Ένας κίνδυνος: Να ηττηθούμε χωρίς να αγωνιστούμε
Γράφει ο Γιώργος Ι. Κωστούλας *
Οι άνθρωποι είναι γενικώς πιο ευαίσθητοι απέναντι στις αρνητικές πιθανότητες να συμβεί κάτι, παρά στις θετικές. Ανησυχούν, δηλαδή, περισσότερο μήπως χάσουν κάτι, απ’ όσο επιθυμούν να κερδίσουν κάτι.
Ας μου επιτραπεί να το υποστηρίξω αυτό με ένα προσωπικό παράδειγμα: Για δεκαετίες πλέον, αφότου πήρα το πτυχίο της ΑΣΟΕΕ και απέκτησα το σπίτι μου, επανέρχονται περιοδικά δυο εφιάλτες στις κατά τα άλλα ήσυχες νύχτες μου. Ο ένας, ότι δεν έχω πάρει, λέει, το πτυχίο μου και ο άλλος, ότι το σπίτι στο οποίο μένω δεν μου ανήκει. (Νομίζω ότι έχω την εξήγηση για την αιτία αυτών των αποκρουστικών επισκεπτών. Για το πτυχίο: ότι το πήρα χωρίς να προσπαθήσω πολύ. Στην πραγματικότητα τόσο εύκολα, που είναι σα να μου το έδωσαν από λάθος και μου το παίρνουν πίσω με τη διαπίστωσή του. Για το σπίτι, αντίθετα, ότι το απέκτησα με μεγάλη δυσκολία και με ένα cash-flow τόσο τολμηρό και ευάλωτο που μοιάζει αρκετά απίστευτο, ώστε να παραμένει στα όρια του ονείρου- εφιάλτη).
Τα θυμήθηκα αυτά διαβάζοντας το θαυμάσιο κείμενο του Β. Καραποστόλη, καθηγητή Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην Καθημερινή, με τίτλο “Το ψυχικό απόθεμα του Έλληνα”, το οποίο θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Όταν βλέπουμε το σύγχρονο Έλληνα να αγανακτεί επειδή λιγόστεψε το εισόδημά του, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι το κάνει επειδή θα του λείψουν κάποιες απολαύσεις που αναγκαστικά θα βγάλει από τη ζωή του. Ο ηδονισμός σ’ αυτόν τον τόπο δεν ρίζωσε τόσο βαθιά. Ιστορικά ποτέ δεν ήταν το φαγοπότι που ονειρεύονταν οι φτωχοί, ούτε η καλοπέραση.
Εκείνο που βαθύτατα επιθυμούσαν, ήταν η σιγουριά, πως όσα είχαν αποκτήσει δεν θα τους τα άρπαζαν κάποιοι ξαφνικά (όπως… στους δικούς μου εφιάλτες). Πόλεμοι, επιδρομείς, κατακτητές, “παλιοκαταστάσεις” γενικά, ληστές, φορομπήχτες, τοκογλύφοι… Με όλους αυτούς να αλωνίζουν επί αιώνες, πώς να κατασιγάσει η τρομάρα των αδυνάμων ώστε να μπορέσουν να ευχαριστηθούν το ψωμί τους, το κρασάκι τους και το σπιτικό τους;
Ο ίδιος φόβος θα τους συνοδεύει και αργότερα όταν κατέβηκαν από τα χωριά στις πόλεις. Οι καιροί ήταν διαφορετικοί. Οι ξυπόλητοι βρέθηκαν στους εμπορικούς δρόμους, τους γεμάτους με τις βιτρίνες του ‘70 του ‘80 του ‘90. Στο τέλος αυτών των δεκαετιών μπορούσαν τελικά να καυχηθούν για τον εαυτό τους, να φωνάξουν πως επιτέλους τα κατάφεραν να μην είναι νηστικοί, να χορτάσουν κι ακόμα να εκδικηθούν την παλιά τους πείνα με μια νέα σπατάλη.
Γρήγορα όμως φάνηκε ότι κάτω από την ευχαρίστηση, ακόμα κι όταν ενέδιδαν σε κάτι περιττό, ο φόβος παρέμενε πάντα παρών. Αυτός ο δαίμονας που έρχονταν από παλιά και που αργά ή γρήγορα θα χτυπούσε πάλι την πόρτα του σπιτιού.
Σήμερα ο ίδιος απαίσιος ήχος ακούγεται, κατά τα μελαγχολικά μας βράδια, από το εσωτερικό των διαμερισμάτων που μετατράπηκαν σε φωλιές αγωνίας. Τηλεοράσεις, υπολογιστές, ραδιόφωνα και τηλέφωνα φέρνουν τα κακά μαντάτα, με μια έξαψη που είναι ταυτόχρονα και σημάδι χαιρεκακίας. Κυρίες και κύριοι, μάθετέ το ξαναγινόσαστε αυτό που είσαστε κάποτε: άνθρωποι αναγκασμένοι να μετράτε και την τελευταία σας δεκάρα.
Με μια διαφορά όμως. Παλιά μπορούσε ένας στριμωγμένος να ξεπερνά πότε πότε τη φτώχεια του και να γλεντάει τις σκοτούρες του. Ενώ σήμερα του λείπει το κουράγιο. Αντίθετα με τους γονείς και τους παππούδες του, ο σημερινός Έλληνας τρέμει στη σκέψη πως αν του κοπεί ο μισθός του, θα του κοπεί και η θέληση να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Αυτή η θέληση που αντλείται από ό,τι “είμαστε” και όχι από ό,τι “έχουμε”.
Αλήθεια, υπάρχει κάτι γόνιμο εκεί μέσα στα ψυχικά υποστρώματα του σύγχρονου Έλληνα; Η εμπειρία, γράφει ο Καραποστόλης, υποδεικνύει ότι υπάρχει και ότι σπάνια θα βρείτε Έλληνα ικανοποιημένο με την απραξία του, ακόμα κι αν αυτή του προσφέρει μια βολή. Η πλειονότητα νιώθει τη φαγούρα της δράσης, θέλει να ενεργήσει, να επιφέρει αλλαγές, να αποδείξει ότι μπορεί και ότι το να μένει με δεμένα χέρια, είναι και για το σύγχρονο Έλληνα αρρώστια και ξεπεσμός.
Ήδη, ακούγονται γύρω μας φωνές που τρυπάνε τ’ αυτιά μας. Είναι οι νέοι αγρότες που ζητάνε απελπισμένα κατευθυντήριες γραμμές, για να αναδιαρθρώσουν τις καλλιέργειές τους. Είναι άλλοι νέοι που έχουν την όρεξη να οργανώσουν μια επιχείρηση και βρίσκονται αντιμέτωποι με χαοτικούς “κωδικούς” και προγράμματα”. Είναι οι, νέας γενιάς, εξαγωγείς μας που δίνουν τη μάχη της ποιότητας και της προστιθέμενης αξίας. Είναι οι ερευνητές μας που σε εχθρικό περιβάλλον και με ανύπαρκτους πόρους διαπρέπουν στα διεθνή fora. Είναι τα ψυχωμένα παιδιά του κλασικού αθλητισμού μας, οι αντιστάρ που δίνουν συγκινητικό παράδειγμα στους αποθαρρημένους Έλληνες, που κινδυνεύουν να ηττηθούν χωρίς να δώσουν μάχη. Τα ίδια ηρωικά παιδιά που, με τη μαχητικότητά τους μας διαμηνύουν ακόμα ότι, χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δόθηκε ποτέ. Είναι τέλος όλοι αυτοί που ανυπομονούν ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες, την ίδια στιγμή που η ηγεσία, οι κυβερνώντες, χρόνια τώρα, στέκονται αδέξιοι και αναβλητικοί μπροστά σ’ αυτή τη σφύζουσα διαθεσιμότητα χεριών και μυαλών, εξετάζοντας και επανεξετάζοντας ποια κίνητρα να δώσουν, ώστε τάχα να εμφανιστούν…
Μα δεν τους βλέπουν πως είναι κιόλας στο πόδι; Δεν τους βλέπουν που παρουσιάστηκαν ανασκουμπωμένοι και περιμένουν; Φαίνεται πως όχι. Μεγάλος μπελάς να οργανωθεί η ζωτικότητα… Κι όμως, αν υπάρχει μια ευκαιρία, μια ανάγκη για εφαρμογή από την κυβέρνηση κάποιου μοντέλου fast track, αυτή πρέπει να εκδηλωθεί εδώ και τώρα, ακριβώς, στην υποδοχή, την τόνωση και την οργάνωση αυτής της ζωτικότητας.
Γιατί αλλιώς: Κινδυνεύουμε να ηττηθούμε χωρίς να αγωνιστούμε.
*Τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα gcostoulas@gmail.com