλούνι θερίο, με μουστάκια κατσουνωτά και κάτι χερούκλες σαν το φουρνόφτυαρο φαρδιές. Βούβαλο τον είχανε παρανομιάσει. Τούτος ο Βούβαλος λοιπόν, τον εγράπωσε την ώρα που έβγανε τον άσσο από το ζουνάρι του.

-Κλιέβεις ρε που…, του αγρίεψε ο Βούβαλος.

-Ο…όχι, ο κακοντέλης…, μου έπεσε και τον εμάζωξα. Ο βούβαλος έκαμε ότι την έφαε. Εντωμεταξύ προσποιήθηκε πως χρειάστηκε να πάει στον απόπατο, αλλά γύρισε μονιτάρου κι έπιασε τον ψαρά να στρώνει την τράπουλα. Τον άδραξε από το σβέρκο και του τράβηξε μία λαχτέα στο καλό, τέτοια που του κοντύνανε και τα δύο κόκκαλα του καλαμιού. Εκείνος και μοναχός του τα είχε και τα δύο πλέα παραλέκατα, αλλά πραγματικά επάαινε πιο ίσια από πρώτα.

Η Αγγέλα σαν τον είδε ισορροπημένο, τονε στρίμωξε απ’’ αρχής.

-Θαρθείς να μου στρώνεις τσι τριχάρες, να ξεχαλίζεις και να μαζώνεις τσι χαμωλές, που κακό ψόφο νάχεις. ʼΑχρηστε.

Είχε βαρεθεί συνέχεια στο σπίτι ο έρημος κι είπε να της ακούσει της κεράς του. Εύκολες δουλειές ήτανε αυτές που του είχε αναθέσει. Όταν όμως η μοίρα σου ξαμώνει, δεν τηνε γλυτώνεις με τίοτα. Τρίτη μέρα στο λιόφυτο ήτανε, καταχαμηλής η ελαία από πάνω, σωρό τα ξεχαλίδια κι οι χαμωλές από κάτω, αλλά ελόγου του σερνότανε μία χαρά’ κεια χάμω, είχε και το ράδιο κρεμασμένο στο χάλο κι ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Το σκεφτότανε χωρίς να το μολογά, αλλά κειδά πάνω στη σκέψη, τούρθε η κατακεφαλιά.

Καθότανε στη μέση τση τριχάρας, απογεματάκι η ώρα, κι η Αγγέλα απάνω στην ελαία εμάδειε με το χτενάκι της. Νταμαχιάρα γυναίκα, δεν άφηνε ελαία για ελαία. Σε μία δόση είδε πως είχε απομείνει ένα τσαμπί στην άκρη μίας κλάρας κι ετσιμάρησε για να το φτάσει. Αλλά ο χάλος που επάτειε ήταν ξεμασκαλίτης κι όπως ανακλανίστηκε για να σώσει το τσαμπί, ο χάλος ξεμασκαλώθηκε κι εφύγανε απότομα αυτή κι αυτός, συμπούρδουλοι, με κατεύθυνση προς το χώμα.

Ποίο χώμα; Ακριβώς  αποκάτω ήτανε η τριχάρα κι απάνω της καθότανε ο Πετρής και ξεκλάδιζε. Τούρθε ο χάλος  κατακέφαλα κι η Αγγέλα του κατσε αντρίκια στο σβέρκο.

Διάσειση κακού λόγου, είπε ο γιατρός. Μία βδομάδα με πάγο στην καρκάλα την έβγαλε, αλλά σκληρό καρύδι ήτανε, έγιανε γλήγορα, θερίο εξαναγίνει. Ορκίστηκε όμως να μην πάει πλέα ούτε για δουλειά, ούτε για διασκέδαση, γιατί ολωστά τον εκυνήγα η κακοτυχία.

-Θα κάθομαι στο σπίτι και θα φυλάομαι απ’’ όλα.Όσο γερνώ θέλει να προσέχω. Αν δεν είχα πάει εκείνη την αγιομαυρίτικη μέρα για ελές, δεν θα το έσερνα σήμερα  το δεξί μου κι να δε με είχε βάλει ο διάολος να κλέβω το βούβαλο, θάχα γερό και τ’ αριστερό μου.Κάλλιο το λοιπόν να φυλάομαι. Καλά είμαι’ παδά στο σπίτι…

Αλλά τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις, άμα η μοίρα σου, σου ξαμώνει! Από το πολύ καθισιό, έβγαλε ένα σπυρί από πίσω, αγιάθονα, κι όλη μέρα κουτσάβλιζε πέρα-πώδε μες στο σπίτι κι εβλαστήμα το είναι του:

-Ούτε να κάτσω δεν μπορώ, που να μην είχα σώσει να γεννηθώ. Εγώ και μοναχός μου, όσα έχω τραβήξει στη ζωή, ούτε στον οχτρό μου. Που να μην είχε σώσει να με γεννήσει η μάννα μου.

Κατά βάθος όμως φαίνεται πως του άρεσε που γεννήθηκε, γιατί τελικά, μ’’ όλες του τις κακουχίες, τον πεθαμό τον εκαθυστέρησε όσο εμπόρειε. Ενενήντα έξε χρονώ έσωσε, εκείνος κι όλοι μας!.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 81 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ  ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1995

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο