Advertisement

Έπος του ’40: Δύο υποφωτισμένες πτυχές μιας μεγάλης στιγμής

Του Γιώργου Κωστούλα

660

 

Μια αναφορά σε δύο υπoφωτισμένες πτυχές του Έπους του ’40 το κείμενο που ακολουθεί. Η πρώτη, θα μπορούσε να αποκληθεί, απόπειρα ψυχογραφήματος μιας μεγάλης στιγμής.

Απόπειρα ψυχογραφήματος μιας μεγάλης στιγμής

Βασική θέση αυτού του κεφαλαίου είναι ότι: σπουδαιότερο γεγονός από τα ηρωικά κατορθώματα των Ελλήνων στρατευμένων στην Αλβανία, ήταν ο ξεσηκωμός τους, καθαυτός. Ο οποίος, μόνο παραπλανητικά ήταν αυθόρμητος. Στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα βαθύτατων ψυχικών διεργασιών που έφεραν στην επιφάνεια τις υπνωτούσες αρετές ενός βαθύτατα υπερήφανου λαού.

Ας το δούμε αυτό, μέσω μιας ακροθιγούς περιγραφής της κατάστασης, στην οποία βρισκόταν ο λαός και ο τόπος πριν από το μεγαλειώδες γεγονός.

Πρώτα σε πολιτικό επίπεδο: Μετά το 1922, η μεσοπολεμική Ελλάδα, την ώρα που προσπαθούσε να ορθοποδήσει από το σοκ της μικρασιατικής καταστροφής, βρέθηκε στη δίνη μιας μεγάλης οικονομικής, κοινωνικής και κυρίως πολιτικής κρίσης.

Φανατισμοί, κινήματα και αντικινήματα, εκτελέσεις, αστάθεια και τέλος η δικτατορία. Με δυο λόγια μια περίοδος γεμάτη απ’ αυτό που ο λαός κατονομάζει με μια λέξη: παλιοκαταστάσεις.

Στο επίπεδο του κράτους και της δημόσιας διοίκησης τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η αρχέγονη αγωνία των Ελλήνων για εξασφάλιση γης στην αρχή και “καρέκλας” για την επιβίωσή τους στη συνέχεια, μεταμόρφωσε το κράτος σε  μια γενναιόδωρη και κραταιά θεότητα. Κυρίως όμως ανεκτική: Οι πολίτες μπορούν να την κλέβουν, να την εξαπατούν, να την αρμέγουν.

Το μεγαλύτερο θέλγητρο: η πληρωμένη νωχέλεια της δημόσιας καρέκλας. Της “κρικέλας”, όπως την αποκαλούσαν.

Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, μόλυναν τον συλλογικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας: Σταθερά και ορατά σημεία  αυτού του χαρακτήρα μια δυσθυμία, μια απαλή και υπόγλυκη κατήφεια, ένα ασταμάτητο μουρμουρητό μιας σιωπηρής απόγνωσης.

Έτσι, φθονούντες και φθονούμενοι, όλοι μαζί θα άφηναν να διαρρέουν οι δεκαετίες, με ένα παράπονο στα χείλη και στις καρδιές τους. Έτσι ταλανισμένο, ανάμεσα στα πιο βαθιά και ανομολόγητα διλήμματα βρήκε τον ελληνικό λαό η επίθεση των Ιταλών τον Οκτώβρη του ’40.

Έτσι συνέβη και οι Έλληνες του ’40, μέσα στην ασφυξία που περιγράφουμε, και μολονότι ήταν σε συνεχή αντιμαχία με τους εσωτερικούς τους δαίμονες, κατόρθωσαν να υπερβούν τη μιζέρια τους, τα προσωπικά τους και να γίνουν υπέροχα δοτικοί στο κάλεσμα της εν κινδύνω πατρίδας.

Εκείνο που τους έλειπε, εμφανίζεται τώρα ως υπόσχεση εξιλέωσης. Έγιναν ηρωικοί κατά του εισβολέα, τόσο περισσότερο, όσο λιγότερο ηθικοί ήταν μεταξύ τους. Στον ηρωισμό του ’40 ξαναβρίσκεται η ομοθυμία στη θέση της ανέφικτης ομόνοιας.

Διερμηνεύοντας αυτά τα συναισθήματα, ο Μεταξάς θα σημειώσει στο ημερολόγιό του μια φράση, δραματικά θυμικής εντάσεως σημαντική. Η λέξη κλειδί της φράσης το ουσιαστικό, “προσβολή”. Η πλήρης φράση: “Δεν μπορώ να δεχτώ αυτήν την προσβολή”.

Σε ποιον επιτίθεται ο Μουσολίνι; Σε εμάς. Αλλά ποιοι είμαστε εμείς;

Συγκλονιστικότερος τρόπος για να μπει στην εικόνα το εμείς, δεν μπορούσε να υπάρξει.

Ένα ιστορικό άδικο – Μια ανίερη λήθη

Λένε ότι η ιστορία είναι συχνά άδικη προς ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Τρανταχτό παράδειγμα το Έπος του ’40. Αρκούντως συναισθηματικό το περιεχόμενο της επιστολής μου, υπηρετεί ακριβώς αυτό το ιστορικό αναπάντητο: Πώς, δηλαδή, ένα δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, ένα φαινόμενο, ψυχολογικά και ιστορικά απροσδόκητο, αδικήθηκε από τις μετέπειτα ιστορικές επιχωματώσεις. Η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, που ακολούθησαν, ήρθαν να εκτοπίσουν τη στιγμή της Αλβανίας.

Τί απέμεινε από τη λάμψη του μεγάλου συμβάντος; Πόσοι θυμούνται σήμερα τους περήφανους μαχητές, που ταπεινωμένοι, με την κατάρρευση του μετώπου, έφταναν στα χωριά τους και τις γειτονιές τους, σέρνοντας τα πληγιασμένα από τα κρυοπαγήματα πόδια τους; Πώς μπόρεσαν, οι ίδιοι, να ξεχάσουν το σηματάκι με την ένδειξη “ανάπηρος πολέμου”, καρφιτσωμένο στους γιακάδες τόσων συνανθρώπων τους, που είτε με τις πατερίτσες, είτε με λειψή υγεία κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους; Ακόμα, ποιος θυμάται εκείνες τις ανασούμπαλες χλαίνες, το μόνο δώρο της ευγνωμονούσας πατρίδας, που ζέσταιναν τα ισχνά κορμιά των απομάχων, μέχρι να τις αντικαταστήσουν με κάποιο πανωφόρι του εμπορίου; Πώς ξεχάστηκε, επίσης, εκείνη η πινακιδίτσα που πρόβλεπε θέσεις ανάπηρων πολέμου στα μέσα μεταφοράς; Και, η συχνή έκκληση των εισπρακτόρων των λεωφορείων προς τους καθήμενους συνεπιβάτες: “Μια θέση για τον ανάπηρο παιδιά…”. Και εκείνες οι μπλε πινακίδες κυκλοφορίας, με την ένδειξη “Α.Π.”, σε αυτοκίνητα παραχωρημένα από την πατρίδα σε άτυχους πατριώτες μας που είχαν αφήσει κάτι από την αρτιμέλειά τους στα πεδία των μαχών!.

Κι αργότερα, πώς απαλείφθηκε από τη μνήμη μας η, ζοφερής μνήμης και αχρείαστης δημόσιας αναλγησίας, ομάδα συμμαθητών μας, αυτή η κατονομαζόμενη ως “ορφανοί πατρός”; Και οι άλλοι συμμαθητές μας, τα παιδάκια των ορφανοτροφείων, με τα, αποκλειστικά φαιού χρώματος, ομοιόμορφα ρουχαλάκια τους, που στιγμάτιζαν τόσο εμφατικά τις πολύχρωμες φορεσιές ημών των υπολοίπων; Πότε προφτάσαμε και τους απαρνηθήκαμε όλους αυτούς; Πώς έγινε και τα ξεχάσαμε όλα αυτά; Λες και ήταν, απλώς, μια γιορτή των παππούδων μας;

Ακόμα και η λογοτεχνία που, με τον τρόπο της, τόσα προσφέρει στην εμπέδωση της κοινής ιστορικής μας συνείδησης, δεν έχει ενδιαφερθεί, όσο θα περίμενε κανείς, για το Επος του ‘40.

Ό,τι έχει γραφτεί περιορίζεται σε ορισμένα, σπουδαία μεν ευάριθμα δε, παραδείγματα έργων όπως αυτά του Τερζάκη, του Μπεράτη, του Θεοτοκά, του Αθανασιάδη, του Ελύτη, του Αγγ. Βλάχου. Όλων, συγγραφέων που έζησαν το έπος ως στρατευμένοι. Από τους νεότερους λογοτέχνες, πολύ μικρό ενδιαφέρον έχει εκδηλωθεί. Στη θέση τους λουστήκαμε, εμείς οι παλιότεροι τις αλήστου μνήμης ταινίες του Τζέιμς Πάρις ή κάποιες άλλες, του τύπου “Υπολοχαγός Νατάσα”.

Δυστυχώς, με τους Έλληνες, κατά γενική διαπίστωση και καίρια διατύπωση, “συμβαίνει κάτι σπάνιο στο ιστορικό πεδίο: Να αρνείται ένας λαός τα ιστορικά του προικιά- και τί προικιά- και να πιθηκίζει ασυναίσθητα αλλότριες συνήθειες, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και μιας επιφανειακής εξωστρέφειας. Ίσως ίσως μάλιστα, ένα τμήμα  του να ντρέπεται και λίγο για το μεσογειακά και βαλκανικά του χούγια”.

Αναφορές: Για περισσότερες ιστορικές στιγμές ψυχικής ανάτασης του λαού μας, βλ. το βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη “Διχασμός και εξιλέωση”, εκδόσεις Πατάκη, διαμορφωτικό και του παρόντος κειμένου.


*O κ. Γιώργος Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα. E-Mail: gcostoulas@gmail.com

 

 

Πηγή Capital
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο