“Την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς όπως το ψέμα”. Αυτός ο στίχος του Οδυσσέα Ελύτη, τείνει να γίνει το σήμα των καιρών μας. Κάτι που δεν είναι δύσκολο να το καταφέρουν, τα διάφορα καθαρόαιμα της πολιτικής, του μάνατζμεντ, του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας, εκπαιδευμένα καθώς είναι στα σχετικά συντεχνιακά σεμινάρια επικοινωνιακών και διαχειριστικών, διάβαζε χειραγωγικών, δεξιοτήτων. Εκεί όπου έχουν μάθει πολύ καλά, ότι για να λύσεις ένα πρόβλημα, αρκεί να το έχεις θέσει καλά. Ή αλλιώς, να επιλέγουν το έγκλημα, ανάλογα με τη θέση που θέλουνε να υπερασπιστούν.
Όμως εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Tα πάσης φύσεως αναπαραγωγικά πρακτορεία που μας κατακλύζουν δεν αποσκοπούν (μόνο) σε πολιτικά ή εμπορικά οφέλη, όπως παλιά. Αποσκοπούν, κυρίως και βλακωδώς, σε έναν αχρείαστο εντυπωσιασμό. Ηδονίζονται, θα έλεγε κανείς, απ’ αυτόν.
Πρωτίστως, σαρώνει η αρνητική εικόνα για τον τάδε ή δείνα επώνυμο, επιτυχημένο ή αποτυχημένο, αλλά και για τον απλώς γνωστό, συνάδελφο ή ακόμα και “φίλο”, σε κουβέντες δημόσιες ή ιδιωτικές. Κύριο χαρακτηριστικό της, η μηδενική ανοχή στην επιτυχία του άλλου. Ό,τι και να καταφέρει κάποιος είναι κάλπικο, ύποπτο, στημένο. Με την πρώτη διατύπωση μιας καλής κουβέντας για κάποιον, ενεργοποιούνται, από την πλειονότητα των υπολοίπων, όλα τα καιροφυλακτούντα επιθετικά ανακλαστικά.
Το Facebook, το Twitter κ.λπ. σέρνουν τον χορό του φθόνου και της μνησικακίας. Μέσα από τις ηλεκτρονικές αναρτήσεις και “συνομιλίες” γιγαντώνεται και πολλαπλασιάζεται η αποστροφή που φωλιάζει στον καθένα για τον καθένα.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα χειρότερο. Η πιο αποτρόπαιη έκφανση της εσωστρέφειας. Ο ασφαλής τρόπος για να κάνεις το κακό, χωρίς να διακινδυνέψεις και πολλά, είναι η συκοφαντία.
Γι’ αυτό και είναι τόσο διαδεδομένη. Η “έργω βλάβη” εντοπίζεται και τιμωρείται αυστηρά, ενώ η κακογλωσσιά, όταν μάλιστα συνοδεύεται και από την έντεχνη εκφορά της, κάνει εξίσου καλή δουλειά, και χωρίς να αφήνει ίχνη.
Η εδραίωση αυτής της εμπόλεμης συνθήκης προδίδει πολλά για την κοινωνία μας. Στην ψυχαναλυτική επιστήμη προστίθεται άλλο ένα στοιχείο αυτογνωσίας: “Πες μου ποιον (και πώς τον) κυνηγάς-ανταγωνίζεσαι για να σου πω ποιος είσαι”. Κι αυτό γιατί, “Εκείνο που ενοχλεί κάποιον περισσότερο στις αποτυχίες του, είναι το πόσο εύκολα κάποιος άλλος θα τις είχε αποφύγει”.
Πως φτάσαμε ως εδώ; Η απάντησή σε τρεις λέξεις: μέσω της Ανάρτησης.
Σε αντίθεση με την, άλλων εποχών, Δημοσίευση (κύριο συστατικό της οποίας ήταν η αλήθεια), κύριο συστατικό της Ανάρτησης είναι η (ακόμα και ψευδής) εντυπωσιακή είδηση και η συνακόλουθη προθυμία των εκατοντάδων ακολούθων να την αναπαραγάγουν. Η αλήθεια χρειάζεται χρόνο, το ψέμα μπορεί να κάνει τη δουλειά του και μέσα σε 15 δευτερόλεπτα.
Γράφει, εν προκειμένω, ο Π. Μπουκάλας: “Φαίνεται πως είναι διεθνές, διαφυλετικό και διαταξικό το χούι να πιστεύουμε στο ακραίο, ακόμα κι αν η ακρότητά του είναι καταφανής, στα όρια του γελοίου. Επίσης οικουμενική φαίνεται πως είναι η προτίμηση στους άγγελους κακών ειδήσεων, όχι στους κομιστές ελπιδοφόρων νέων. Τρελαινόμαστε για καταστροφές, συντέλειες, ‘αποκαλύψεις’ τερατωδών σκευωριών. Τρελαινόμαστε να επιβεβαιώνεται –έστω και με κραυγαλέες αναλήθειες– η σιγουριά μας ότι ‘εκεί έξω’, έξω από τον εαυτό μας, δηλαδή, όλοι είναι άθλιοι. Όσο πιο χοντροκομμένο είναι ένα ψέμα τόσο ευκολότερα καταπίνεται”.
Μασημένη τροφή για τους, μονίμου εφημερίας, αναπαραγωγείς, που καραδοκούν έτοιμοι και πρόθυμοι να την διαθέσουν στη βουλιμία της απανταχού πελατείας των ομοιών τους. Νομίζοντας έτσι ότι θα δείξουν πόσο ενημερωμένοι και μέσα στα πράγματα είναι!
Από την άλλη: “Όταν δημιουργείς ένα βίντεο σήμερα πρέπει να έχεις υπόψη σου το μικρό εύρος προσοχής των σημερινών ανθρώπων. Σε 10 – 15 δευτερόλεπτα, το πολύ, πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι τόσο δυνατό, που οι θεατές θα θέλουν να το κοινοποιήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να γίνει βάιραλ.”
Ένα παράδειγμα, αυτό που είχαμε δει στην ταινία, “Το τετράγωνο”: Σε αναζήτηση του πολύτιμου εντυπωσιασμού, επιλέγεται ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι, που το ντύνουν ζητιανάκι, το οδηγούν στο κέντρο του τετραγώνου και το ανατινάσσουν.
Είναι σαν οι «επικοινωνιολόγοι» να αυξάνουν συνεχώς τη δόση κυνισμού και τερατολογίας προς τους αποδέκτες τους, τείνοντας και οι ίδιοι προς τα όρια τους.
Όπλο τους, βεβαίως, το συναίσθημα, το οποίο επιστρατεύεται με στόχο να καυτηριάσει, τάχα μου, τον περιρρέοντα κυνισμό. Για να καταλήξει, αλλοίμονο, στην αποθέωσή του…
Η δραματοποίηση κορυφώνεται με τη μορφή της “απόγνωσής” τους, η οποία συνοψίζεται στην εκ μέρους τους παρανοϊκή αναρώτηση: “Επιτέλους, πόση απανθρωπιά χρειάζεται για να προσεγγίσουμε την ανθρωπιά σας;”.
Αναφορές:
Μ. Κατσουνάκη, “Κοινωνίες σε σύγχυση, έννοιες σε αποσύνθεση”, Καθημερινή
Π. Μπουκάλας, “Την αλήθεια την ‘φτιάχνει’ κανείς”, Καθημερινή