Ελληνικότητα: Μας λείπει ή μας περισσεύει;
Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας*
Το ερώτημα έχει επακριβώς τεθεί: “Πώς να πορευτούμε συλλογικά και υπεύθυνα ανάμεσα σε δύο ‘νοσηρότητες’: αφενός του φανατικού ελληνοκεντρισμού με την ομφαλοσκοπική λογική που το διέπει και αφετέρου του εξίσου φανατικού και εθνικά επιβλαβούς αντιελληνοκεντρισμού που χαρακτηρίζει πολλούς από τους νεοφώτιστους πολιτικούς και διανοούμενους της εποχής μας. Από την μια η ‘ανέξοδη υπέροχη εκδοχή του Έλληνα’ και από την άλλη ο δήθεν εκσυγχρονισμός, που με την επίφαση κάποιας εξωστρέφειας μάς καθιστά μετέωρους, πανομοιότυπα αντίτυπα ανθρωποειδή, περίπου σαν κλωσσόπουλα αναστημένα στην κλωσσομηχανή. Ποιά είναι η ενδιάμεση συνθετική στρατηγική, ικανή να εναρμονίσει δημιουργικά στοιχεία της παράδοσης με τις νέες προκλήσεις και δεδομένα, δίχως υποταγή και περιχαράκωση, ούτε στο επείσακτο και καινοφανές, αλλά ούτε και στο αυτόχθον και παλαιόθεν ισχύον”;
Πιστεύω ότι οι δέκα πέντε επισημάνσεις που ακολουθούν (κάποιες βιωματικής αφετηρίας, οι περισσότερες “λογοδοσία προσεκτικού αναγνώστη”) επιτείνουν το ερωτηματικό, σκιαγραφώντας, ένθεν κακείθεν, την εικόνα:
- Μια αυτοπροσωπογραφία μας, που ίσως βάζει τα πράγματα στη θέση τους: Οι Έλληνες δεν είμαστε τόσο κακοί όσο μας νομίζουν, ούτε τόσο καλοί όσο νομίζουμε εμείς.
- Η καλλιτεχνική και επιστημονική παραγωγή των σύγχρονων Ελλήνων, ίσως δεν συγκρίνεται δυσμενώς με τα επιτεύγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Εκεί όμως που φαίνεται ότι είμαστε τραγικά πίσω είναι η ποιότητα της καθημερινότητάς μας. Λυδία λίθος α-πολιτισμού αλάνθαστη.
- Απόηχοι ελληνικότητας, μέσα από τα λόγια ηρώων της λογοτεχνίας μας: “Η ευκοσμία της ελληνικής φύσης υπαγορεύει στο δημιουργό ένα ύφος σύμφωνο με την καταγωγή του”. Και: “Κοίτα τα ταπεινά βουνά. Θαύμασε τη σαφήνεια και την πνευματικότητα της δομής τους…Όλα έχουν θυσιάσει κάτι για να κρατήσουν το κύριο. Όλα σού διδάσκουν να κινείσαι δώθε από τη δύναμή σου, σαν αληθινός άρχοντας”.
- Η απουσία μνήμης. Ένα διαχρονικό εθνικό χαρακτηριστικό μας. Αποτέλεσμα κι αυτό του άκρατου και ευμετάβλητου συναισθηματισμού μας. Ενός συναισθηματισμού μεγάλης εντάσεως, αλλά περιορισμένης διάρκειας. Λήθη: Κανείς εδώ δεν παραμένει για πολύ φίλος ή εχθρός με κανέναν.
- Παράδοση είναι το κακό παράδειγμα για τον κακό και το καλό για τον καλό.
- Τι απάντηση κι εκείνη της γερόντισσας των ανατολικών εσχατιών του απόδημου ελληνισμού, που σε απόπειρα αμφισβήτησης της ελληνικότητάς της απάντησε αφοπλιστικά, σε απαστράπτοντα, πενταγάργαρα ελληνικά: “Τι να σου πω παιδάκι μου, εγώ εδώ γεννήθηκα, σχολείο δεν πήγα, από τον τόπο μου δεν έφυγα ποτέ και τη γλώσσα που σου μιλάω δεν μου την έμαθε ο αέρας”.
- Η “υπέροχη εκδοχή του Έλληνα” ως υλικό για κομπασμό των επιγόνων. Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σε κάθε παραμικρή πτυχή της, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου. Και να θέλεις να καλύψεις τον εκβαρβαρισμό σου με συναισθηματική φθήνια καυχήσεων για προγονικό πλούτο που πραγματικά αγνοείς.
- Η ελληνικότητα εκφρασμένη από το ελάχιστο της καθημερινής ζωής: Το αποκορύφωμα των εντυπώσεων, για την Κρήτη που χάνεται, μεγάλου μας ζωγράφου, η σκηνή σε μαγαζάκι-ζαχαροπλαστείο του Ηρακλείου, όπου, έχοντας μαζί με τη σύζυγό του καταναλώσει ήδη λαίμαργα το μέλι, πριν από τους τελευταίους λουκουμάδες, τούς πλησίασε η πηγαία φιλόξενη καταστηματάρχης-σερβιτόρα για να τους ρωτήσει, με χάρη: “Θέλετε ακόμα λίγο μελάτσι;…”
- Γιατί ο χθεσινός άρχοντας μέσα σε μια γενιά να μεταποιηθεί σε υπανάπτυχτο λιμασμένο καταναλωτή, σε αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων πολιτικών κομμάτων. Άγλωσσο ανθρωπάκι, αισθητικά εκβαρβαρισμένο, μικρονοικό φίλαθλο, αηδιαστικά εγωκεντρικό ανθρωποειδές, που ασυναίσθητα και αδιάντροπα πιθηκίζει αλλότριες κοινωνίες, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού- “Κάλπικον δάνειον” χωρίς αντίκρισμα.
- Ο Έλληνας είναι υπέροχος όταν παύει να χρησιμοποιεί το δεκανίκι της εθνικής ταύτισης και πορεύεται αυτόνομος. Oταν δεν αντλεί ούτε δικαίωση, ούτε αξία από την προσκόλλησή του σε κάποιο συλλογικό μεγαλείο. Ο υπέροχος Έλληνας δεν σε κάνει ποτέ να συνδέεις την υπεροχή με την καταγωγή σου.
- Ανάμεσα στην Δυστυχία ( ή την ευτυχία) του να είσαι Έλληνας υπάρχει και η κατάσταση στην οποία νιώθεις Έλληνας χωρίς να ντρέπεσαι ή να υπερηφανεύεσαι γι’ αυτό. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που υπερηφανεύονται επειδή…ντρέπονται που είναι Έλληνες. Και που αυτό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να είναι προσόν.
- Η επαναλαμβανόμενη κάθε ψυχοσάββατο καλή μου πράξη, για χάρη της αναλφάβητης γριάς γειτόνισσας, που νεαρό μαθητάκο στο χωριό, με κάθιζε στη φτωχική καμαρούλα της και αφού με εφοδίαζε με εκείνα τα άψογα ψαλιδισμένα λευκά χαρτάκια της, άρχιζε να μου υπαγορεύει με κάθε σοβαρότητα, εν είδει ιεροτελεστίας: “Υπέρ ψυχών. Γράφε παιδί μου. Βάλε το σταυρό στη μέση και γράφε: Παναγιώτης, Δεσπούλα, Αθανάσιος, Φρόσω, Παντελής, Αρετή, Αλεξάνδρα…”
- Η προγονοπληξία είναι νόσος. Από την άλλη, η αποστασιοποίηση απ’ αυτήν και η ακλόνητη ουσιοκρατία είναι παρακμή. Η σωστή απάντηση: Ό,τι κληρονόμησες από τους προγόνους σου, κέρδισέ το ώστε να γίνει δικό σου.
- Ακόμα κι αυτό που αλλάζουμε πρέπει να φαίνεται παραδοσιακό.
- Ανατομία, ακριβής ακτινογραφία της σχέσης αρχαίας και νεώτερης Ελλάδας: Υπάρχουν στιγμές που στρεφόμαστε στο παρελθόν σαν να μη μας ανήκει. Όπως ο διαρρήκτης που διαπιστώνει, λίγες μέρες μετά την κλοπή, πως αδυνατεί να εξαργυρώσει τα κλοπιμαία. Και άλλες φορές πάλι σαν να μας ανήκει με την πιο αποκρουστική έννοια της ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης: την τοκογλυφική.
*Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.