Αυτός ο γάιδαρος που σας λέω, αν ήταν άνθρωπος θάχε εκμεταλλευτεί αθρώπους κι αθρωπάκια. Διότι και όνος ων, εκμεταλλευότανε ένα άθρωπο. Ποίονε; Ε, ποίονε άλλονε, τ’ αφεντικό του, το μπάρμπα Αντώνη, το φουκαρά. Εδώ που τα λέμε ηύρε και τα έκανε, διότι ο μπαρμπ’ Αντώνης ήταν ολίγο μαλαπέρδας. Αν ήτανε άλλος στη θέση του δύσκολα θα επέρνα ο Μερσέντης (έτσι τον έλεγε) τσι τσιριμόνιες του. Αλλά το γεροντάκι, το βολικό, το είχε του ποδαριού του ο όνος.
Αναποδίτης ο γάιδαρος, βολικός ο αφεντικός, είχανε ‘ρθει τα πάνω κάτω. Αντί να τρώει δοκάρι το υποζύγιο, αυτό έδερνε το γέρο, δηλαδής τον είχε ταράξει στι ρουμπουχουνές και στι κλωτσές και δαγκωνές με τσι γαϊδουροδοντάρες του, του είχε τραβήξει ένα σωρός και το σπουδαιότερο, ποτέ δεν έκανε σωστά τσι δουλειές. Τελικά να μην τα πολυλογώ το αφεντικό ήτανε ο Μερσέντης και όχι ο μπαρμπ’ Αντώνης.
Μία μέρα είχε ετοιμάσει μιγόμι η γραία να το πάει ο Αντώνης στο Γαβρίλη να τ αλέσει γιατ’ είχανε ξωμείνει από παξιμάδι. Αλλά ο Μερσέντης εκείνη τη μέρα είχε ξυπνήσει ανάποδα. Δεν είχε καμμία όρεξη να κουβαληθεί στο Λειβάδι μα δύο ταγάρες τσι ρίγας γιομάτες καρπό στην πλάτη του. Μόλις την εμυρίστηκε τη δουλειά αρχίνιξε τ’ αντριτσινίσματα. Ο γέρος τον έπιασε με το καλό, του έδωσε δύο ξερά σύκα, τον εκατάφερε κι εμπήκε ανάμεσα στι δύο ταγάρες. Εφώναξε και τη γραία να τονε βοηθήξει κι εθάρειε πως θα τον εξεγέλα και θα του ζάλωνε τα μιγόμια στην πλάτη του. Αλλά άλλα λογάριαζε ο γαϊδουρολάτης κι άλλα ο γάιδαρος.
Κατάφερε, που λέτε, κι ανέβασε τη μία ταγάρα στο σομάρι, την έδεσε με τα φορτόσκοινα, έβαλε αντισηκούρι τη φορτωτήρα κι επειδή μ’ όλα αυτά είχε ζοριστεί, έβαλε και τσι φωνές στη γραία:
-Αντιβάστα, μωρή, δεν το βλέπεις που αγέρνει, που να σου μπει ο διάολος μέσα σου…βαθέα.
Αλλά η κακοντέλα η γραία, ένα ψίχαλο ήτανε, είντα ν’ αντιβαστήξει. Την είχε πάρει από κάτω το μιγόμι κι ίσα-ίσα επρόκαμε ο Αντώνης κι έριξε από την άλλη μερέα του σομαριού το άλλο τσουβάλι κι ισορροπήσανε λιγάκι τα πράμματα. Ο Μερσέντης για την ώρα και παρά τις αρχικές κακές προθέσεις του, έδειχνε καλή διαγωγή. Μονιτάρου όμως και πριν προκάμει να περάσει ο γέρος το φορτόσκοινο στο σκαρβέλι, αρχινά κάτι σαλτουνίσματα ο αβάσταγος, σαν δαιμονισμένος έκανε. Έφυγε το τσουβάλι από τα χέρια του μπάρμπα κι έπεσε κατάχαμα. Το άλλο, το φορτωμένο, έγειρε πάλι προς το μέρος τση γραίας. Από τσοι τσίνους εκλώτσησε κι η φορτωτήρα κι όλο το βάρος έπεσε στα χέρια της. Ο μπαρμπ’ Αντώνης ούρλιαξε:
-Αντιβάστα μωρή, θα μας εφύγει ο π…, αντιβάστα που να σου δώσει κι εσένα κι αυτουνούουουου…
Με είντα δύναμη η κακομοίρα. Επολέμα όσο εμπόρειε, αλλά έκαμε δύο βήματα ο Μερσέντης προς τα μπρος εξεσομάρισε ολωσδιόλου και βρέθηκε άξαφνα η γραία καταγής και η ταγάρα από πάνω της. Ο μπαρμπ’ Αντώνης ακόμα εφώναζε. Αντιβάστα, μωρή κι επολέμα να πιάσει τη φορφωτήρα να τηνε φέρει στην καρκάλα του Μερσέντη. Αλλά εκείνος αγγάνιξε τρεις κι επήρε τζιρίτι, με το σομάρι αδειανό και γυρισμένο στην κοιλία του κι όχι φορτωμένο στην πλάτη του. Τον εχάσανε. Τους τον έφερε την άλλη μέρα ο αγροφύλακας μαζί με μία φιλιστόκα, γιατί είχε πάει τη νύχτα στην μπαμπακία του Μπάγκουρα και του κατάφαε τα καρπουζοπέπονα.
Και νάτανε αυτηδά μοναχά. Ένα σωρό τέτοιες τούχε κάμει του γέρου, ο μπάσταρδος. Μία δόση που τον είχε κι αλώνευε είχε πάλι τσι κακές του. Τίοτα απ ότι τον διέτασσε ο γέρος δεν εκτελούσε.Του έλεγε ρρρρ για να γυρίσει τ’ ανάποδα τσοι κύκλους στο αλώνι, αυτός το βιολί του. Όλο προς την ίδια κατεύθυνση εγύριζε κι είχε καταζαλιστεί ο γέρος. Του έλεγε όμπριου για να σταματήσει, αυτός εφουλάριζε.Του έλεγε όξωχα, αυτός στη μέση επάαινε. Όταν εβαρέθει πλέα το αλώνισμα, παρ’ όλο που εφόριε μύγιαστρο, ετσίνιξε όξω από τ’ αλώνι, επήρε των ομματιώνε του κι έκαμε μία βδομάδα να γυρίσει στιο λέστεκο. Εν τω μεταξύ τ’ αστάχυα μένανε μισοαλωνεμένα στο αλώνι και τον καρπό τον εκουβαλήσανε όλονε οι μερμήγκοι στη μερμηγκότρυπα.
Αυτά έβλεπε ο κυρ-Γιάννης και τον είχε ρημάξει στο σκαρσοζύγιασμα τον μπαρμπ’ Αντώνη. Σου λέει, αφού κι ο γαΐδαρός του τον εκμεταλλεύεται, εγώ γιατί όχι;
Και μετά πολεμούμε εμείς οι θεωρητικοί να καταργήσουμε την εκμετάλλευση αθρώπου από άθρωπο. Καλά Μαρία, που λένε. Όσο υπάρχουνε ζύγια, όλο λόγια θάμαστε. Εδώ ο Μερσέντης ούτε ζύγια είχε, ούτε γράμματα ήξερε και πάλι καλά τα κατάφερνε. Γιατί λοιπόν να μη τα καταφέρνει καλλίτερα και κάθε μπαρμπα Γιάννης που και στο σκαρσοζύγιασμα μανούλα είναι και από τοκογλυφίες ξέρει κι όσους ξέρανε λιγότερα απ’ αυτόνε γράμματα τσοι κάνει ό,τι θέλει; Εδώ σασε λέω, ο Μερσέντης εκμεταλλευότανε το βούιδι τ’ αφαντικό του, γιατί λοιπόν να μην εκμεταλλεύεται ο κυρ-Γιάννης, τ’ αφεντικό, όλους εμάς τα βούιδα; Γιατί δηλαδής;
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ 105 ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 1997