Ο Σαρωνικός, ως και μια 10ετία πριν, από θάλασσα της αφθονίας είχε μετατραπεί σε εστία τεράστιας περιβαλλοντικής μόλυνσης, φθάνοντας στα όρια γενικευμένης καταστροφής. Άντεξε όμως, κρατήθηκε και σταδιακά ανέκαμψε.
Σήμερα, ανακτώντας την αίγλη του παρελθόντος, δικαιολογημένα λογίζεται ως ένας ιδανικός, πλούσιος ψαρότοπος.
Ήθελε πολύ να πιστέψει όλα όσα του έλεγαν, όμως αυτά είχε αρκετό χρόνο για να τα διαπιστώσει. Τώρα πρώτο ζητούμενο ήταν να απολαύσει προετοιμασία, παρέα και διαδρομή. Από τότε που το ξύλινο βαρκάκι του παππού έστεκε καμαρωτό στο μικρό λιμανάκι της Πειραϊκής είχαν περάσει 32 χρόνια. Αυτό είχε κρατημένο πιότερο απ’ όλα στις αναμνήσεις του ο Δημητρός, αυτό και το ΚΥΔΩΝ.
Εκείνο το τεράστιο για την εποχή καράβι της ΑΝΕΚ που καθημερινά πήγαινε Πειραιά-Χανιά και που εκείνη την ημέρα δεν λογάριασαν καλά, έμειναν στα σιμά του και λίγο έλειψε να τους τουμπάρουν τα απονέρια του.
Τρεις μέρες μετά από εκείνο το περιστατικό, έμπαινε για πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Όταν βρέθηκε ψηλά, δάκρυα κύλησαν στα μάτια του. Φόβος και νοσταλγία τον είχαν κυριεύσει. Σκεφτόταν από την μια τον άγνωστο κόσμο που τον περίμενε και από την άλλη τα αγαπημένα πρόσωπα που άφηνε πίσω, την γειτονιά, το ψάρεμα και το μικρό βαρκάκι. Πιάτο είχε στα πόδια τον Σαρωνικό και τον αποχαιρέτησε σαν τόπο λατρεμένο.
Στην Αμερική δούλεψε σκληρά, έγινε λαντζέρης, οικοδόμος, σερβιτόρος, κηπουρός, οδηγός μα είχε άστρο τυχερό, πρόκοψε και νοικοκυρεύτηκε με το παραπάνω. Σ’ όλο εκείνο το διάστημα τέσσερις φορές γύρισε στην πατρίδα. Μια όταν έφυγε από την ζωή ο παππούς Κωνσταντής, μια στον γάμο της αδελφής του και δυο για να βαφτίσει τα παιδιά του στην Σαλαμίνα, στην Ι.Μ της Φανερωμένης.
Και απ’ όλες τις επιστροφές στην πατρίδα, μονάχα μια έλαχε να βρεθεί καιρός, παρέα και σκαρί, για να βρεθεί κοντά στην μαγεία του πολυτραγουδισμένου Σαρωνικού. Μόνο που τώρα είχε πολλά βαπόρια, επιβατηγά, φορτηγά, γκαζάδικα, δεξαμενόπλοια, λάντζες και ρυμουλκά να κινούνται διαρκώς.
Και με το σκάφος του λιμεναρχείου να τους πλευρίζει δυο φορές και να τους προειδοποιεί πως ο τόπος είναι παντού δίαυλος και ότι αν τους ξαναβρεί εκεί τριγύρω θα τους γράψει. Μα δεν ήταν μόνο τούτες οι μεγάλες αλλαγές. Η χειρότερη απ’ όλες τους περίμενε στον βυθό…
Νέκρα και λάσπη παντού
“Τελευταία φορά που βρέθηκα στα παλιά λημέρια ήταν Ιούλιος του 1997. Ο Κώστας τότε είχε ένα 7μετρο καμπινάτο, αραγμένο στο Πέραμα. Μαζί μας ήταν ο Λουκάς και ο πατέρας του. Πήραμε ζωντανά δολώματα, δυο κοφίνες παραγάδια και ανοιχτήκαμε σούρουπο.
Από τα λεγόμενα του μπάρμπα Σπύρου κατάλαβα πάμε για ψαριά φτωχή.
Έλεγαν πως σκουπίδια, λύματα και πετρέλαιο είχαν απλώσει θανατική μόλυνση, και σε κάποια σημεία ζωή δεν υπήρχε. Τα παραγάδια δολώθηκαν με φαραώ, μύδι, μάνα και καραβιδάκι. Πίστευα πως τα καλά σημεία θα τα θυμόμουν ακόμη, όμως έπεσα έξω.
Κάτι που ήταν νύχτα, κάτι ο αλλαγμένος φωτισμός της στεριάς, κάτι τα αγκυροβολημένα πλοία, με μπέρδεψαν. Και στη στεριά ήταν διαφορετικά, αφού τα Σελήνια είχαν επεκταθεί αφάνταστα. Ανοιχτά από τα Κυνόσουρα βάλαμε το πρώτο, προς την Ψυττάλεια το άλλο, και ως το χάραμα κάναμε καθετή.
Ανεβάσαμε σακούλες, σχοινιά, ένα τελάρο, όμως από ψάρια τίποτα. Αναπολούσα εποχές, τότε που σε κάθε “σκάντζα” ξέραμε τι ψάρια είχε από κάτω, και θεωρούσα αδιανόητη μια τέτοια καταστροφή. Τότε, σαργούς, λιγδοπούλες, μυτάκια, λυθρίνια, μουσμούλια, γόπες, μένουλες, κολιούς και καλαμάρια, τα πιάναμε σχεδόν σε κάθε σημείο ανάμεσα Πέραμα και Σαλαμίνα. Η απόλυτη τραγωδία ήταν με τα παραγάδια. Για να γλυκάνω την καψούρα μου σήκωσα το πρώτο εγώ.
Η μάνα ερχόταν στα χέρια μου λες και ήταν ριγμένη στα λάδια. Οι παλάμες μύριζαν πετρέλαιο και τα δολώματα που ανέβηκαν ανέπαφα, ήταν σκεπασμένα από λάσπη που κολλούσε στα δάχτυλα. Περίπου 3 κιλά ήταν τα ψάρια που πήραμε συνολικά. Όμως, δεν θα ξεχάσω ποτέ, πως όταν την επομένη μαζευτήκαμε να τα φάμε τηγανιτά στην βεράντα του Κώστα, τα τρώγαμε και μας έτρωγαν. Η αλήθεια είναι πως δεν μύριζαν πετρέλαιο, όμως είχαν γεύση που γρήγορα έπρεπε να ξεχάσεις…”.
Ο Σαρωνικός αναστήθηκε
“Είκοσι δύο χρόνια μετά, το καμπινάτο του Κώστα δεν υπάρχει, ο μπάρμπα Σπύρος ψαρεύει στους ουρανούς, ο Λουκάς όμως απέκτησε σχεδόν τσάμπα γοργοτάξιδο πλεούμενο. Η παρέα ετοιμαζόταν για ψάρεμα και από την διάθεση που επικρατούσε ήταν φανερό πως υπήρχε κίνητρο. Εκείνοι ήξεραν εγώ όμως πως να πιστέψω πως ο βιολογικός καθαρισμός στην Ψυττάλεια “ανάστησε” τον Σαρωνικό;
Ξεκινήσαμε καθετή με καλάμια σε βάθος 39 μέτρων. Τα δολώματα δεν προλάβαιναν να πατώσουν, με επιθέσεις από μικρά γοπίδια. Λείπω πολλά χρόνια από την πατρίδα, όμως τις εμπειρίες του ψαρέματος δεν τις ξέχασα. Εκείνο το “μάθε τέχνη κι άστηνε” που λέμε συχνά στην ξενιτειά, είναι σοφό. Εμένα δεν με πείραζε, αφού μόνο το τσίμπημα που ένιωθα με ικανοποιούσε. Όχι όμως και τους άλλους.
Λίγη ώρα μετά ψαρεύαμε αρόδου ένα μίλι από την βραχονησίδα. Τα παιδιά είπαν πως τα δυο καλύτερα σημεία ήταν ακριβώς πάνω στον δίαυλο, σε βάθη 57 και 63 μέτρων. Εκεί, στα μουλωχτά έκαναν ωραίες ψαριές, όμως ήταν ρίσκο για πρόστιμο και ο Λουκάς ούτε καν το συζητούσε. Παραπέρα και με πορεία βορειοδυτική, ήξεραν πως υπάρχει ναυάγιο, ο βυθός κάνει ανέβασμα στα 34 μέτρα και γύρω του απλώνονται μονόπετρα και ποσειδωνία.
Ρίξαμε, και τα μουσμούλια έτρωγαν ασταμάτητα, ανεβαίνοντας δυο μαζί. Αυτό κράτησε περίπου μια ώρα. Όταν τα ρεύματα ενισχύθηκαν φεύγαμε από το σημείο, και μόλις ο βυθός πέρναγε τα 41 μέτρα, τα μουσμούλια έκοβαν και έρχονταν λυθρίνια και κακαρέλοι να χορτάσουν την πείνα τους.
Είχαμε την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα αρπάζαμε το μεγάλο κόκκινο που θα έκανε την διαφορά, όμως δεν ήρθε. “Άστα θα τα κατσιάσεις” ακουγόταν η φωνή του Κωστή, την ώρα που ο Λουκάς κρατούσε τιμόνι για έξω και εγώ στα χέρια ένα ένα τα ψάρια μας.
Τώρα μοσχομύριζαν θαλασσινό άρωμα, ήταν σφιχτά, θαρρείς ζωντανά και δεν έμοιαζαν σε τίποτα μ’ όλα εκείνα που θυμόμουν 22 χρόνια πριν. Είχα όμως την ευκαιρία να το διαπιστώσω τρώγοντάς το ίδιο βράδυ. Τηγανισμένα, με κάργα λεμονάκι, με άγρια χόρτα, τηγανιτές πατάτες και κρασάκι, ήταν γεύμα βασιλικό.
Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την ξεχωριστή νοστιμιά που έχουν τα ψάρια από τις δικές μας θάλασσες, αν δεν έχει ζήσει χρόνια σ’ άλλη θαλασσινή χώρα. Έχει και ο Ατλαντικός τα ψάρια του, και ο Ειρηνικός τα δικά του.
Συναγρίδες, φαγκριά, τσιπούρες και σαρδέλες πωλούν και στα ψαράδικα στην Αστόρια. Ελληνικά, Ιταλικά και Κινέζικα είναι τα περισσότερα μαγαζιά. Στην όψη τα ψάρια μοιάζουν, στα χρώματα λιγότερο και όσο για νοστιμάδα καμιά σχέση. Απόδειξη πως αν κάποιος σε S/M βρει Ελληνικές σαρδέλες και ιδίως Καλλονής, τότε ίσως να αδειάσει το ράφι, αφού σε μια τέτοια ευκαιρία πρέπει να φροντίσει για όλο το σόι.
Μπορεί στην πατρίδα να περνάτε δύσκολους καιρούς, Μα ειλικρινά το λέω ο τόπος μας είναι πανέμορφος και ευλογημένος. Και όσοι βγαίνετε μια βόλτα στη θαλασσινή, μην περιφρονείτε τα δώρα της, όποια κι αν είναι. Γιατί ακόμα και οι χάνοι, τα σαφρίδια, τα γοπίδια και οι τσέρουλες, έχουν άλλη νοστιμάδα. Πουλάνε και στην Αμερική λακέρδα, άμα όμως ποτέ την δοκιμάσετε θα καταλάβετε την διαφορά…”
Υ.Γ. Αφιερωμένο στον παιδικό φίλο Δημητρό Απέργη και στους ξενιτεμένους συμπατριώτες. Είναι κείμενο γραμμένο από τα λεγόμενά του, που τα ακούγαμε στην συντροφιά σαν κατάθεση ψυχής…